Κυριακή 30 Απριλίου 2017

Ενημερωτική εκδήλωση για τις προσφυγές της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Ιεράς Μητρόπολης Κυθήρων στο Συμβούλιο της Επικρατείας

Το Σάββατο 29 Απριλίου 2017 και ώρα 18:00 μ.μ. πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα «Δημήτριος Στάης» του Κυθηραϊκου Συνδέσμου, ενημερωτική εκδήλωση για τις προσφυγές της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Ιεράς Μητρόπολης Κυθήρων στο Συμβούλιο της Επικρατείας, σχετικά με το από αιώνων ειδικό καθεστώς διοίκησης των Ιερών Προσκυνημάτων του νησιού.


Η εκδήλωση ήταν ανοικτή για το κοινό και η προσέλευση ήταν αθρόα γεμίζοντας ασφυκτικά την αίθουσα και αφήνοντας και αρκετούς ορθίους να παρακολουθούν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και υπομονετικά την πέραν των 2 ωρών ενημερωτική εκδήλωση.

Η ενημέρωση έγινε από τον Δήμαρχο Κυθήρων κ. Ευστράτιο Χαρχαλάκη, τον Αντιδήμαρχο κ. Γεώργιο Κομηνό, τον Πρόεδρο της Εγχωρίου Περιουσίας κ. Παναγιώτη Κομηνό καθώς και από τους διατελέσαντες Προέδρους της Εγχωρίου Περιουσίας των περασμένων περιόδων κ.κ. Κοσμά Μεγαλοκονόμο, Εμμανουήλ Κασιμάτη, και Κωνσταντίνο Καλλίγερο.


Στην εκδήλωση παρέστησαν επίσης ο Αντιδήμαρχος κ. Παναγιώτης Ζαντιώτης, ο διετελέσας Πρόδρος της εγχωρίου κ. Ιωάννης Βέζος, ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου κ. Λάζαρος Βέζος, εκ μέρους της ελάσσονος αντιπολίτευσης του Δήμου οι δημοτικοί σύμβουλοι κ.κ. Δημήτριος Λουράντος και Μανώλης Χάρος, καθώς και οι περισσότεροι δημοτικοί σύμβουλοι της συμπολίτευσης καθώς και τα μέλη της επιτροπής εγχωρίου περιουσίας, ενώ κραυγαλέα ήταν η απουσία των δημοτικών συμβούλων της μείζονος δημοτικής αντιπολίτευσης. Επίσης στην εκδήλωση παρευρέθησαν και οι νομικοί σύμβουλοι του Δήμου και της Εγχωρίου.

Θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι η απουσία αιρετών σε μια τέτοια ενημερωτική συνέλευση είναι μάλλον αδόκιμη και σημειώνεται με τονισμένα γράμματα στην ιστορία του τόπου. Οι οιεσδήποτε παραταξιακές διαφορές ωχριούν εμπρός σε ένα τόσο σοβαρό για τον τόπο θέμα και αναδεικνύει μόνο εμπάθεια , μικροπολιτικές και μικροταξιακές σκοπιμότητες ενώ κατακρημνίζει οιοδήποτε πραγματικό ενδιαφέρον για αυτή την γωνιά της πατρίδας που είναι κοινή για όλους όσους την αγαπούν πραγματικά.

Επίσης στην εκδήλωση παρέστησαν και εκάλυψαν όλα τα τοπικά μέσα έντυπης και διαδικτυακής ενημέρωσης διά όλων των συντελεστών τους.
Στην ενημέρωση δεν κατέστη δυνατόν να παραστεί ο καθηγητής συνταγματολόγος κ. Γεώργιος Κασιμάτης λόγω προσωπικού κωλύματος. Αντί της παρουσίας του απέστειλε ενημερωτικό σημείωμα το οποίο διενεμήθη στους παρόντες προς ανάγνωση και παρατίθεται κατωτέρω προς πλήρη ενημέρωση όλων των αναγνωστών μας.



ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΩΝ

ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΚΥΘΗΡΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΩΝ

 

Ι. ΓΕΝΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ



Α. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ



1. Η από πολλών αιώνων καταγωγή του θεσμού στη Δυτική Ευρώπη.



α. Ο θεσμός της «Εγχωρίου» ή «Επιχωρίου Περιουσίας» σημαίνει ανέκαθεν στη Δυτική Ευρώπη ότι η διαχείριση της γης και της όλης περιουσίας μιας περιοχής δεν ανήκει στην εξουσία του κεντρικού κράτους (στο βασιλιά), αλλά στους τοπικούς άρχοντες ή φεουδάρχες, που είχαν ένα Συμβούλιο Ευγενών. Σ’ αυτή τη διαχείριση υπάγονταν και η περιουσία προσκυνημάτων, που είχαν ιδρυθεί από το ευρύτερο κοινό και ανήκαν σε όλη την περιοχή. Η Επτάνησος, που ανήκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, δεν υποδουλώθηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως η υπόλοιπη Ελλάδα, αλλά από τους Ενετούς και μετά για λίγο από τους Γάλλους και τελικά από τους Άγγλους. Δεν εφαρμόστηκε, επομένως, το σύστημα της «Τουρκοκρατίας», όπου τη διαχείριση όλης της γης είχε ο Σουλτάνος (το κεντρικό κράτος) και με την απελευθέρωση περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο. Η Επτάνησος ήταν κάτω από «Φραγκοκρατία» και η γενική διαχείριση της γης ανήκε στους τοπικούς άρχοντες σύμφωνα με το δυτικό σύστημα.

β. Στα Κύθηρα –και γενικά στην Επτάνησο- δεν υπήρχε, όπως και στην άλλη Ελλάδα, ελληνικό κράτος για να είναι ενταγμένη η Εκκλησία και οι ναοί της. Είχε μόνο τον πνευματικό Αρχηγό της, τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Γι’ αυτό οι ναοί δεν ήταν κρατικά ιδρύματα, αλλά «οικογενειακοί» ή «ιδιωτικοί», «συναδελφικοί» και «δημόσιοι» που ανήκαν στην πνευματική διοίκηση του Μητροπολίτη και στην εποπτεία των ευγενών. «Ευγενείς» ή «Άρχοντες» στη δυτική φεουδαρχία ήταν δημόσιοι λειτουργοί. Έτσι και στα Κύθηρα που ανήκαν στο Ενετικό Κράτος.  Δεν ήταν απαραίτητο να είναι Βενετοί. Συνήθως ήταν  Κυθήριοι, που τους είχε παραχωρήσει τίτλο ευγενείας η Βενετία. Στον κύκλο των Αρχόντων, χωρίς να του έχει παραχωρηθεί επίσημα τίτλος ευγενείας, ήταν και ο εκάστοτε Μητροπολίτης, ο οποίος είχε το σεβασμό των αρχών ως ομοιόβαθμος των καρδιναλίων της Δύσης, που είχαν το δεύτερο βαθμό ευγενείας (μετά τους αυλικούς). Οι Μητροπολίτες, για την αποφυγή συγκρούσεων με τον κατακτητή εις βάρος της Εκκλησίας και του ποιμνίου τους, φρόντιζαν, συνήθως, να έχουν καλές σχέσεις συνεργασίας με τους Άρχοντες, κάτι που ενοχλούσε, όπως ήταν φυσικό, του φτωχούς χωρικούς και παπάδες.



