Μια ιστορία γεμάτη πόνο, δάκρυα, μίσος και έρωτα.
Σήμερα, μέρες που είναι, αποτίουμε φόρο τιμής στους πάσης φύσεως
αντιστασιακούς, στο πάνθεον των οποίων, εξέχουσα θέση κατέχει και η
ταπεινότητά μου. Τόσα χρόνια δεν μίλησα, αλλά νομίζω ότι τώρα ωρίμασαν
οι συνθήκες και ο λαός πρέπει να μάθει επί τέλους την αλήθεια.
Η 21η Απριλίου, με βρήκε να εργάζομαι στο Δημόσιο, όπου είχα
αξιοκρατικά διορισθεί, ως απόφοιτος γυμνασίου, από την κυβέρνηση του
γέρο Παπανδρέου, μια και ο πατέρας μου ήταν κομματάρχης του στην περιοχή
μας… Παρεμπιπτόντως, έτσι μπήκα και στο μάτι της Φρόσως της Γκαβής, που
ήταν ΕΡΕτζού.
Ουδέποτε χώνεψα τον Παπαδόπουλο. Τον χειροκροτούσα βέβαια με μανία,
αλλά με τέτοιον τρόπο, που ήταν σαν να τον έβριζα. Συγκεκριμένα
χειροκροτούσα με τεντωμένες τις παλάμες και ένας πολύ προσεκτικός
παρατηρητής θα έβλεπε ότι αυτό, με πολύ φαντασία είναι η αλήθεια,
παρέπεμπε σε φάσκελο. Πέραν αυτού όμως, ο αντιστασιακός αγώνας μου ήταν
συνεχής και αμείωτος. Σαν τον Τρύφωνα της ταινίας «Δελησταύρου και
υιός». Βόμβες έβαζα, κάγκελα έκοβα, τρένα εκτροχίαζα, πλοία βούλιαζα,
πουλιά έπιανα με ξόβεργες, προκηρύξεις έριχνα και μετά…ξυπνούσα και
πήγαινα στη δουλειά μου.
Οι προϊστάμενοί μου, δεν με έβλεπαν με καλό μάτι και ήθελαν με κάθε
τρόπο να με ξεφορτωθούν. Βλέπεις εκείνοι ήταν χουντικοί και δεν
ανέχονταν εμένα έναν πούρο αντιχουντικό. Έτσι, μεθόδευσαν και με
έστειλαν για 4 χρόνια στη πρεσβεία μας στο Παρίσι, για να μη με έχουν
στα πόδια τους.
Γαλλικά δεν ήξερα και τα Αγγλικά μου ήταν όπως αυτά του
Τσίπρα, αλλά αυτό δεν είχε σημασία, αφού είχα καταφέρει να τους πείσω,
ότι ήμουν πιστός στο καθεστώς, ενώ αυτό δεν συνέβαινε. Τώρα γιατί μ’
έστειλαν στο Παρίσι ενώ μπορούσαν να με απολύσουν, ούτε που το κατάλαβα.
Μόνον όσοι έζησαν στο Παρίσι εξορία και αμειβόμενοι με διπλά λεφτά,
μπορούν να καταλάβουν το τι πέρασα. Εκεί γνώρισα και πολλούς άλλους
αντιστασιακούς, μέχρι και νήπια με κόκκινα μαγουλάκια και ζωηρά ματάκια.
Βέβαια, μπορούσα ελεύθερα να μπαινοβγαίνω στην Ελλάδα, αλλά όσο νάναι
είχα ζόρια. Αφού μία φορά, που ζήτησα άδεια ο πρέσβης, μιλημένος κι’
αυτός από την χούντα, μου είπε: «Τώρα δεν μπορώ να σου δώσω άδεια, αλλά
σε δυό μέρες μπορείς να φύγεις». Αντιλαμβάνεσθε για τι πράγμα μιλάμε. Τα
διπλά και κάτι παραπάνω λεφτά, που έπαιρνα τότε, ούτε που καταδεχόμουν
να τα αγγίξω. Πήγαιναν κατ’ ευθείαν στο λογαριασμό μου στην τράπεζα.
