Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2016

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΛΕΦΤΑΥΛΑΚΟ: άφαντο σχεδόν λιμανάκι του Κάβο Μαλιά

Ο ΜΠΑΡΜΠΑΡΟΣΑ και  ΟΙ ΠΕΙΡΑΤΕΣ.

 Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε πόλη θαλασσινή, τη Νεάπολη Λακωνίας, σχεδόν στα ριζά του θρυλικού κάβο Μαλιά. Δε χρειάζεται να μιλήσω για τα όσα συνέβαιναν στο πολυσύχναστο αυτό πέρασμα από καταβολής. Τι μάχες, τι λατρείες, τι θρησκείες και αποχωρισμοί, τι ναυάγια, τι θρίαμβοι, αλλά και πόσα λημέρια για τους πειρατές. Λοιπόν, οι θρύλοι βαστούν καλά στην άκρη εκεί της λακωνικής γης. Ακόμη. Λαός θαλασσινός οι πατριώτες μου, ναυτικός και ο πατέρας μου, την ξέρουν καλά τη θάλασσα και γι’ αυτό την αγαπούν, αλλά και τη σέβονται.

Αυτόν τον σεβασμό, που δεν έχει να κάνει με τον φόβο, αλλά με ένα είδος υποταγής και ήπιου συμβιβασμού ή μάλλον παραδοχής, τον βίωσα κι εγώ από μικρή. Και τους θρύλους τους έζησα ολοζώντανους. Με τις πειρατικές διηγήσεις ριγούσαμε, αλλά και τις αποζητούσαμε. Όπως λ.χ. εκείνες που λάβαιναν χώρα στο Κλεφταύλακο, άφαντο σχεδόν λιμανάκι του κάβο Μαλιά, υπερπληρωμένο από παραδόσεις και ερείπια. Εδώ, έφερναν τα κλοπιμαία και τα θύματα. Ένας από τους πειρατές, ο φοβερός Βουρογιώργης, δεν έχει ακόμη σβηστεί από τη μνήμη των γεροντότερων. Όταν αναφέρονταν σε αυτόν, έκαναν συγχρόνως το σημείο του σταυρού. Τρόμος. Σκοτώθηκε σε καρτέρι, αλλά βρικολάκιασε και έσκουζε τις νύχτες, και τα σκυλιά, λέει, άνοιγαν τρύπες και χώνονταν στη γη. Στη σκοτεινιά, ακουγόταν αυτής της φοβερής σκιάς το τραγούδι: “Στους δρόμους γυρνώ, τους συντρόφους μου ζητώ/ έβγα, βλάμη, να ιδείς τον που βγαίνει απ’ τη γης…”

Αυτά δηλώνει η Ελένη Σαραντίτη σε συνέντευξη της στην "Καθημερινή" όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο της «Η Χαρούλα στους εφτά ουρανούς», από τις εκδόσεις Πατάκη.

Στο βιβλίο θίγεται το ζήτημα της σύγχρονης πειρατείας των θαλασσών, της οποίας οι διαστάσεις δεν είναι ιδιαίτερα γνωστές, παρά τη σοβαρότητά τους.

Μια τέτοια παλιά ιστορία πειρατείας όταν δρούσε ο δυνάστης της Μεσογείου Μπαρμπαρόσα δημόσιευσε η εξαιρετική σελίδα  "Σύλλογος Τουλίπα Γουλιμή" που αναδημοσιεύουμε και βέβαια διαδραματίζεται στο Κλεφταύλακο, άφαντο σχεδόν λιμανάκι του κάβο Μαλιά, υπερπληρωμένο από παραδόσεις και ερείπια.
Ο Σεπτέμβρης ήταν στο έμπα του σε εκείνο το φθινόπωρο του 1537, καθώς το σούρουπο έπεφτε και το ευνοϊκό μελτεμάκι φούσκωνε τα πανιά της γαλέρας.

Σκούρος και απειλητικός καθώς βράδιαζε ο ορεινός όγκος του Κάβο Μαλούγια, Κάβο του Αγίου Αγγέλου τον έλεγαν οι άπιστοι.

Αγέρωχος και επιβλητικός όρθωνε τις βουνοπλαγιές του, απότομες ως τις βουνοκορφές του.

Άγριο τοπίο αλλά αυτό δεν τον φόβιζε, τα ήξερε καλά τούτα τα νερά και ήξερε πως σε λίγο έφθανε εκεί που έπρεπε, σε εκείνο το αυλάκι που μπαίνει μέσα στη στεριά και μπορεί να κρύψει πλοία και να στήσουν ενέδρα.

Λες και η Φύση το είχε φτιάξει τούτο το ορμητήριο ακριβώς για τη δουλειά τους.