2. Η αγγλική επικυριαρχία μετά τη Γαλλική Επανάσταση και την κατάλυση του φεουδαλισμού.



α. Με τη Γαλλική Επανάσταση (1789) έπεσε το σύστημα του δυτικού φεουδαλισμού και καταργήθηκαν οι «άρχοντες» ως θεσμός. Η Βενετία ως κράτος καταλύθηκε και η Επτάνησος περιήλθε για τρία χρόνια στην κυριαρχία των Γάλλων και ακολούθως, μετά την ήττα του Μ. Ναπολέοντος, στην κυριαρχία των ΄Αγγλων (Αγγλοκρατία). Οι Άγγλοι προσάρμοσαν τον θεσμό της Επιχωρίου Περιουσίας στο νέο πολίτευμα και δημιούργησαν τα Συμβούλια Επιχωρίου Περιουσίας, που διαχειρίζονταν τη μη ιδιωτική περιουσία κάθε νησιού και την περιουσία των Ι. Προσκυνημάτων τα οποία είχαν ιδρυθεί από τον κλήρο και το λαό κάθε νησιού. Τα Συμβούλια αυτά, παρά το ότι οι άρχοντες της πρωτεύουσας των νησιών είχαν χάσει την επίσημη ιδιότητά τους, εξακολουθούσαν να διοικούν τυπικά και ουσιαστικά την «επιχώρια περιουσία» και την περιουσία των Ι. Προσκυνημάτων, η οποία ανέκαθεν ανήκε σ’ αυτή.

β. Η διοίκηση της περιουσίας των Ι. Προσκυνημάτων από τους άρχοντες σε συνεργασία και με τον εκάστοτε Μητροπολίτη, εξόργισε τους χωρικούς και τους απλούς ιερείς του νησιού και αφαίρεσε τη δικαιοδοσία αυτή. Έτσι, μετά την Ένωση της Επτανήσου με το νέο Ελληνικό Κράτος που ιδρύθηκε με την Επανάσταση του 1821, η περιουσία αυτή περιήλθε μαζί με όλη την επιχώριο περιουσία στην τοπική αυτοδιοίκηση.

γ. Για τη διαχείριση της περιουσίας των Ιερών Προσκυνημάτων επί Αγγλοκρατίας και μετά την Ένωση υπάρχει πληθώρα επίσημων έγγραφων.

δ. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς της διαχείρισης της μη ιδιωτικής περιουσίας και της περιουσίας των Ι. Προσκυνημάτων διατηρήθηκε όπως ίσχυε επί Αγγλοκρατίας. Η συνέχιση του καθεστώτος αυτού έγινε με τη συμφωνία παραχώρησης από την Αγγλία στην Ελλάδα της κυριαρχίας της Επτανήσου και με το ν. ΡΝ΄/1866, ο οποίος ρύθμισε τα ζητήματα διαδοχής.

3. Ο ανέκαθεν περιουσιακός χαρακτήρας του θεσμού και η προστασία της Ορθόδοξης Εκκλησίας και λατρείας.



Συχνά γίνεται λόγος από πλευράς της Εκκλησίας ότι τα Ι. Προσκυνήματα ανήκουν στην Επιτροπή Εγχώριας Περιουσίας, υπονοώντας ότι δεν ανήκουν στην Εκκλησία. Γι’ αυτό υπογραμμίζομε με κάθε έμφαση ότι ουδέποτε κατά τη μακραίωνη ιστορία του θεσμού υπήχθησαν τα Ι. Προσκυνήματα ως ΟΙΚΟΙ ΛΑΤΡΕΙΑΣ στη διοίκηση της Εγχώριας Περιουσίας. Ούτε τα αφιερωμένα στη θεία λατρεία ιερά αντικείμενα. Σε όλα τα καθεστώτα, από το Μεσαίωνα μέχρι σήμερα, τα Ιερά Προσκυνήματα και τα αφιερωμένα σ’ αυτά αντικείμενα λατρείας (και μόνον αυτά) ήταν αποκλειστικά στη διοίκηση της Εκκλησίας και ήταν πάντοτε «πράγματα εκτός συναλλαγής». Μόνο η μη αφιερωμένη στη λατρεία περιουσία, ακίνητη, κινητή και χρήματα, ήταν στη διαχείριση των Συμβουλίων ή της Επιτροπής Εγχώριας Περιουσίας και για αποκλειστικό λογαριασμό των Ι. Προσκυνημάτων, ακριβώς δηλαδή ό,τι συμβαίνει και σήμερα.



Β. Η ΠΑΓΙΑ Η ΙΣΧΥΣ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΑΠΌ  ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΤΑΝΗΣΟΥ ΚΑΙ Η ΑΝΕΚΑΘΕΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ – Η ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ



1. Η πάγια ισχύς του θεσμού από τη Φραγκοκρατία, την Ένωση με το ν.  ΡΝ΄/1866 και μέχρι σήμερα.



Ο θεσμός της Εγχώριας Περιουσίας, όπως είδαμε πιο πάνω, ίσχυε ανέκαθεν, από την εποχή της Ενετοκρατίας, προσαρμόστηκε στο νέο πολίτευμα μετά τη Γαλλική Επανάσταση από την Αγγλοκρατία και ανατέθηκε στην τοπική διοίκηση κάθε νησιού και, με την Ένωση της Επτανήσου, μεταφέρθηκε στο νέο Ελληνικό Κράτος με φορέα την τοπική αυτοδιοίκηση. Σε όλη αυτή την πορεία ανήκε πάγια στη διοίκηση και διαχείριση της Εγχώριας Περιουσίας και η περιουσία των Ι.  Προσκυνημάτων των Κυθήρων. Ως τόποι λατρείας τα Ι. Προσκυνήματα ανήκαν συνεχώς και αδιαλείπτως αποκλειστικά στη δικαιοδοσία του εκάστοτε Μητροπολίτη Κυθήρων και Αντικυθήρων, σύμφωνα με το Κανονικό Δίκαιο και τους δογματικούς κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, χωρίς μάλιστα ποτέ η λατρεία να ενοχληθεί από τους κοσμικούς άρχοντες.