Μακριά από εμένα τέτοιο βρώμικο χρήμα.
Τα δύο σπίτια που αγόρασα, ούτε που θέλω να τα βλέπω, γι’ αυτό τα
έδωσα στα παιδιά μου. Μου θύμιζαν τις μαύρες μέρες. Κάποια στιγμή, μου
γράφει ο πατέρας μου από το χωριό, να σταματήσω να του στέλνω χρήματα,
διότι ο Παπαδόπουλος τους χάρισε τα χρέη προς την Αγροτική Τράπεζα και
τώρα περνούν μιά χαρά. Τότε φώναξα, για να με ακούσουν οι άλλοι: «Μπράβο
ρε Γιώργη», αλλά από μέσα μου έβριζα.
Όταν επέστρεψα στην
χουντοκρατούμενη Ελλάδα, με έστειλαν σε μία υπηρεσία, που είχε ως
αποστολή την ασφάλεια υψηλών προσώπων. Ο σκοπός ήταν προφανής. Για να με
εξαντλήσουν στη δουλειά και να με παρακολουθούν πιο εύκολα. Μια μέρα,
έπεσα φάτσα με φάτσα με τον Παπαδόπουλο. «Τι γίνεσαι ρε λεβέντη;» μου
είπε και με χτύπησε φιλικά στην πλάτη. «Γειά σας Πρόεδρε. Νάστε πάντα
καλά», του απάντησα, χωρίς όμως να του πω «κύριε». Ήταν μία πολιτική
πράξη υψίστης σημασίας, η οποία συγκλόνισε το καθεστώς, το οποίο έκτοτε,
ουδέποτε μπόρεσε να συνέλθει.
Άλλη μία φορά, που μας είχε κάνει το τραπέζι για να μας ευχαριστήσει
για τις υπηρεσίες που προσφέραμε, έφαγα τρεις μερίδες για να ρίξω έξω
οικονομικά το καθεστώς. Το μόνο που κατάφερα, ήταν να τρομάξω να
ξημερωθώ. Είχες κι’ εκείνον τον Παττακό, που γυρνούσε όλο μ’ ένα μυστρί
και εγκαινίαζε έργα. Και να δεις που τελείωναν όλα στην ώρα τους, χωρίς
υπερβάσεις και άλλες κομπίνες. Σαπίλα παιδί μου...
Στις 25 Νοεμβρίου του 1973, ο Ιωαννίδης έριξε τον Παπαδόπουλο και
έτρεξα αμέσως να κατεβάσω το μεγάλο πορτραίτο του τυράννου, που είχα στο
γραφείο μου. Και μου είχε στοιχίσει ένα σωρό λεφτά…
Και ξημέρωσε η άγια μέρα της μεταπολίτευσης. Θυμόσαστε από την ταινία «Τζένη- Τζένη» τον κομματάρχη του Θρασύβουλου Γκόρτζου Κοσμά Σκούταρη (Διον. Παπαγιαννόπουλος), με πόση ευκολία πούλησε τον Γκόρτζο, για να πάει με τον Νίκο Μαντά (Α. Μπάρκουλης); Ε, το ίδιο έκανα κι’ εγώ.
Έτρεξα στο αεροδρόμιο να υποδεχθώ με λαμπάδες τον Καραμανλή, μετά το
γύρισα στον Ανδρέα, όταν του δάνεισα τη φοράδα μου να μπει θριαμβευτής
στην Θεσσαλονίκη και στο τέλος, εγώ έφτιαξα τα νταούλια, που δώρισα στον
Τσίπρα. Ξέρετε, εκείνα που παίζει και χορεύουν οι κουτόφραγκοι στην
Ευρώπη. Αυτούς τους ιδεολογικούς μου τσαρλατανισμούς, «τύλιγα» πάντα
προσεκτικά και με ανάλογες εφημερίδες. Έτσι, ξεκίνησα από τον «Ελεύθερο
Κόσμο», πήγα στην «Βραδυνή» και κατέληξα στην «Αυγή». Όλα αυτά δεν τα
είχα ποτέ αποκαλύψει. Άφηνα τους άλλους να επαίρονται και εγώ σιωπούσα.