Κρύβοταν στην εσοχή τα πειρατικά και όσα χριστιανικά πλοία έρχονταν από τον κάβο Ματαπά δεν μπορούσαν να τα δουν κρυμμένα και σαν καβαντζάριζαν την άκρη του Βρομώντα, μόνο το ρεσάλτο προλάβαιναν να καταλάβουν.

Όμοια και όσα καράβια πρόβαλαν από την άκρη του Καβομαλιά δεν προλάβαιναν να ξεφύγουν από τις γρήγορες πειρατικές γαλέρες.

Καλό ορμητήριο που στο παρελθόν του είχε δώσει πλούσιες λείες.

Στεκόταν στη γέφυρα της γαλέρας του και χάϊδευε τα κόκκινα γένια του.

Λίγο πίσω του αριστερά και δεξιά του οι άλλες δύο γαλέρες του εμπιστευμένες σε άξιους καπετάνιους που ήξεραν καλά την τέχνη της θάλασσας και του ρεσάλτου.

Σε λίγο θα καβαντζάριζε τον φημισμένο κάβο αλλά το μυαλό του ήσυχο κάλπαζε σαν ατίθασο άτι στις μνήμες του παρελθόντος, ανασκαλεύοντας τες.

Δεν είχε λόγο να ανησυχεί, ο Αντρέα Ντόρια ήταν ψηλά στην Αδριατική και αυτό διευκόλυνε τα σχέδια του.

Αλλά το μυαλό του γύριζε εκεί στη Γέρα, στα παιδικά του χρόνια, μαζί με τον αδελφό του τον Άρη, αυτός ο Χρήστος και οι αδελφές τους.

Παιδιά της Κατερίνας της Χριστιανής και του Γιακούμπ του Γενίτσαρου.

Κάποιοι έλεγαν πως ήταν και αυτός Χριστιανός, Ιακώβ το όνομα του που εξισλαμίστηκε και βαφτίστηκε Γιακούμπ.

Σαν μεγάλωσαν ο Άρης έγινε πειρατής εξισλαμίστηκε και έγινε Αρούζ.

Αλλά έπειτα τον συνέλαβαν οι Ιωαννίτες στη Ρόδο και μετά τον πούλησαν στα σκλαβοπάζαρα της Αφρικής.

Αλλά η τύχη του δεν το είχε να πεθάνει σκλάβος, ο εμίρης που τον αγόρασε εκτίμησε τις ναυτικές του ικανότητες και του εμπιστεύτηκε το καράβι του.

Σύντομα ο Αρούζ απέκτησε το δικό του καράβι και ξανάγινε πάλι φημισμένος πειρατής, αυξάνοντας τον πλούτο του και τη δύναμη του.

Μάθαινε τη φήμη του αδελφού του αυτός και αποφάσισε να ακολουθήσει το δρόμο του.

Ασπάστηκε το ισλάμ και έγινε Χίζρ, άλλοι τον έλεγαν Χαϊρεντίν.

Ήλθε στο νου του εκείνη η στιγμή που συναντήθηκε με τον Αρούζ στην Αλεξάνδρεια και μπήκε στα πειρατικά του.

Στα 1505, υπαρχηγός του αδελφού του, μετέφεραν τις επιχειρήσεις τους στην Τυνησία και όταν τα πράγματα δεν πήγαν καλά τις πήγαν στο Αλγέρι στα 1511.

Η γαλέρα άφησε πίσω της τον Κάβο και άλλαξε πορεία στον μαϊστρο. Σε λίγη ώρα έφθανε στο Κλεφταύλακο.

Και έπειτα ήλθε ο κακός χρόνος στα 1512, σε εκείνη τη μάχη να καταλάβουν το ισπανικό οχυρό στην αφρικανική ακτή, που ο Αρούζ έχασε το χέρι του.

Αλλά το άστρο του ακόμη δεν είχε σβήσει αν και μονόχειρας.

Στα 1516 ο Αρούζ σκοτώνει τον σουλτάνο του Αλγερίου και αυτοανακηρύσσεται σουλτάνος.

Αλλά το άστρο του έσβησε στα 1518 σε εκείνη τη μάχη στο Οράν και έπειτα στο Τλεμτσέν που ο Αρούζ σκοτώθηκε.

Έτσι βρέθηκε να κληρονομεί και έπρεπε να διαφεντέψει τον πειρατικό στόλο του Αρούζ και το σουλτανάτο του Αλγερίου.

Αλλά τα χρόνια περνούσαν και τα πράγματα δυσκόλευαν, οι Αψβούργοι είχαν φτιάξει ισχυρό στόλο, ήταν και τα παπικά πλοία και οι Γάλλοι και εκείνοι οι Γενοβέζοι με τον Αντρέα Ντόρια.

Δύσκολα τα πράγματα με τόσους ισχυρούς αντιπάλους.

Δεν είχε άλλη επιλογή παρά να συμμαχήσει με τους Οθωμανούς και τον Σουλεϊμάν.