Επομένως, ο νόμος του 1984 και το προεδρικό διάταγμα 272 του 1985, που ρύθμισαν την οργάνωση και τη λειτουργία του ισχύοντος θεσμού της Εγχώριας Περιουσίας και της περιουσίας των Ι. Προσκυνημάτων δεν ήταν νέος, αλλά η συνέχεια της παλαιάς, από αμνημονεύτων ετών νομοθεσίας. Επομένως, αναληθώς λέγεται συχνά ότι με το νόμο αυτόν αφαιρέθηκαν αντισυνταγματικά από την Εκκλησία τα Ι. Προσκυνήματα γιατί ποτέ δεν της ανήκαν κατά κυριότητα και κατά οικονομική διαχείριση. Ο νόμος τότε σεβάστηκε την κοινωνική και εκκλησιαστική παράδοση αιώνων και εκσυγχρόνισε υπέρ των Προσκυνημάτων και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης το ξεπερασμένο σύστημα λειτουργίας του.



2.  Πάντοτε ο θεσμός και για τα Ι. Προσκυνήματα ήταν αποκλειστικά κρατικός και όχι εκκλησιαστικός.



Πάντοτε η διοίκηση της περιουσίας των Ι. Προσκυνημάτων μέσω της Επιτροπής Εγχωρίου Περιουσίας ήταν αμιγώς κρατική. Ποτέ εκκλησιαστική. Επομένως πάντοτε υπαγόταν, σύμφωνα με το Σύνταγμα, στον έλεγχο του Κράτους. Άλλο το ζήτημα ότι το Ελληνικό Κράτος αμελούσε να ασκεί τον έλεγχο, όπως όφειλε.  Γι’ αυτό πρόεδρος της Επιτροπής ήταν ανέκαθεν δημόσιος λειτουργός (ο Ειρηνοδίκης ή ο Ταμίας). Άρχισε για πρώτη φορά να είναι πρόεδρος της Επιτροπής ο εκάστοτε Μητροπολίτης Κυθήρων και  Αντικυθήρων επί γερμανικής Κατοχής. Αυτό έγινε το 1943, με κατοχικό νόμο και με ενέργειες του τότε Μητροπολίτη Αμβροσίου στην τότε κυβέρνηση. Ο νόμος αυτός, όπως όλοι οι κατοχικοί νόμοι αυτού του είδους, ήταν άκυρος και αντισυνταγματικός, γιατί ήταν έργο κυβέρνησης υπόδουλου κράτους. Δε ζητήθηκε από την τότε τοπική αυτοδιοίκηση των Κυθήρων η κατάργησή του, για να μην έλθει σε σύγκρουση με τους Μητροπολίτες.



Όταν έγινε η αναδιοργάνωση του θεσμού της Εγχώριας Περιουσίας με τον νόμο του 1984, δεν μπορούσε πια να μείνει ο Μητροπολίτης Πρόεδρος της όλης Επιτροπής που διαχειρίζεται το σύνολο της περιουσίας της τοπικής αυτοδιοίκησης των δύο νησιών, γιατί το Σύνταγμα επιβάλλει να είναι αιρετό πρόσωπο, όπως και όλα τα μέλη της Επιτροπής. Αλλά ούτε και για το λειτούργημα του Μητροπολίτη θα ήταν ηθικά και εκκλησιαστικά σωστό να είναι επικεφαλής της διαχείρισης της κοινής περιουσίας των νησιών του ποιμνίου του. Έτσι, ορίσθηκε πρόεδρος των αιρετών εκκλησιαστικών συμβουλίων των δύο Προσκυνημάτων, για να υπάρχει το «μάτι» της Εκκλησίας στη διαχείριση των εσόδων τους και για τις αμιγώς εκκλησιαστικές και λατρευτικές τους ανάγκες.



3. Η πάγια αναγνώριση του θεσμού από την Εκκλησία.



Από όλα όσα αναφέρονται πιο πάνω είναι φανερό ότι πάντοτε η Εκκλησία αναγνώριζε απολύτως, χωρίς καμιά αμφισβήτηση, το θεσμό της Εγχώριας Περιουσίας και τη διαχείριση της περιουσίας των Ι. Προσκυνημάτων από την Επιτροπή διοίκησής της. Η επιδίωξη, μάλιστα, του Αμβροσίου επί Κατοχής να αναλάβει την προεδρία της και η συνέχιση της μητροπολιτικής προεδρίας μέχρι το 1984 δείχνει όχι μόνο πνεύμα αναγνώρισης του θεσμού αλλά και ενίσχυσης της εκκλησιαστικής του αναγνώρισης με τη διεκδίκηση της προεδρίας του από τον Μητροπολίτη. Αλλά και η ανεπίσημη αλλά επίμονη επιθυμία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χριστοδούλου – την οποία καταθέτω ως προσωπική μαρτυρία – να αποκατασταθεί ο Μητροπολίτης Κυθήρων στη θέση του Προέδρου της Εγχώριας Περιουσίας, όπως παλιά, δείχνει την πλήρη αποδοχή και αναγνώριση του θεσμού.



4. Η πάγια αναγνώριση του θεσμού από τη δικαστική λειτουργία.



Ουδέποτε, από το 1866 μέχρι σήμερα,  εκδόθηκε δικαστική απόφαση, η οποία να κρίνει το θεσμό ή μόνο τη διαχείριση της περιουσίας των Ι. Προσκυνημάτων αντισυνταγματικά. Το Πρακτικό Επεξεργασίας του Ε΄ Τμήματος του ΣτΕ του 2003, που επικαλείται ο Σεβασμιώτατος δεν είναι δικαστική απόφαση αλλά διατύπωση πρότασης-ερωτήματος προς την Ολομέλεια, η οποία, όμως δεν αποφάνθηκε για τυπικούς λόγους, όπως θα δούμε πιο κάτω. Αντίθετα, υπάρχει από παλιά νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων από παλιά, που αναγνωρίζουν πλήρως το θεσμό.



Γ. Η ΠΡΩΤΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΓΧΩΡΙΟΥ ΠΕΡΙΟΥΣΊΑΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΑΣΙΚΕΣ    ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ  ΣΤΙΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ 1960-1970



1. Η αμφισβήτηση της ιδιοκτησίας των δασικών εκτάσεων μόνο από τις δασικές υπηρεσίες - ηθική ευθύνη του τότε Μητροπολίτη.