Όμως δεν αντέχω άλλο.
Διάβασα για Ευέλπιδες που βοήθησαν φοιτητές την βραδιά του
πολυτεχνείου! Έμαθα για τεχνικές εταιρίες, που έβγαλαν αριστερούς
απογόνους, ότι έπαιρναν δημόσια χουντικά έργα με την σέσουλα. Είδα
βέρους δημοκράτες (μετά το 1974 όμως) να έχουν υπηρετήσει επί χούντας
στις καταδρομές, διότι ήταν πολύ καλοί και ήταν…υποχρεωμένοι οι
χουντικοί να τους επιλέξουν.
Είδα στρατηγούς, που απειλούσαν Ευέλπιδες
με αποβολή από την Σχολή Ευελπίδων, αν δεν πίστευαν στην 21η Απριλίου
και λίγο μετά οι ίδιοι την πούλησαν. Είδα ηθοποιούς που σπρώχνονταν να
φωτογραφηθούν με τον Παπαδόπουλο και μετά να δηλώνουν ότι τους
κυνηγούσαν και ας «γύρισαν» τότε μία ταινία τον μήνα, εννοείται, στα
διαλείμματα του κυνηγητού (για ποιόν χτυπά η κουδούνα;)…
Είδα τραγουδιστή
που με παρακαλούσε (ναι εμένα τον υπολοχαγό…) να πάει στα Στρατόπεδα
και να τραγουδάει «για την Επανάσταση» και αμέσως μετά την
μεταπολίτευση, να σπεύσει να αγκαλιάσει τον Θεοδωράκη.
Αυτά, δεν μπόρεσα να τα αντέξω και αποφάσισα να μιλήσω και να εκδώσω
το «Μυστικό Ημερολόγιό μου» σε 5 τόμους. Εγώ κυρίες και κύριοι είμαι ο
γνήσιος Έλληνας αντιστασιακός. Παρακαλώ υποκλιθείτε ή, αν αγαπάτε,
φασκελώστε με.
Υ.Γ.: Πάσα ομοιότης με πρόσωπα και γεγονότα, μόνο συμπωματική δεν είναι.
Αστερίσκοι
Δύο πράξεις (δεν θα τις πω ηρωικές γιατί δεν είναι αλλά θα τις πω
εξαιρετικές γιατί είναι) στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων πέρασα στα ψιλά
των εφημερίδων. Βλέπετε την πρωτοκαθεδρία διεκδικούν ο Μπελογιάννης και ο
Καπετάν Νικήτας. Δύο κορίτσια του Στρατού μας λοιπόν και τα δύο
Εβρίτισσες, η μία, η Νατάσα Θεοχαρίδου σκαρφάλωσε στο καπό του
αυτοκινήτου δύο ληστών που της είχαν αρπάξει την τσάντα και τους
υποχρέωσε να την πετάξουν και να τραπούν σε φυγή. Η άλλη, η Βασιλική
Μπουμπουλούδη είδε την σημαία του ΚΑΠΗ Αλεξανδρουπόλεως να έχει
μπερδευτεί στο σκοινί του ιστού και χωρίς δεύτερη σκέψη σκαρφάλωσε και
την ξεμπέρδεψε κάνοντας «απλώς το καθήκον της» όπως είπε. Εάν όμως
κάναμε όλοι «απλώς το καθήκον μας», τότε τα πράγματα θα ήταν πολύ
καλύτερα.
