Κρητικός κατά τη γενιά, Αθηναίος κατά τη
γέννηση, ο Νίκος Κούνδουρος πεισματικά πολιτογραφήθηκε Κρης από τον
πατέρα του, Κρητικό πάππου προς πάππου. Από ατέλειωτες γενιές Κρητικών,
όπως έχει πει ο ίδιος, δεν ανέχονταν να γραφτεί Αθηναίος. Έτσι λοιπόν,
όταν το μωρό είδε το φως, ο πατέρας του τον πήρε τυλιγμένο σε μια πάντα
και τον πήγε στον Άγιο Νικόλαο, όπου τον ενέγραψε στα δημοτολόγια.
Τραγική ειρωνεία, η πόλη την οποία αναγκάστηκε να απαρνηθεί νεογέννητος,
τον έκανε δικό της σύντομα και τον αγκάλιασε σε ολόκληρη τη ζωή του.
Εδώ πέθανε σήμερα, σε ηλικία 91 ετών, πλήρης ημερών αλλά πάντοτε παρών
στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους έλληνες
σκηνοθέτες, και ένα πρόσωπο σχεδόν «μυθικό».
Στην Αθήνα μεγάλωσε, και, όπως ο ίδιος
έλεγε, κατά κάποιο τρόπο έζησε «ένα μέρος της ζωής μου μέσα σε προνόμιο.
Υπήρξα γόνος μιας μεγαλοαστικής οικογένειας και μεγάλωσα ως χαϊδεμένο
παιδί, ακόμα και στην Κατοχή. Όταν η Ελλάδα θρηνούσε χιλιάδες νεκρούς
από πείνα, εμείς ως εύπορη Κρητική οικογένεια τα είχαμε όλα. Τελευταία
χρονιά του πολέμου άλλαξε η ζωή μου, όταν εντάχθηκα σε μια αριστερή
οργάνωση και με τη συμμετοχή μου στον ένοπλο αγώνα που ονομάστηκε
Αντίσταση. Τραυματίστηκα με τρεις σφαίρες στο πόδι. Γλίτωσα από την
εκτέλεση γιατί με πέρασαν για Άγγλο, έτσι όπως ήμουν ξανθός με γαλανά
μάτια».
Δεκαέξι χρονών ήταν όταν εντάχτηκε στις
τάξεις του ΕΑΜ. Πολέμησε, τραυματίστηκε στο φοβερό Δεκέμβρη του '44,
φυλακίστηκε και καταδικάστηκε δύο φορές σε εξορία. Το περιστατικό αυτό
ήταν η αρχή μιας περιπέτειας που θα τελειώσει τέσσερα χρόνια αργότερα με
ένα ‘απολυτήριο’ από τη Μακρόνησο στο χέρι.
Στη Μακρόνησο ο Κούνδουρος μαθαίνει το
θέατρο και εκεί του πρωτοδημιουργήθηκε η ιδέα του κινηματογράφου. «Είχα
την τύχη -και δεν το λέω κατά λάθος- να ζήσω τέσσερα χρόνια στο
Μακρονήσι» είπε σε συνέντευξή του στον Ηλία Ακριβάκη για την κυπριακή
εφημερίδα «Φιλελέυθερος». «Εκεί έμαθα ένα σωρό πράγματα και θέατρο. Εκεί
μου πρωτοδημιουργήθηκε η ιδέα του κινηματογράφου. Έτσι, όταν το 1952
τελειώνει και αυτή η περιπέτεια και μπαίνουμε σε μια περίοδο ύφεσης,
παίρνω το δίπλωμά μου από τη Σχολή Καλών Τεχνών αλλά, αντί για
αρχιτέκτονας, βγαίνω με ένα δίπλωμα ζωγράφου!