Η πρώτη αμφισβήτηση της Εγχώριας Περιουσίας έγινε από τις δασικές υπηρεσίες στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1960 και κράτησε μέχρι τη δημοσίευση του νέου νόμου του 1984. Η αμφισβήτηση δεν ήταν επίσημη ούτε ήταν αμφισβήτηση του θεσμού. Απλά  οι δασικές υπηρεσίες χαρακτήριζαν τις χέρσες εκτάσεις των Κυθήρων ως «δημόσιες δασικές εκτάσεις», όπως έκαναν σε όλη την Ελλάδα, και έκαναν «Πρωτόκολλα Διοικητικής Αποβολής» από αυτές στους ιδιοκτήτες και μηνύσεις, υποστηρίζοντας ότι κάνανε καταπάτηση δημόσιας γης. Η επίθεση των δασικών υπηρεσιών ήταν ασυνήθιστα σφοδρή, όσο σε καμιά άλλη περιοχή της Ελλάδας, και σύρθηκαν στα δικαστήρια πολλοί Κυθήριοι, ενώ ορισμένοι προφυλακίστηκαν με βαριές κατηγορίες σε βαθμό κακουργήματος. Σημαντική ευθύνη για την επίθεση της Διεύθυνσης Δασών κατά των Κυθηρίων έφερε, δυστυχώς, ο τότε Μητροπολίτης Κυθήρων, ο οποίος κινήθηκε για προσωπικούς λόγους. Σημαντική ευθύνη για τις διώξεις είχε και ο τότε δασικός υπάλληλος Ζερλεντές, στον οποίο, όμως, ανήκει και ο έπαινος για το σπουδαίο ευεργετικό έργο μεγάλης έκτασης δασώσεων και αναδασώσεων που έγιναν στο νησί με δική του πρωτοβουλία και προσωπική του δράση.



Αυτή η ακατάπαυστη επίθεση των κεντρικών δασικών υπηρεσιών κατά των Κυθηρίων, λόγω των προκαταλήψεων που τους είχαν δημιουργήσει οι καταγγελίες, δημιούργησε την ανάγκη να εκσυγχρονιστεί η οργάνωση και η λειτουργία του θεσμού της Επιτροπής Εγχωρίας Περιουσίας, για να μη την πάρει το Δημόσιο, με απρόβλεπτες αρνητικές συνέπειες για το σύνολο των Κυθηρίων και το μέλλον του νησιού. Αυτό είχε αρχίσει να γίνεται στα μεγάλα νησιά της Επτανήσου (κυρίως στην Κέρκυρα), όπου το Δημόσιο είχε καταπατήσει ήδη σημαντικής αξίας εκτάσεις που ανήκαν στην τοπική αυτοδιοίκηση, γιατί είχε διαλυθεί από χρόνια η Επιτροπή Εγχώριας Περιουσίας.

2. Η νομοθετική ρύθμιση του 1984 για την αντιμετώπιση του Κράτους.



Το κράτος αντιμετωπίστηκε οριστικά με το νόμο του 1984 και οι Κυθήριοι απαλλάχτηκαν από τις διώξεις και τα Πρωτόκολλα Διοικητικής Αποβολής από την περιουσία τους. Ο νόμος είχε προταθεί για όλη την Επτάνησο. Αντέδρασε, όμως, έντονα η Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, για να μη χάσει τις εκτάσεις που είχε καταπατήσει στα μεγάλα νησιά, και δέχτηκε να γίνει ο νόμος μόνο για τα Κύθηρα.



3. Η επικύρωση της συνταγματικότητας του νόμου του 1984 από το ΣτΕ.



Η συνταγματικότητα του νόμου 1416 (άρθρο 84) του 1984 και του προεδρικού διατάγματος 272/1985 επικυρώθηκε, χωρίς κανένα πρόβλημα από το Συμβούλιο της Επικρατείας με την απόφαση 1956/1986 του Γ΄ Τμήματος.





Δ. Η ΠΡΩΤΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΩΝ Ι. ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΩΝ



1. Η πρώτη εκκλησιαστική αμφισβήτηση από τον Μητροπολίτη Ιάκωβο.

    

Η πρώτη επίσημη εκκλησιαστική αμφισβήτηση του θεσμού διαχείρισης της περιουσίας των Ι. Προσκυνημάτων έγινε από τον Μητροπολίτη Ιάκωβο, στο πλαίσιο της διαβόητης πολιτείας του που εξέθεσε την Εκκλησία και τα Κύθηρα σε όλη την Ελλάδα και οδήγησε στην ανάκλησή του από την μητροπολιτική έδρα.



Την αμφισβήτησή του συνόδευσε με την παραίτησή του από τη θέση του προέδρου του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου των Ι. Προσκυνημάτων. Την παραίτησή του αιτιολόγησε επανειλημμένως ότι δεν επιθυμούσε τον οικονομικό έλεγχο της οικονομικής διαχείρισης των Προσκυνημάτων  από την Επιτροπή Εγχωρίου Περιουσίας και από το Κράτος, όπως προβλέπει ο νόμος, γιατί «ο Μητροπολίτης είναι υπεράνω πάσης υποψίας» (!).



2. Η αμφισβήτηση στο Συμβούλιο Επικρατείας και η απόφαση της Ολομέλειας.



Τη ίδια εποχή, με αφορμή την έκδοση του π.δ 138/2004 για την ρύθμιση της εκλογής των μελών της Επιτροπής μετά τον «Καποδίστρια», τέθηκε, με ενέργειες εκκλησιαστικών κύκλων μετά από υποκίνηση του θέματος από τον τότε Μητροπολίτη, στο Ε΄ Τμήμα του ΣτΕ, κατά την επεξεργασία του προεδρικού διατάγματος. Το Ε΄ Τμήμα δεν μπορούσε, σύμφωνα με το Σύνταγμα να κρίνει το ζήτημα, και το παρέπεμψε με τα επιχειρήματα των εκκλησιαστικών κύκλων στην Ολομέλεια. Η Ολομέλεια δεν έκρινε το ζήτημα, γιατί δεν είχε δικαίωμα, επειδή το προεδρικό διάταγμα δεν αφορούσε το καθεστώς της διαχείρισης, αλλά την εκλογή των μελών της Επιτροπής. Όμοιο είναι και το διάταγμα που προσβάλλεται σήμερα από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη κ.κ. Σεραφείμ. Αυτή είναι η αλήθεια για το περιεχόμενο του Πρακτικού 64/2003 του Ε΄ Τμήματος του ΣτΕ. Το ΣτΕ μέχρι σήμερα ποτέ δεν έκρινε αντισυνταγματική τη διαχείριση της περιουσίας των Ι. Προσκυνημάτων.



Ε. ΤΙ ΑΦΟΡΑ ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗΣ ΚΥΘΗΡΩΝ



Είναι απαραίτητο να ξέρομε, ποια είναι σήμερα η δικαιοδοσία του Μητροπολίτη Κυθήρων στα δύο Ι. Προσκυνήματα και τί είναι αυτό που δεν έχει στην απόλυτη εξουσία του βάσει του νόμου και ζητάει να το αποκτήσει. Στο δημόσιο λόγο του, ο Σεβασμιώτατος δηλώνει ότι θέλει να πάρει τα Ι. Προσκυνήματα, τα οποία, όμως, έχει.