Ονομάστηκε και επίσημα σουλτάνος του Αλγερίου και τώρα Μπεϊλέρμπεης του Σουλεϊμάν παρέκαμπτε τον Καβομαλιά για το ορμητήριο του Βρομώντα.

Τα ήξερε καλά τα μέρη και ήξερε πως τα χωριά στις πλαγιές του βουνού αν και κτήσεις Ενετών είχαν δοκιμαστεί πολλές φορές από πειρατές, δεν είχαν τίποτα να δώσουν.

Στο Μπεγκί (Ελαφονήσι) άλλωστε καραδοκούσαν Αλτζερίνοι και Σαρακηνοί στο Σαρακήνικο.

Λίγε προμήθειες, νερό από την Αγία Μαρίνα και λίγες μέρες να καταστρώσει το σχέδιο του, γιατί το σχέδιο του ήταν άλλο.

Το κάστρο της Βάτικα ήταν μακριά για να τον ενοχλήσει.

Η Τσούχα ήταν Ενετοκρατούμενη με τρία ισχυρά κάστρα, ένα στο Καψάλι, άλλο στο Μυλοπόταμο και άλλο στον Άγιο Δημήτρη, ή Παλαιοχώρα που ήταν και η πρωτεύουσα του νησιού.

Την απόφαση την είχε βγάλει.

Θα περίμενε τις ενισχύσεις των άλλων πλοίων του και αν και το πιο δύσκολο θα επιτίθετο στο κάστρο της Παλαιοχώρας.

Ήξερε πως το κάστρο προστατευόταν από γκρεμούς, αλλά δεν ανησυχούσε.

Υπήρχε Εφιάλτης μέσα στο τσούρμο του, ντόπιος που ήξερε καλά τα μονοπάτια και θα τους πήγαινε από τους γκρεμούς και θα τους έπιαναν στον ύπνο.

Έτσι σαν ήλθαν και τα άλλα πλοία, αποβιβάστηκαν στο Κακό Λαγκάδι που είναι στη στεριά απέναντι από τον Καβομαλιά.

Και σαν νύχτωσε ο Εφιάλτης από το κρυφό μονοπάτι τους ανέβασε στην πίσω μεριά του κάστρου.

Οι πειρατές έπεσαν σαν σίφουνας που σαρώνει επάνω στους λίγους αιφνιδιασμένους υπερασπιστές που δεν περίμεναν αυτή την επίθεση.

Μανιασμένο σκυλί ο Χαϊρεντίν ανέβηκε από τη χαράδρα, οι χατζάρες άστραψαν και κατέσφαξε τη φρουρά και όσους υπερασπίστηκαν το κάστρο.

Το Τσιρίγο ζούσε εφιαλτικές στιγμές της χατζάρας και των βιασμών, ενώ το ημερολόγιο έγραφε 12 Σεπτεμβρίου του 1537.

Λέγεται πως χώρια όσοι κατάφεραν να ξεφύγουν και να βρούν καταφύγιο στα Βάτικα, σε αυτό το μακελειό ο Χαϊρεντίν έσφαξε και αιχμαλώτισε 7.000 ανθρώπους και άλλοι λένε πως ήταν 3.000.

Διάλεξαν τους νέους και ρωμαλέους άνδρες που ήθελαν να αναπληρώσουν τις απώλειες των πειρατικών πληρωμάτων.

Χρειάζονταν αρκετοί κατεργαραίοι.

Τους υπόλοιπους τους κατέβασαν στη θάλασσα και τους φόρτωσαν στα πλοία για τα σκλαβοπάζαρα της Μπαρμπαριάς.

Ο Μπαρμπαρόσα είχε καθιερώσει τιμολόγιο σκλάβων κατ΄ελάχιστο όριο.

«Αλκιμος νεανίας 30 λίραι. Γυνή νεαρά ωραία και με όλους τους οδόντας 20 λίραι. Νεανίσκοι ανηβοι 12 λίραι. Ηλικιωμένοι αλλά ικανοί να τακτοποιούν αποθήκας και να διώχνουν τους ποντικούς…όσο-όσο. Γραίαι μη επισύρουσαι την προσοχήν,ερράπτοντο εις σάκκους και ερρίπτοντο στη θάλασσα».

Και εκίνησαν άλλα πλοία με τους σκλάβους για τα σκλαβοπάζαρα της Μπαρμπαριάς και τα ετοιμοπόλεμα με τον Μαρμπαρόσα έβαλαν πλώρη για τον Καβομαλιά.

Πέρασαν μπροστά από τη Μπεφενσέ (Μονεμβασιά), αλλά οι Ενετοί την είχαν οχυρώσει καλά και έτσι ο Χαϊρεντίν δεν τόλμησε να της επιτεθεί.

Και έτσι συνέχισε το ταξίδι του στο Μυρτώο.

(Εναγκαλισμοί Ιστορίας και Μύθου)
--------------------------------
Πηγή:   manivoice.gr
--------------------------------