Σοβαρές στρεβλώσεις στην αγορά
φαρμάκου, όπως υπερσυνταγογράφηση (σήμερα στην Ελλάδα των 10,5 εκατ.
κατοίκων χορηγούνται σχεδόν 70 εκατ. συνταγές ετησίως), υψηλό ποσοστό
μεικτού κέρδους για φαρμακεία και φαρμακαποθήκες (σταθερό στα 30% για
φάρμακα με λιανική τιμή μέχρι 50 ευρώ και αφορά περίπου το 85% της
αγοράς) που «πριμοδοτεί» την πώληση ακριβότερου φαρμάκου (π.χ. 5 ευρώ η
συσκευασία) αντί ενός οικονομικότερου (π.χ. 2,5 ευρώ η συσκευασία) και
λειτουργεί ως αντικίνητρο προώθησης ειδικά του γενόσημου, εντοπίζει
μελέτη του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων που δόθηκε πρόσφατα στη
δημοσιότητα.
Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, «η πρακτική
της τελευταίας επταετίας να υιοθετούνται μαζικά οριζόντια δημοσιονομικά
μέτρα δυστυχώς υποκατέστησε σε μεγάλο βαθμό τις πραγματικές
μεταρρυθμίσεις για τη θεραπεία δομικών προβλημάτων στο σύνολο της
οικονομίας και δημόσιας διοίκησης». Ειδικά στο πεδίο της υγείας,
σημειώνει η μελέτη, η επιλογή οριζόντιων μέτρων «συντηρεί ακόμη και
σήμερα σημαντικές δομικές στρεβλώσεις που διατηρούνται στο ακέραιο, με
αποτέλεσμα οι αρνητικές επιπτώσεις τόσο για τους πλέον αδύνατους όσο και
για την εγχώρια αγορά να είναι αμείλικτες».
Ευάλωτες ομάδες
Σημαντικές μελέτες που είδαν τα τελευταία χρόνια το φως της δημοσιότητας, όπως η Ενδιάμεση Έκθεση της ΤτΕ και της Διανέοσις καταγράφουν τάσεις χειροτέρευσης σημαντικών παραμέτρων που άπτονται της υγειονομικής περίθαλψης του πληθυσμού της χώρας, ειδικά ανάμεσα στις πιο ευάλωτες ομάδες ενώ και ο ΟΟΣΑ (Health Spending Fact Sheet) καταγράφει τη μη ικανοποίηση αναγκών από νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος. Επίσης, πρόσφατη έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ καταγράφει ένα ποσοστό 12%-14% του πληθυσμού που δεν έχει τη δυνατότητα πρόσβασης σε αναγκαία ιατρική φροντίδα ή φάρμακα που χρειάζεται, ενώ ενδιαφέρον έχει και η μείωση των επισκέψεων σε οδοντίατρους την περίοδο 2009-2014.
Σημαντικές μελέτες που είδαν τα τελευταία χρόνια το φως της δημοσιότητας, όπως η Ενδιάμεση Έκθεση της ΤτΕ και της Διανέοσις καταγράφουν τάσεις χειροτέρευσης σημαντικών παραμέτρων που άπτονται της υγειονομικής περίθαλψης του πληθυσμού της χώρας, ειδικά ανάμεσα στις πιο ευάλωτες ομάδες ενώ και ο ΟΟΣΑ (Health Spending Fact Sheet) καταγράφει τη μη ικανοποίηση αναγκών από νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος. Επίσης, πρόσφατη έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ καταγράφει ένα ποσοστό 12%-14% του πληθυσμού που δεν έχει τη δυνατότητα πρόσβασης σε αναγκαία ιατρική φροντίδα ή φάρμακα που χρειάζεται, ενώ ενδιαφέρον έχει και η μείωση των επισκέψεων σε οδοντίατρους την περίοδο 2009-2014.
Ειδική αναφορά κάνει η
μελέτη στην αύξηση της ποσοστιαίας συμμετοχής των ασθενών στη
φαρμακευτική δαπάνη. Όπως αναφέρει, ο τριπλασιασμός της συμμετοχής των
ασθενών, σε συνδυασμό με τις μειώσεις αποζημιώσεων των φαρμάκων, τα
τελευταία χρόνια λειτουργεί, παραδόξως, στην περίπτωση της Ελλάδας ως
στρέβλωση, και όχι ως θετική εξέλιξη.