Ποιες δικαιοδοσίες έχει ο Μητροπολίτης:



α. Τα Ι. Προσκυνήματα Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας, της Αγίας Μόνης και του Αγίου Ιωάννου του εν Κρημνώ με τα παρεκκλήσιά τους αποτελούν τόπους λατρείας της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας και υπάγονται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Μητροπολίτη Κυθήρων. Αυτός έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση να φροντίζει και να αποφασίζει για όλα όσα αφορούν τη λατρεία (ιερές ακολουθίες, εορτές θρησκευτικές, τα των ιερωμένων τους, τα της τηρήσεων των ιερών κανόνων κ.λπ., κ.λπ.). Η Επιτροπή ουδέποτε, όσο γνωρίζω, έθεσε κάτι από αυτά σε αμφισβήτηση. Εάν το πράξει, μπορεί ο Μητροπολίτης να προσφύγει στην αρμόδια εκκλησιαστική ή δικαστική αρχή και να ζητήσει την εφαρμογή του νόμου.



β. Ο Μητροπολίτης έχει την αποκλειστική δικαιοδοσία να αποφασίζει για τον τρόπο χρήσης, σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, όλων των ακίνητων και κινητών των Ι. Προσκυνημάτων που είναι αφιερωμένα στην λατρεία: των κτηρίων των ναών και παρεκκλησίων και των αφιερωμένων κελίων για τη διαμονή πιστών, των εικονοστασίων, των ιερών σκευών και εικόνων.



γ. Η νομοθετική ρύθμιση του 1984/1985 (νόμος 1416 (άρθρο 84) του 1984 και  π.δ.  272/1985)  για πρώτη φορά δεν ανέθεσε τη διαχείριση της περιουσίας των Ι. Προσκυνημάτων στην Επιτροπή ελεύθερη και αδέσμευτη, όπως ήταν ανέκαθεν, αλλά δεσμευμένη υπέρ των Ι. Προσκυνημάτων:

(α) Ορίζεται ρητά στο ν. 1416/1985 (άρθρο 84) όσο και στο π.δ. 272/1985 (άρθρα 13 και 18) ότι η διαχείριση  της Επιτροπής Εγχώριας Περιουσίας περιορίζεται αποκλειστικά στην περιουσία των Ι. Προσκυνημάτων και σε τίποτε άλλο. Είναι γνωστό ότι όλα τα αφιερωμένα στη λατρεία αντικείμενα δεν αποτελούν «περιουσία».  

(β) Ορίζεται ρητά για πρώτη φορά ότι τα εισοδήματα των Ι. Προσκυνημάτων διατίθενται αποκλειστικά για τις ανάγκες τους και όχι για άλλους σκοπούς της Επιτροπής Εγχώριας Περιουσίας. Μόνο εάν αποφασιστεί ειδικά ότι περισσεύουν μια χρονιά, μπορεί να διαθέσει από το περίσσευμα για φιλανθρωπικούς και μόνο σκοπούς.

(γ) Κρατείται υποχρεωτικά επίσημο Βιβλίο Περιουσίας Ι. Προσκυνημάτων, ώστε να υπάρχει πλήρης διαφάνεια.

(δ) Η διαχείριση ελέγχεται από το κράτος. Αυτό σημαίνει ότι ο κάθε ένας μπορεί να καταγγείλει τυχόν ατασθαλίες.



δ. Ο νόμος (π.δ. 272/1985) όρισε για πρώτη φορά στην ιστορία της Επιτροπής Εγχώριας Περιουσίας δύο εκκλησιαστικά συμβούλια για τα δύο Ι. Προσκυνήματα και όρισε ως πρόεδρό τους τον εκάστοτε Μητροπολίτη Κυθήρων, χωρίς να επιβάλλεται αυτό από το Σύνταγμα. Από τη θέση αυτή, ο Μητροπολίτης έχει τις εξής αρμοδιότητες και υποχρεώσεις:

(α) Να γνωρίζει και να εποπτεύει, σε όλες τις λεπτομέρειές της, τη διαχείριση της περιουσίας που έχει διατεθεί στα Ι. Προσκυνήματα.

(β) Να ελέγχει, αν η διαχείριση γίνεται σωστά και σύμφωνα με το νόμο και αν τα ετήσια έσοδα διατίθενται για τις ανάγκες των Ι. Προσκυνημάτων.

(γ) Έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση, σε περίπτωση που βλέπει να υπάρχει ετήσιο  περίσσευμα να προτείνει στην Επιτροπή εγγράφως φιλανθρωπικούς σκοπούς, τους οποίους θα μπορούσε να συνδράμει.

(δ) Έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση, σε περίπτωση που διαπιστώνει κακή διαχείριση ή παράνομη, να απευθύνεται εγγράφως στην Επιτροπή Εγχώριας Περιουσίας και, αν δε αποκαθίσταται η σωστή ή η νόμιμη διαχείριση να ζητά το έλεγχο των αρμόδιων αρχών.

(Δεν γνωρίζω αν έχει καταγραφεί στα πρακτικά της Επιτροπής κάποια άσκηση αυτών των εξουσιών και καθηκόντων κάποιου Μητροπολίτη).

(ε) Η Επιτροπή Εγχώριας Περιουσίας χρηματοδοτεί κατ’ έτος με σημαντικό ποσό τη Μητρόπολη. Ως νομικός έχω τη γνώμη ότι δεν είναι νόμιμη αυτή η χρηματοδότηση της Μητρόπολης, γιατί αποτελεί δημόσιο οργανισμό και όχι φιλανθρωπικό. Μόνο την αντιμετώπιση συγκεκριμένων φιλανθρωπικών και λατρευτικών αναγκών της Μητρόπολης μπορεί να συνδράμει.



Ποιες δικαιοδοσίες δεν έχει ο Μητροπολίτης και επιδιώκει να τις αποκτήσει:



Σε σύγκριση με τις εξουσίες που έχει σε σχέση με τους ενοριακούς ναούς ο Μητροπολίτης Κυθήρων δεν έχει, ως προς την οικονομική διαχείριση και μόνο, τις εξής αρμοδιότητες:



(α) Δεν έχει την αρμοδιότητα να ορίζει τα μέλη της Εκκλησιαστικής Επιτροπής, γιατί ως όργανα οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης πρέπει να ανάγουν έμμεσα τη νομιμοποίησή τους στον κυθηραϊκό λαό. Γι’ αυτό ορίζονται από τα εκλεγμένα μέλη της Επιτροπής.