Την 16η Απριλίου, ο μεγάλος σωτήρας της ανθρωπότητας που λέγεται ΟΗΕ,
έχει καθιερώσει ως «Ημέρα της Φωνής». Εορταστικές εκδηλώσεις έγιναν σε
όλα τα «Πολιτιστικά Κέντρα» της παραλιακής προ τιμήν των αοιδών. Τώρα
γιατί εγώ σκέφτομαι ότι μάλλον την παγκόσμια ημέρα ψαριού έπρεπε να
γιορτάζουν;
Διάβασα στις εφημερίδες, ότι η κυβέρνηση επεξεργάζεται (όχι ότι το
ψήφισε κιόλας…) νομοσχέδιο, με το οποίο θα μπει τέλος στα θαλασσοδάνεια
των κομμάτων. Ορθόν και όποιος δεν συμφωνεί να…φάει ένα μαγκάλι
κάρβουνα. Από όσα σχεδιάζεται ότι θα περιληφθούν στον σχετικό νόμο,
φαίνεται ότι μέχρι τώρα γινόταν πάρτι τρικούβερτο. Όμως τίποτε δεν μας
λέει ότι με τον καινούργιο νόμο (όταν και αν ψηφιστεί), αυτό θα
σταματήσει, αφού δεν αναφέρεται και ο τρόπος, που θα ελέγχεται η
εφαρμογή του. Διότι αν οι όποιοι ελεγκτικοί μηχανισμοί, εκπορεύονται από
την βουλή, του στυλ «Εξεταστική Επιτροπή», μπορώ από τώρα να προβλέψω
τις ποινές, οποίες θα κυμαίνονται στα επίπεδα του «φεύγα και να μη το
ξανακάνεις». Παιδιά εν τάξει να μας δουλεύετε, αφού εμείς το ανεχόμαστε,
αλλά όχι και σε τέτοιο βαθμό. Αμαρτία είναι.
Είναι γεγονός ότι οι βουλευτές μας εκτός του ότι λύνουν όλα τα προβλήματά μας, μας μαθαίνουνε συν τοις άλλοις, και να μιλάμε.
Προ καιρού σε τηλεοπτική εκπομπή αντηλλάγησαν φράσεις απείρου κάλους
μεταξύ των κ.κ. Γεωργιάδη και Πολλάκη. Είπε ο κ. Πολλάκης ότι ο κ.
Γεωργιάδης λέει «μπούρδες κρεμαστές» και τον κάλεσε να μη του κάνει
«τσιριτζάκια» διότι είναι «χωμένος στα σκ…». Ο κ. Γεωργιάδης,
επιχειρηματολογώντας άψογα, τον απεκάλεσε «Άλ Καπόνε». Πολύ θάθελα να
μας εξηγήσει ο κ. Πολλάκης, ποια είναι ακριβώς η διαφορά μεταξύ μιάς
κρεμαστής από μία ξεκρέμαστη μπούρδα και τι σημαίνει ο όρος
«τσιριτζάκια».
Το λεχθέν από τον κ. Γεωργιάδη περί Αλ Καπόνε ασφαλώς και παραπέμπει στην εκδοθείσα από αυτόν σειρά, «Βιβλιοθήκη των Ελλήνων».
Η κουβέντα αυτή είχε και συνέχεια όσον αφορά το ύφος, όταν προχθές υπουργός υγείας κ. Ξανθός φώναξε απευθυνόμενος στον κ. Γεωργιάδη: «Πάψε πιά σίχαμα».
Η κουβέντα αυτή είχε και συνέχεια όσον αφορά το ύφος, όταν προχθές υπουργός υγείας κ. Ξανθός φώναξε απευθυνόμενος στον κ. Γεωργιάδη: «Πάψε πιά σίχαμα».
--------------------------------------------------------------
Πηγή: dimokratianews.gr-Χρήστος Μπολώσης
--------------------------------------------------------------