«Η μείωση των τιμών φαίνεται να
δημιουργεί φαινόμενα υπεραναπλήρωσης ειδικά μετά το 2012, γεγονός που
τεκμηριώνεται από την σημαντική και εν πολλοίς αδικαιολόγητη αύξηση της
κατανάλωσης των φαρμάκων». Συγκεκριμένα, τα τελευταία χρόνια η
συνταγογράφηση και η κατανάλωση φαρμάκων παραμένουν σε επίμονα υψηλά
επίπεδα, με τάσεις αύξησης και παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα ήδη πριν την
κρίση είχε σοβαρό πρόβλημα υπερκατανάλωσης φαρμάκων.
Στην περίπτωση των
αντιβιοτικών, ειδικότερα, αυτή η υπερκατανάλωση έχει διαχρονικά
σοβαρότατες αρνητικές συνέπειες στη δημόσια υγεία καθώς σχετίζεται με τη
δημιουργία ανθεκτικών μικροβίων και κατά προέκταση την πρόκληση σοβαρών
λοιμώξεων που παρατείνουν τους χρόνους νοσηλείας, και αυξάνουν τη
θνησιμότητα και το κόστος νοσηλείας.
Παραδόξως, η μείωση αυτή
των τιμών με τις οποίες αποζημιώνεται ο παραγωγός ή εισαγωγέας ωθεί την
κατανάλωση σε ακριβότερα φάρμακα, ακόμα και όταν αυτό ιατρικά δεν είναι
απαραίτητο. Αυτό συμβαίνει διότι ειδικά για τη συντριπτική πλειοψηφία
των φαρμάκων, το ποσοστό μεικτού κέρδους που ορίζει ο νόμος για
φαρμακεία και φαρμακαποθήκες είναι δεδομένο, δηλαδή σταθερό στα 30% για
φάρμακα με λιανική τιμή μέχρι 50 ευρώ (ένα εύρος τιμής που αφορά περίπου
το 85% της αγοράς) και στη συνέχεια μειώνεται κλιμακωτά όσο ανεβαίνει η
τιμή.
Ως αποτέλεσμα, η πώληση ενός ακριβότερου φαρμάκου (π.χ. 5 ευρώ η
συσκευασία) αντί ενός οικονομικότερου (π.χ. 2,5 ευρώ η συσκευασία)
αποφέρει, σε ευρώ, υψηλότερα έσοδα στο φαρμακείο και τη φαρμακαποθήκη.
Έτσι, η χαμηλή τιμή λειτουργεί ως αντικίνητρο προώθησης ειδικά του
γενόσημου, σε σύγκριση με το εκτός πατέντας (δηλαδή φαρμάκων που
ξεκινούν να παράγονται μόλις λήξει η πατέντα που προστατεύει τα
αντίστοιχα πρωτότυπα, περιέχουν την ίδια ποσότητα δραστικής ουσίας και
εμφανίζουν την ίδια θεραπευτική δράση, είναι όμως φθηνότερα γιατί δεν
επιβαρύνονται με το αρχικό κόστος της ανακάλυψης της δραστικής ουσίας)
ακριβότερο ισοδύναμό του.
«Ζεστό χρήμα»
Παράλληλα, πέρα από τη δεδομένη αποζημίωση που καταβάλλει ο ΕΟΠΥΥ για τη θεραπεία, και η οποία θα κατανεμηθεί σε βάθος χρόνου στον παραγωγό, τη φαρμακαποθήκη και το φαρμακείο, το φαρμακείο εισπράττει ως «ζεστό χρήμα» εκτός από τη θεσμοθετημένη συμμετοχή του ασθενούς (10% ή 25%), και τη διαφορά μεταξύ της λιανικής και της ασφαλιστικής τιμής (στην περίπτωση που επιλεγεί φάρμακο με υψηλότερη λιανική τιμή από την ασφαλιστική, την οποία αναγνωρίζει και αποζημιώνει το ταμείο).