(β) Δεν ασκεί άμεσα και αποφασιστικά, με επιλεγμένα από τον ίδιο μέλη των Εκκλησιαστικών Συμβουλίων και χωρίς έλεγχο του κράτους, τη διαχείριση της περιουσίας και των εσόδων των Ι. Προσκυνημάτων.



Επομένως: αυτό που δεν έχει η Μητρόπολη Κυθήρων και επιδιώκει με τη δικαστική προσφυγή να αποκτήσει  είναι η χωρίς έλεγχο του κράτους και με εκκλησιαστική επιτροπή που να διορίζεται από τον εκάστοτε Μητροπολίτη διαχείριση των εσόδων των Ι. Προσκυνημάτων.





ΙΙ. ΕΙΔΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΕΠΙ ΤΩΝ «ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΩΝ» ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ  ΚΥΘΗΡΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΩΝ



Ο Σεβασμιώτατος κ.κ. Σεραφείμ τονίζει ότι το διάταγμα που ρύθμισε την τελευταία εκλογή της Επιτροπής Εγχωρίου Περιουσίας μετά την κατάργηση της Κοινότητας Αντικυθήρων δημιουργεί ξαφνικά «εξόχως κρίσιμο και επικίνδυνο» ζήτημα. Υποστηρίζει ότι αποτελεί «βραδυφλεγή βόμβα» κατά των Ι. Προσκυνημάτων με τη διάταξη που προβλέπει ότι σε περίπτωση διάλυσης της Επιτροπής η διαχείριση της περιουσίας τους θα περιέλθει στο Δήμο και, επομένως, μπορεί να γίνεται από μουσουλμάνο δήμαρχο ή από συμβούλια που θα συμμετέχουν αλλόθρησκοι ή, αν καταργηθεί ο Δήμος, η περιουσία των Ι. Προσκυνημάτων θα περιέλθει σε εκτός της Νήσου δήμο και δήμαρχο.



Οι φόβοι του Σεβασμιωτάτου δεν είναι μόνο υπερβολικοί αλλά και μη βάσιμοι, όπως και μη βάσιμα είναι και τα επιχειρήματα που αντλεί από το Πρακτικό Επεξεργασίας του Ε΄ Τμήματος του ΣτΕ (2003),  για τους εξής λόγους:



1. Η παρουσιαζόμενη ως «επικίνδυνη» και χωρίς προειδοποίηση νέα ρύθμιση του π.δ. 5/1.2.2017 είναι η διάταξη που διευκρινίζει, μετά από την κατάργηση της τελευταίας κοινότητας, της Κοινότητας των Αντικυθήρων, ότι, σε περίπτωση διάλυσης της Επιτροπής Εγχώριας Περιουσίας, η όλη εγχώρια περιουσία και η περιουσία των δύο Ι. Προσκυνημάτων που αποτελεί μέρος της περιέρχονται στη διαχείριση του Δήμου. Πριν από την κατάργηση των Κοινοτήτων, το βασικό διάταγμα 272/1985 για την οργάνωση και τη λειτουργία της Επιτροπής Εγχώριας Περιουσίας όριζε ότι σε περίπτωση διάλυσης της Επιτροπής η εγχώριος περιουσία θα διανεμόταν στις Κοινότητες, η διαχείριση δε του τμήματός της που ήταν διατεθειμένη στα δύο Ι. Προσκυνήματα θα περιερχόταν στις Κοινότητες εκείνες που θα όριζε η απόφαση διάλυσης της Επιτροπής. Δεν άλλαξε, επομένως, τίποτε.



Είναι απόλυτα δικαιολογημένη η συνείδηση της ηθικής ευθύνης που έχει ο Σεβασμιώτατος για ό,τι αφορά τα Ιερά Προσκυνήματα. Θα έπρεπε, όμως, να ανησυχήσει αμέσως με την ανάληψη των ιερών καθηκόντων του ως Μητροπολίτη, διαβάζοντας από τότε τη σχετική νομοθεσία. Γιατί δεν υπάρχει, ασφαλώς, καμιά διαφορά μεταξύ της διαχείρισης από Κοινότητες ή από το Δήμο, αφού πρόκειται για οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης που εγγυάται το Σύνταγμα και έχουν δημοκρατική νομιμοποίηση από τον Κυθηραϊκό Λαό. Αλλά ούτε οι προκαθήμενοί του ανησύχησαν ποτέ, ούτε πριν ούτε μετά το 1984, δεδομένου ότι ανέκαθεν η περιουσία των δύο Ι. Προσκυνημάτων και η διαχείρισή της ήταν κοσμική και όχι εκκλησιαστική.



2. Όσον αφορά στους κινδύνους κατάργησης του Δήμου Κυθήρων Αντικυθήρων και η παρείσφρηση στη διαχείριση της περιουσίας των Ι. Προσκυνημάτων αλλοθρήσκων, δεν νομίζω ότι μπορεί να είναι βάσιμοι, γιατί οι ίδιοι κίνδυνοι υπάρχουν και με το ζήτημα κατάργησης της Ι. Μητροπόλεως και με τον διορισμό μη Κυθηρίων μελών του Μητροπολιτικού Συμβουλίου. Επίσης, δεν υπάρχει καμιά νομική δυνατότητα, ούτε έχομε παράδειγμα στην παγκόσμια ιστορία να συμμετέχουν αλλόθρησκοι στη διαχείριση εκκλησιαστικής περιουσίας, οποιασδήποτε θρησκείας.



3. Η συνεχής επίκληση του υπ’ αριθμ. ΣτΕ 64/2003 Πρακτικού Επεξεργασίας του π.δ. 138/2004 (που τροποποίησε το αρχικό εφάπαξ π.δ.272/1986, λόγω «Καποδίστρια») δεν είναι βάσιμη. Όπως αναφέραμε πιο πάνω, το Πρακτικό Επεξεργασίας δεν αποτελεί δικαστική απόφαση, αλλά διαβίβαση προς την Ολομέλεια να κρίνει, αν τα επιχειρήματα της αντισυνταγματικότητας που διατυπώθηκαν από κάποιους (και όχι από το σύνολο της σύνθεσης του Δικαστηρίου) κατά τη συζήτηση επεξεργασίας του π.δ. είναι βάσιμα ή όχι. Η Ολομέλεια δεν αποφάνθηκε.



Η ενημέρωσή μου περιορίστηκε στην έκθεση πραγματικών γεγονότων με απλή και καταληπτή γλώσσα από όλους. Δεν αναφέρομαι σε νομικά επιχειρήματα, τα οποία θα τεθούν υπόψη του Δικαστηρίου.