Τότε, εντελώς ξαφνικά, αποφάσισα να
ανταλλάξω τα σιωπηλά εργαλεία του ζωγράφου με τις εικόνες και τα
μεγάφωνα του κινηματογράφου. Έτσι, λοιπόν, αυθαίρετα με ένα αστείρευτο
πείσμα και με τη βοήθεια μερικών φίλων, του Μάνου Χατζιδάκι, της
Μαργαρίτας Λυμπεράκη, του Αλέξη Διαμαντόπουλου, στήνεται η πρώτη ταινία:
“Η μαγική πόλις”. Το πρώτο γύρισμα που είδα στη ζωή μου ήταν η ταινία
του Γρηγόρη Γρηγορίου “Ο κόκκινος βράχος”. Για πλατό είχαν την υπαίθρια
σκηνή του θεάτρου Ακροπόλ.»
Η Μαγική Πόλις
Αυθαίρετα εντελώς, με ένα αστείρευτο
πείσμα και με τη βοήθεια μερικών φίλων, του Μάνου Χατζιδάκι, της
Μαργαρίτας Λυμπεράκη, του Αλέξη Διαμαντόπουλου, στήνεται η πρώτη ταινία η
Μαγική Πόλις. Το 1954 ο Κούνδουρος βρίσκεται στο φεστιβάλ στην Βενετία
με την πρώτη του ταινία να εκπροσωπεί επίσημα την Ελλάδα. Θα πει για την
ταινία του: Η αθωότητα ήτανε το κυρίαρχο στοιχείο της εποχής. Δεν ήτανε
μια αθωότητα δικιά μου, ήταν δικιά μας. Νομίζαμε πως κάποια στιγμή θα
ερχόταν και η ώρα της δικαιοσύνης, αυτοδίκαια από μόνη της. Γέννημα
φυσικό τόσων αγώνων και τόσου αίματος.
Δύο χρόνια μετά τη Μαγική Πόλη, το 1956,
γυρίζεται «Ο Δράκος», η ταινία που φέρνει τον Κούνδουρο στην κορυφή των
σκηνοθετών της εποχής του. Είναι το αιώνιο αποτύπωμά του στην τέχνη
του.
Ο Δράκος ήτανε θύμα εκείνου του
διογκωμένου εθνικισμού που τύφλωνε τους δεξιούς καθώς και της προσήλωσης
στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό που τύφλωνε τους αριστερούς. Προπηλακίστηκε,
σφυρίχτηκε, κατέβηκε από τις αίθουσες, καταγγέλθηκε από μέρος της
κριτικής. Ο Δράκος προβάλλεται επισήμως στο Φεστιβάλ Βενετίας. Είναι η
πρώτη ουσιαστική νίκη του ελληνικού κινηματογράφου.
Η επόμενη ταινία, σύμφωνα με τον κριτικό
κινηματογράφου Γιάννη Μπακογιαννόπουλο, οι Παράνομοι (1958), μεταφέρει
το κοινωνικό νεοελληνικό αδιέξοδο στα φοβερά βράχια των Μετεώρων. Οι
παράνομοι του είναι οι εξεγειρόμενοι Έλληνες, μείγμα των παλιών ανταρτών
του Εμφυλίου.
Στο Ποτάμι (1960) συναντάμε και πάλι τον
¨Έλληνα του μεταπολέμου και τον ιδεατό χώρο της ελευθερίας. Πρόκειται
για τη μοίρα ανθρώπων παγιδευμένων, όπως πολλοί Ελληνες, που ένιωθαν
παγιδευμένοι μέσα σε μια μετεμφυλιακή κοινωνία. Στο Φεστιβάλ
Θεσσαλονίκης την ίδια χρονιά, το Ποτάμι πήρε τα βραβεία σκηνοθεσίας και
καλύτερης μουσικής (Μάνος Χατζιδάκις με εκτελεστή στα καλύτερα σημεία
της τον Βασίλη Τσιτσάνη).
Στις Μικρές Αφροδίτες (1963), ο
δημιουργός αναφέρεται σε ένα αρχαίο ειδύλλιο, μέσα στην πανέμορφη φύση,
με τις συγκρούσεις, τον πόθο και τα πάθη των ανθρώπων, σε διαφορετικές
ηλικίες.
