Στο παγκάκι καθόταν ένας ηλικιωμένος άνδρας και είχε ακουμπήσει την μαγκούρα στο μπράτσο δίπλα του. Υπήρχε χώρος για να κάτσω αλλά δίστασα. Γύρισε και με κοίταξε για μια στιγμή και συνέχισε να χαζεύει τους περαστικούς που περνούσαν από μπροστά του.
Τόλμησα και κάθισα μαζί του, όσο πιο μακριά του μπορούσα. Φορούσε τραγιάσκα, ένα γκρι χοντρό σακάκι, πουκάμισο και μια ελαφριά ζακέτα. Είχε καθίσει με τέτοιο τρόπο που η πλάτη του ήταν όρθια, και ακουμπούσε αυτήν από το παγκάκι. Κοιτούσε μια τον κόσμο, μια τον πεζόδρομο. Σαν να περίμενε κάτι ή κάποιον. Ήταν λίγο μετά το μεσημέρι, αλλά ο ήλιος δεν έκαιγε ως συνήθως. Είχε ένα αεράκι που έκανε την ατμόσφαιρα δροσερή και υγρή.
Εγώ κάθισα, στην προσφιλή μου στάση, με τους αγκώνες πάνω στα πόδια και ετοιμαζόμουν να τσιμπήσω κάτι για να μου κοπεί η πείνα, μέχρι το βράδυ. Μόλις πρόλαβα την πρώτη μπουκιά με διέκοψε.
- Θα την κάνεις την ερώτηση ή θα την καταπιείς κι αυτήν;
- Ορίστε; απάντησα
- Λέω, θα με ρωτήσεις αυτό που θέλεις ή όχι;
- Μα, δεν θέλω να σας ρωτήσω κάτι.
- Σε πρόσεξα που με παρατηρούσες και υπέθεσα πως κάτι θέλεις να με ρωτήσεις.
- Α, μάλιστα. Απλώς παρατηρούσα τον τρόπο που κάθεστε.
- Και πως κάθομαι;
Το ήξερα από την αρχή πως ήταν κακή ιδέα να κάτσω μαζί του.
- Κάθεστε σαν να περιμένετε κάτι, απάντησα προσπαθώντας να είμαι υπομονετικός.
- Εσύ γιατί κάθεσαι σα να θέλεις να φύγεις; , με ρωτάει.
- Τι εννοείτε;
- Έχεις βάλει τα χέρια σου πάνω στα πόδια σου, σαν να θέλεις να είσαι έτοιμος να φύγεις, όταν τελειώσεις. Θέλεις να φας, αλλά θες να το κάνεις βιαστικά. Είσαι εδώ, αλλά δεν είσαι εδώ. Το μυαλό σου είναι κάπου αλλού, γι΄αυτό δεν θέλεις κουβέντα μαζί μου. Οι άνθρωποι, όταν ήμουν στην ηλικία σου, λέγαμε ένα «χαίρεται» στους άλλους. Κι ας μην τους ξέραμε. Η ευγένεια έχει χαθεί, αγαπητέ μου. Όλοι βιάζονται. Δε βλέπουν τους ανθρώπους τριγύρω τους. Ποιον έχουν δίπλα τους. Νομίζουν πως βλέπουν ξένους, αλλά δεν είναι έτσι. Μπορεί,… να! ο κύριος που περιμένει το φανάρι να περάσει απέναντι, μπορεί να είναι κάποιος υπάλληλος που θα συναντήσεις στην εφορία. Ή κάποιος ταμίας σε τράπεζα. Ή η κυρία εδώ με το μαύρο φόρεμα, μπορεί να είναι μια δικηγόρος ή μια γιατρός που θα χρειαστείς κάποτε. Ξέρεις γιατί στα λέω όλα αυτά και σε ζαλίζω;
– Γιατί μου τα λέτε όλα αυτά; τον ρώτησα με ενδιαφέρον.
Σε αυτό το παγκάκι το 1965 κάθισα να κάνω ένα τσιγάρο. Δεν με πήραν σ’ εκείνη τη δουλειά που πήγα. Ήμουν άφραγκος και στενοχωρημένος. Καθόμουν ακριβώς όπως κι εσύ. Και κοιτούσα τον πεζόδρομο και ήμουν βυθισμένος στις σκέψεις μου. Όταν σήκωσα το κεφάλι, καθόταν δίπλα μου μια πολύ όμορφη κοπέλα με ένα άσπρο λουλουδάτο φόρεμα. Είχε καλοχτενισμένα μαλλιά, κόκκινα χείλη, και είχε ακουμπισμένη μια μικρή λευκή τσάντα πάνω στα πόδια της που την κρατούσε με τα δυο της τα χέρια. Όταν τα μάτια της με κοίταξαν, χαμογέλασε ελαφρά και μου είπε «χαίρετε» με την πιο γλυκιά φωνή που είχαν ακούσει τα αυτιά μου. Πιάσαμε την κουβέντα. Είχε ραντεβού με μια φίλη της κι είχε αργήσει, κι έκατσε στο παγκάκι να την περιμένει. Και γνώρισε εμένα. Κι εγώ τη γυναίκα μου. Σαν σήμερα πριν 4 χρόνια, την κηδέψαμε στο Α’ Νεκροταφείο. Και κάθε χρόνο τέτοια μέρα, της πάω λουλούδια, της μιλάω λίγο, κι έρχομαι και κάθομαι εδώ. Και ξέρεις τι περιμένω;
Είχε βουρκώσει όταν μου απηύθυνε την ερώτηση. Κι όταν γύρισε να με κοιτάξει τα δάκρυα του έτρεχαν στα μάγουλα του. Έβγαλε ένα παλιό καρώ μαντήλι και τα σκούπισε. Είχα μείνει αποσβολωμένος, όταν με ξαναρώτησε.