Παράλληλα, πέρα από τη δεδομένη αποζημίωση που καταβάλλει ο ΕΟΠΥΥ για τη θεραπεία, και η οποία θα κατανεμηθεί σε βάθος χρόνου στον παραγωγό, τη φαρμακαποθήκη και το φαρμακείο, το φαρμακείο εισπράττει ως «ζεστό χρήμα» εκτός από τη θεσμοθετημένη συμμετοχή του ασθενούς (10% ή 25%), και τη διαφορά μεταξύ της λιανικής και της ασφαλιστικής τιμής (στην περίπτωση που επιλεγεί φάρμακο με υψηλότερη λιανική τιμή από την ασφαλιστική, την οποία αναγνωρίζει και αποζημιώνει το ταμείο).
Την ίδια ώρα, η
μικρή διαφορά τιμής, συνήθως λίγα ευρώ, ανάμεσα στην πιο οικονομική και
την ακριβότερη θεραπεία σημαίνει ότι, στις περισσότερες φορές, ο ασθενής
δεν έχει ουσιαστικό κίνητρο να επιμείνει στην χορήγηση ενός πιο
οικονομικού γενόσημου. Στη στάση αυτή των ασθενών συμβάλλει και η εικόνα
που έχουν για τα γενόσημα, ως φτηνά υποκατάστατα που εισήχθησαν για
λόγους οικονομίας στα χρόνια της κρίσης, και όχι ως χρήσιμα φάρμακα που
εντάσσονται σε μια ορθολογική πολιτική υγείας και σε μια αποτελεσματική
στρατηγική θεραπείας.
Επτά προτάσεις για την αντιμετώπιση των στρεβλώσεων
Για την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών προβλημάτων της αγοράς φαρμάκου στην Ελλάδα και ισορροπημένης μείωσης της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης, ο ΣΕΒ, μεταξύ άλλων, προτείνει:
Για την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών προβλημάτων της αγοράς φαρμάκου στην Ελλάδα και ισορροπημένης μείωσης της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης, ο ΣΕΒ, μεταξύ άλλων, προτείνει:
1 Εκστρατεία ενημέρωσης για τις βλαβερές επιπτώσεις της υπερκατανάλωσης των φαρμάκων αλλά και της ποιότητας των γενοσήμων.
2
Ενίσχυση της διαφάνειας σε όλα τα επίπεδα, όπως με εφαρμογή του άρθρου
66, παρ. 7, του Ν4316/2014 σε ότι αφορά τη δημοσιοποίηση των παροχών
εταιρειών προς ιατρούς.
3 Πλήρης απαγόρευση, με
εφαρμογή στην πράξη, της χορήγησης αντιβιοτικών χωρίς ιατρική συνταγή,
σε συνδυασμό με την διασφάλιση της επαρκούς πρόσβασης σε στελεχωμένα
κέντρα υγείας, όπου ο περιστασιακός ασθενής θα μπορεί εύκολα να
προμηθευτεί την απαραίτητη συνταγή.
4 Το μεικτό
κέρδος των φαρμακοποιών και της αλυσίδας διανομής να ενισχυθεί,
αναλογικά, στην περίπτωση διάθεσης πιο οικονομικών και ειδικά γενόσημων
φαρμάκων, δηλαδή να εξειδικευτεί σε περισσότερα κλιμάκια τιμολόγησης η
ενιαία σήμερα κατηγορία για φάρμακα κάτω των 50 ευρώ.
5 Διασύνδεση της μείωσης των τιμών γενοσήμων με στόχους αύξησης του μεριδίου τους.
6
Εφαρμογή πρωτοκόλλων, ξεκινώντας από τους νέους ασθενείς που δεν έχουν
ήδη κάποιο θεραπευτικό σχήμα. Στόχος είναι η εδραίωση της πρακτικής της
χορήγησης πιο οικονομικών θεραπειών ως πρώτης γραμμής, με τις πιο
ακριβές θεραπείες να έπονται στις περιπτώσεις όπου η πρώτη γραμμή
θεραπείας δεν οδήγησε σε ίαση.
7 Λειτουργία των
ηλεκτρονικών μητρώων ασθενών και αξιοποίηση των δεδομένων που έχουν
προκύψει από την ηλεκτρονική συνταγογράφηση, για τον εντοπισμό των
περιπτώσεων που οδηγούν σε δυσανάλογη αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης,
την ανάλυση τους και την εκπόνηση κατάλληλων δράσεων εξορθολογισμού.
-------------------------------
Πηγή: Ημερησία
-------------------------------