Η ταινία αυτή είχε μεγάλη απήχηση τόσο στα διεθνή φεστιβάλ όσο
και στις αίθουσες όλου του κόσμου όπου προβλήθηκε. Κέρδισε το βραβείο
σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ του Βερολίνου.
Ο Μάνος ήταν ο άνθρωπος της ζωής μου
Ο Νίκος Κούνδουρος ήταν ένας ιδιαίτερα
ερωτικός άνθρωπος, λάτρης του άλλου φύλου. Παρόλα ταύτα, θεωρούσε πως ο
άνθρωπος της ζωής του ήταν ένας άνδρας. Για πολλούς και διάφορους
λόγους: «Ο Χατζιδάκις ήταν ήδη ένα επώνυμο άτομο στην πιάτσα, όταν εγώ
ήμουν ένα άγουρο παιδί με φιλοδοξίες και φιλαρέσκεια» είχε πει στη
συνέντευξη στον Φιλελεύθερο. «Με βοήθησε πολύ. Με έφερε σε επαφή με τον
Φίνο, έγραψε τη μουσική στις πρώτες μου ταινίες, δίνοντας μια εμπορική
ώθηση σε αυτές. Ήταν, ας πούμε, ο άνθρωπος της ζωής μου. Θυμάμαι τη ζωή
μου με τον Χατζιδάκι και γεμίζει μουσικές το μυαλό μου. Αχόρταγος ο
ίδιος, ακτινοβολούσε εκείνη τη λαιμαργία για ζωή που ήταν κολλητική και
για τους άλλους, τους πιο “συμμαζεμένους”. Άνοιγε το δρόμο σε χώρους
απάτητους, κι όπως όλα ήταν καινούρια τότε, εμείς χαζεύαμε μαζί του.
Νομίζω πως τον Μάνο τον ήξερα από πάντα. Δεν μετράω χρόνια, μετράω την
ψυχή του και την ψυχή μου, μετράω την καρδιά του και την καρδιά μου και
τις ατέλειωτες ώρες από κουβέντες που ζήσαμε μαζί. Τώρα που εκείνος δεν
έχει πια κορμί, σκέφτομαι πως δεν χάθηκαν στους ατελείωτους λαβύρινθους
του μυαλού μου οι μουσικές του, δεν ξεθώριασαν τα καλογραμμένα με
γυναικείο χαρακτήρα γράμματά του, δεν ξεχάστηκαν τα ατέλειωτα λόγια στα
πέτρινα σκαλοπάτια της καλοκαιριάτικης Αθήνας».
Γίνεται το πραξικόπημα του '67 και
φεύγει για τη Γαλλία. Στο Παρίσι συνδέεται με τον Κώστα Ζουράρι· μαζί
τους και ο Βεργόπουλος, ο Πουλαντζάς, ο Βέλτσος, ο Αξελός, και κυρίαρχος
ο Καστοριάδης, όλοι μυαλά ελεύθερα.
Μόλις τους συνάντησε η Μελίνα Μερκούρη,
το σπίτι της μετατράπηκε σε φωλιά για τους Έλληνες και σύνδεσμο με την
πατρίδα, καθώς εκεί έφταναν πρώτα τα νέα και οι άνθρωποι που κατάφερναν
να έχουν ένα διαβατήριο. Στο Παρίσι μετέχει σε κάθε κίνηση και σε κάθε
εκδήλωση κατά της χούντας.
Το 1974, με την πτώση της δικτατορίας
επιστρέφει στην Αθήνα. Δε ρώτησε κανέναν και χώθηκε στο αεροπλάνο της
Μελίνας, η οποία το χρησίμευσε σαν «διαβατήριο». Πήρε μέρος στη
διαμόρφωση μιας νέας κοινωνίας που υποσχόταν μια νέα Ελλάδα. Στους
δρόμους και στα μεγάλα γήπεδα ηχούσανε τα τραγούδια του Θεοδωράκη και
ζητωκραυγάζανε για την καινούργια Δημοκρατία. Ο στερημένος λαός
απαιτούσε Δημοκρατία και Ελευθερία. Αποτυπώθηκαν όλα στα «Τραγούδια της
φωτιάς».