Σε αυτό το παγκάκι το 1965 κάθισα να κάνω ένα τσιγάρο. Δεν με πήραν σ’ εκείνη τη δουλειά που πήγα. Ήμουν άφραγκος και στενοχωρημένος. Καθόμουν ακριβώς όπως κι εσύ. Και κοιτούσα τον πεζόδρομο και ήμουν βυθισμένος στις σκέψεις μου. Όταν σήκωσα το κεφάλι, καθόταν δίπλα μου μια πολύ όμορφη κοπέλα με ένα άσπρο λουλουδάτο φόρεμα. Είχε καλοχτενισμένα μαλλιά, κόκκινα χείλη, και είχε ακουμπισμένη μια μικρή λευκή τσάντα πάνω στα πόδια της που την κρατούσε με τα δυο της τα χέρια. Όταν τα μάτια της με κοίταξαν, χαμογέλασε ελαφρά και μου είπε «χαίρετε» με την πιο γλυκιά φωνή που είχαν ακούσει τα αυτιά μου. Πιάσαμε την κουβέντα. Είχε ραντεβού με μια φίλη της κι είχε αργήσει, κι έκατσε στο παγκάκι να την περιμένει. Και γνώρισε εμένα. Κι εγώ τη γυναίκα μου. Σαν σήμερα πριν 4 χρόνια, την κηδέψαμε στο Α’ Νεκροταφείο. Και κάθε χρόνο τέτοια μέρα, της πάω λουλούδια, της μιλάω λίγο, κι έρχομαι και κάθομαι εδώ. Και ξέρεις τι περιμένω;
Είχε βουρκώσει όταν μου απηύθυνε την ερώτηση. Κι όταν γύρισε να με κοιτάξει τα δάκρυα του έτρεχαν στα μάγουλα του. Έβγαλε ένα παλιό καρώ μαντήλι και τα σκούπισε. Είχα μείνει αποσβολωμένος, όταν με ξαναρώτησε.
- Ε; Ξέρεις τι περιμένω;
- Όχι, του απάντησα.
- Περιμένω κάποιον που να ακούσει την ιστορία μέχρι το τέλος. Οι περισσότεροι φεύγουν, χωρίς να πουν τίποτα. Άλλοι με βρίζουν κιόλας. Είσαι ο πρώτος που την άκουσε ολόκληρη. Γι’ αυτό να κοιτάς γύρω σου. Να βλέπεις. Να ακούς. Δεν ξέρεις ποιον θα συναντήσεις σε ένα παγκάκι. Μπορεί έναν τρελό γέρο, μπορεί έναν δάσκαλο, μπορεί και τον άνθρωπο σου. Να κοιτάς γύρω σου, φίλε μου. Να κοιτάς.
Σηκώθηκε. Πήρε την μαγκούρα του. Με πλησίασε. Μου έδωσε το χέρι του. Σηκώθηκα και αντάλλαξα μαζί του μια χειραψία.
- Με λένε Νίκο και ελπίζω να μην σου έκοψα την όρεξη, μου είπε.
- Τι σύμπτωση! Κι εμένα Νίκο με λένε, του απάντησα ενθουσιασμένος
- Δεν υπάρχουν συμπτώσεις, φίλε μου. Δεν υπάρχουν συμπτώσεις.
Και απομακρύνθηκε αργά. Και τον χάζευα μέχρι που τον έχασα από τα μάτια μου. Και δεν γύρισε ούτε μια φορά να κοιτάξει πίσω του. Κι ήταν η πρώτη φορά που παρατήρησα πόσο ωραίος είναι ο πεζόδρομος, κι ήθελα να δω περισσότερα, αλλά χτύπησε το κινητό.
-Σε δυο λεπτά θα είμαι εκεί.
-----------------------------------------------------------------
Πηγή: anapnoes.gr- Νίκος Θεοφιλόπουλος
------------------------------------------------------------------
-Σε δυο λεπτά θα είμαι εκεί.
-----------------------------------------------------------------
Πηγή: anapnoes.gr- Νίκος Θεοφιλόπουλος
------------------------------------------------------------------