Το 1978, γυρίζεται η ταινία «1922», που
είναι βασισμένη στο βιβλίο του Ηλία Βενέζη "Το νούμερο 31328". Αφηγείται
τη Μικρασιατική καταστροφή και την μαρτυρική πορεία των Ελλήνων της
Μικράς Ασίας. Για λόγους διπλωματικούς και πολιτικούς, η προβολή της
ταινίας υπήρξε απαγορευμένη μέχρι το 1982.
Το 1980, ο Κούνδουρος βρίσκεται στο
ΚΘΒΕ, με πρωτοβουλία του Σπύρου Ευαγγελάτου, να σκηνοθετεί την Όπερα της
πεντάρας του Μπέρτολτ Μπρεχτ.
Στο τέλος της ίδιας χρονιάς, τίθεται
επικεφαλής της Διεύθυνσης Κινηματογράφου του Υπουργείου Πολιτισμού,
κατόπιν πρότασης του τότε υπουργού Πολιτισμού Ανδρέα Ανδριανόπουλου.
Απέβλεπε σε ανανέωση φθαρμένων και γερασμένων νόμων και διαδικασιών.
Παρέμεινε στη θέση αυτή και μετά την αλλαγή της κυβέρνησης για λιγότερο
όμως από ένα χρόνο.
Το 1985 γύρισε το «Μπορντέλο», ταινία
που παραμένει ως μια από τις πιο εντυπωσιακές και συζητημένες ταινίες
του ελληνικού κινηματογράφου.
Επόμενη ταινία Οι Φωτογράφοι, το 1998.
Αναφέρεται στον άγνωστο κόσμο της Ανατολής. Η ταινία πήρε το βραβείο
καλύτερης φωτογραφίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Το 1999, σκηνοθετεί στην Επίδαυρο, την
ιστορία της Αντιγόνης του Σοφοκλή Εγώ η Αντιγόνη. Το 2000, στο Ηρώδειο
σκηνοθετεί τον Ερωτόκριτο μαζί με το Γιάννη Μαρκόπουλο και το 2003, τη
λυρική όπερα Ο Διγενής Ακρίτας και η βασίλισσα των Αμαζόνων.
Το 1993, είχε εκδώσει στον «Εξάντα», ένα
βιβλίο για το φίλο του γλύπτη Μέμο Μακρή, με τίτλο Περιπλάνηση: Ο βίος
και η πολιτεία του Μέμου Μακρή.
Ο Νίκος Κούνδουρος βραβεύτηκε το 1995
από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με τον ταξιάρχη του Φοίνικος. Το 2005
αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων
Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Στα 86 του χρόνια πια, το 2013 σκηνοθετεί την ταινία Ένα πλοίο για την Παλαιστίνη.
Μια από τις τελευταίες εκδηλώσεις στις οποίες παρέστη, ήταν η βράβευσή του το 2014 από την Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών.
Σχέση ψυχής με το κοινό
«Από τότε που ασκώ αυτή τη χαρισματική
προσφορά στον πολιτισμό, που λέγεται κινηματογράφος, δεν έχω ησυχάσει»
είπε ο Νίκος Κούνδουρος, παραλαμβάνοντας την πλακέτα, με την οποία τον
τίμησε ο υπουργός Πολιτισμού για την προσφορά του στον Πολιτισμό και
στην Ελλάδα. «Είναι μια σχέση ψυχής με το κοινό. Δεν υπάρχει άλλη σχέση
τόσο καίρια, τόσο βαθιά, που να ενώνει ανθρώπους απ’ όλο τον κόσμο».
Το τελευταίο διάστημα νοσηλευόταν στο νοσοκομείο με αναπνευστικά προβλήματα.
----------------------------------------------------
Πηγή: liberal.gr-Αντιγόνη Καρατάσου
---------------------------------------------------