Ως νομικός και ειδικός για το θέμα είμαι πεπεισμένος ότι το Δικαστήριο, αν κρίνει σωστά, πρέπει να απορρίψει τις προσφυγές. Επειδή, όμως, ποτέ ο νομικός δεν μπορεί να προβλέψει 100% την κρίση του Δικαστηρίου, όπως και ο γιατρός την έκβαση σοβαρής ασθένειας, το μόνο που μπορώ να πω από τώρα είναι ότι μια κρίση δικαστική που θα κάμει δεκτές τις προσφυγές θα είναι επιστημονικά, κοινωνικά και ηθικά λανθασμένη, γιατί θα ζημιώσει και τα Ι. Προσκυνήματα, και την Εκκλησία, και τις ιστορικές παραδόσεις του Κυθηραϊκού Λαού.



Θα έπρεπε, πριν αποφασιστεί η δικαστική προσφυγή, να σκεφθούν όσοι συνέπραξαν ότι Εκκλησία που δε συμβαδίζει με τις ιστορικές παραδόσεις του ποιμνίου της θερίζει ζιζάνια. Παράλληλα θα έπρεπε να σκεφθούν τους ασκούς που ανοίγει μια τέτοια κίνηση, ακόμη και αν κερδίσουν. Πιστεύω ότι, όποια απόφαση και αν εκδοθεί, η Εκκλησία εν τέλει θα χάσει.



Πειραιάς, 28.4.2017

                                                            Γιώργος Κασιμάτης

                                                                   Καθηγητής  
Η ενημέρωση ξεκίνησε με την άκρως κατατοπιστική και τεκμηριωμένη ομιλία του Δημάρχου κ. Χαρχαλάκη η οποία και αυτή παρατίθεται αυτούσια λόγω των λεπτομερείων τις οποίες περιέχει και ειδικά των ποικίλων ημερομηνιών που αναφέρονται σε τεκμηριωμένα έγγραφα και νομικές ρήσεις που δεν είναι δυνατόν να αναφερθούν διαφορετικά: 



ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΚΥΘΗΡΙΟΥΣ

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΙΕΡΑ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΘΗΡΩΝ



Μόνο απορία (αν όχι θλίψη) προκαλούν τα «επιχειρήματα» με τα οποία η Ιερά Μητρόπολη Κυθήρων επιχειρεί να πείσει τους Κυθήριους ότι καλώς έπραξε και προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας προκειμένου να μεταβάλει το καθεστώς διαχείρισης και διοίκησης των Ιερών Προσκυνημάτων των Κυθήρων που ισχύει στο νησί μας περισσότερο από 3 αιώνες. Θλίψη και απορία καθώς με τα κείμενα της Ιεράς Μητροπόλεως επιχειρείται ξεκάθαρα ένας εξωραϊσμός – άμβλυνση των αιτίων, του σκοπού, των συνεπειών και της εν γένει αναγκαιότητας της εν λόγω δικαστικής προσφυγής, στοιχεία που συνολικά κατατείνουν στην σκόπιμη παραπλάνηση των πιστών, καθώς στα κείμενα αυτά αναφέρονται πράγματα πέραν κάθε πραγματικότητας, πλήρως αναληθή και ανυπόστατα.

Ο Δήμος Κυθήρων και η Επιτροπή Εγχωρίου Περιουσίας κατέβαλαν τον τελευταίο καιρό κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να πείσουν την Ιερά Μητρόπολη πως οι νομικές της ενέργειες δεν έχουν καμία απολύτως ουσιαστική βάση και πως με την κίνηση αυτή οι Κυθήριοι θα οδηγηθούν σε σκανδαλισμό, όπως δυστυχώς έγινε και στο παρελθόν πάλι με ευθύνη της τοπικής Εκκλησίας. Ο κυθηραϊκός λαός οδηγείται πλέον με την στάση της Μητροπόλεως σε μια εμφύλια αντίδραση, αφού οι υποστηρικτές της κάθε άποψης ήδη αναπτύσσουν τα επιχειρήματά τους δημιουργώντας 2 κυρίαρχες τάσεις στην τοπική κοινωνία και οδηγώντας την σε πρακτικές διάστασης.
Δυστυχώς η όλη επιχειρηματολογία της Μητροπόλεως έχει βασιστεί σε πήλινα πόδια, σε σαθρά επιχειρήματα και παραδοχές που ουδεμία σχέση έχουν με την αλήθεια.

ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΣΗ 1Η: Το νέο Π.Δ. 5/2017
Από τα κείμενα της Ιεράς Μητροπόλεως επιχειρείται να περάσει η άποψη προς τον κόσμο ότι το τελευταίο Προεδρικό Διάταγμα 5/2017 (ΦΕΚ/Α/01-02-2017) ορίζει και θέτει νέα ζητήματα για τη διοίκηση των Ιερών Προσκυνημάτων. Αυτό είναι εντελώς ψευδές. Η αλήθεια είναι η εξής: το αρχικό Προεδρικό Διάταγμα για την Εγχώριο Περιουσία (272/1985) προέβλεπε ότι η Εγχώριος Περιουσία μπορεί να μεταβιβαστεί στους ιδιοκτήτες της, δηλαδή τις Κοινότητες, με απόφαση της Επιτροπής που έπρεπε να επικυρωθεί από τα Κοινοτικά Συμβούλια. Η πρόβλεψη αυτή δεν είναι υπονόμευση του θεσμού όπως αναφέρει ο Μητροπολίτης σε έγγραφό του προς τα Κυθηραϊκά Σωματεία, αλλά προβλέπεται στο Νόμο ΡΝ του 1866. Στην περίπτωση μεταβίβασης της εγχώριας περιουσίας στις 14 Κοινότητες της Επαρχίας Κυθήρων που υπήρχαν τότε (δεν υπήρχε Δήμος), θα οριζόταν στην απόφαση μεταβίβασης ποίες εκ των 14 Κοινοτήτων θα ανελάμβαναν τη διοίκηση και διαχείριση των Ιερών Προσκυνημάτων (προφανώς η Κοινότητα Μυρτιδίων θα ανελάμβανε το Προσκύνημα της Μυρτιδιώτισσας, η Κοινότητα Φριλιγκιανίκων την Αγία Μόνη και η Κοινότητα Κυθήρων τον Άγιο Ιωάννη εν Κρημνώ). Αποκρύπτεται όμως τεχνηέντως από την Μητρόπολη ότι η συνταγματικότητα του Π.Δ. 272/85 κρίθηκε οριστικά το 1986, όταν εκδικάστηκε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας προσφυγή του τότε Μητροπολίτη Ιακώβου Κορόζη, με την οποία ζητούσε να περιέλθουν στη Μητρόπολη τα Ιερά Προσκυνήματα, δηλαδή ζητούσε ακριβώς το ίδιο που ζητεί ο σημερινός Μητροπολίτης. Η προσφυγή αυτή απερρίφθη με την απόφαση 1956/1986 του ΣτΕ. Στη συνέχεια το αρχικό Π.Δ. έπρεπε να προσαρμοστεί στη νέα διαμορφωθείσα με τον «Καποδίστρια»  πραγματικότητα, καθώς οι 13 Κοινότητες των Κυθήρων είχαν συνενωθεί στο νέο Δήμο Κυθήρων, ενώ η Κοινότητα Αντικυθήρων εξακολουθούσε. Έτσι το 2003 κατά την  επεξεργασία του προτεινόμενου σχεδίου Προεδρικού Διατάγματος, ανέκυψε ζήτημα  ασυμφωνίας των διατάξεων του εξουσιοδοτικού νόμου (άρθρο 84  Ν.1416/1984), με το Σύνταγμα και τη Σύμβαση της Ρώμης και ως εκ τούτου το Ε΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο τάχθηκε υπέρ  της αντισυνταγματικότητας των εν λόγω διατάξεων (δεν είναι της παρούσης να καταρρίψουμε ένα προς ένα τα σαθρά επιχειρήματα πάνω στα οποία βασίστηκε η εν λόγω γνωμοδότηση και κυρίως την αδικαιολόγητη μη λήψη υπόψη αληθών νομικών και ιστορικών δεδομένων) παρέπεμψε το ζήτημα, ως εκ του άρθρου 100 παρ.5 του Συντάγματος είχε υποχρέωση, στην Ολομέλεια του ΣτΕ προκειμένου αυτή να αποφανθεί, όπως ο νόμος ορίζει.  Η δε Ολομέλεια του ΣτΕ αναπτύσσοντας συγκεκριμένη νομική επιχειρηματολογία, δεν εξέτασε διόλου τα ζητήματα που ετέθησαν με το υπ’ αρ. 64/2003 Πρακτικό Επεξεργασίας και συνακόλουθα η Ολομέλεια του ΣτΕ, ούτε επικύρωσε την εν λόγω γνωμοδότηση, ούτε έκρινε αντισυνταγματικό το ισχύον καθεστώς όπως ψευδέστατα ορισμένοι διαδίδουν. Ακολούθως δε, εκδόθηκε το υπ’  αριθμόν 138/2004 Π.Δ. δια του οποίου έγινε η προσαρμογή των διατάξεων του Π.Δ. 272/1985 σε αυτές του Ν. 2539/1997. Το Π.Ε. του 2003 είναι απλώς μια άποψη, μια γνώμη ενός Τμήματος του ΣτΕ, που όταν η Ολομέλεια κλήθηκε να την επικυρώσει και να κρίνει αντισυνταγματικές τις επίμαχες διατάξεις, ΔΕΝ το έπραξε! Δυστυχώς η Μητρόπολη αυτό το αποκρύπτει και παρουσιάζει στο ποίμνιο την γνώμη του 2003 (ούτε καν απόφαση) ως έχουσα σχεδόν ισχύ Συντάγματος!

Το Π.Δ. 5/2017 εκδόθηκε (με καθυστέρηση μάλιστα σχεδόν 6 ετών) προκειμένου να προσαρμόσει τη λειτουργία της Επιτροπής Εγχωρίου Περιουσίας στα νέα δεδομένα του Νόμου «Καλλικράτης». Δεν εισάγει καμία απολύτως νέα ή διαφορετική σε σχέση με τα προηγούμενα διατάγματα ρύθμιση αναφορικά με τη διοίκηση των Προσκυνημάτων. Ορίζει ότι σε περίπτωση μεταβίβασης της Εγχώριας Περιουσίας (όπως προβλεπόταν ήδη από το 1985), ο Δήμος αναλαμβάνει τη διοίκησή τους, καθώς πλέον δεν υπάρχουν Κοινότητες και με βάση τον Καλλικράτη, ο Δήμος είναι καθολικός διάδοχος όλων των εμπραγμάτων και λοιπών δικαιωμάτων των Κοινοτήτων. ΠΟΥ λοιπόν είναι τα νέα «προκύψαντα ζητήματα» που αποτελούν τη βασική επιχειρηματολογία της Μητρόπολης και της Συνόδου; Το 1985 υπήρχαν 14 Κοινότητες, το 2017 υπάρχει ένας Δήμος που είναι το ίδιο ακριβώς με τις Κοινότητες, δηλαδή πρώτος βαθμός αυτοδιοίκησης. Η περιουσία των Ιερών Προσκυνημάτων ήταν διακοινοτική με βάση το Νόμο 1416/84 και σήμερα πλέον δημοτική αφού οι Κοινότητες συνενώθηκαν στο Δήμο Κυθήρων. ΚΑΜΙΑ ΝΕΑ ΡΥΘΜΙΣΗ, ΚΑΜΙΑ ΑΛΛΑΓΗ, ΚΑΝΕΝΑΣ ΝΕΩΤΕΡΙΣΜΟΣ, ΚΑΜΙΑ ΝΕΑ ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ Ο,ΤΙ ΙΣΧΥΕΙ ΑΠΟ ΤΟ 1985! Προς τι λοιπόν η προσφυγή; Κάθε νοήμων άνθρωπος μπορεί να καταλάβει…

ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΣΗ 2Η: Τα Προσκυνήματα ανήκουν στην Εκκλησία;
Είναι πασίγνωστο ότι τα Ιερά Προσκυνήματα των Κυθήρων (και κυρίως η Παναγία η Μυρτιδιώτισσα) ΟΥΔΕΠΟΤΕ ανήκαν κατά κυριότητα, ούτε υπάγονταν διαχειριστικά, στην τοπική Μητρόπολη αλλά αποτελούσαν ανέκαθεν ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΧΩΡΙΟΥ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΩΝ ΚΥΘΗΡΩΝ, ΚΑΤΙ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. Αυτό το αναγνωρίζουν με δεκάδες έγγραφα και επιστολές τους όλοι οι Μητροπολίτες Κυθήρων τουλάχιστον μετά την Ένωση με την Ελλάδα (1864). Οι χώροι αυτοί ανήκαν στο λαό από τότε που ο ίδιος ο λαός τους ανέγειρε. Αποδεικνύεται δημόσια διοίκηση (jus patronato publico) στην Παναγία τη Μυρτιδιώτισσα από το 1675! Τα Προσκυνήματα ούτε ιδιωτικοί ναοί ήταν, ούτε συναδελφικοί και σίγουρα ούτε επισκοπικοί όπως π.χ. ο Όσιος Θεόδωρος. Αυτά αποδεικνύονται από αδιάσειστα ιστορικά στοιχεία και τεκμήρια που δυστυχώς η Ιερά Μητρόπολη αποκρύπτει από το Λαό και αρνείται πεισματικά να δεχθεί, ακόμα και να ακούσει. Το Προσκύνημα των Μυρτιδίων χαρακτηρίζεται σε απογραφή του 1825 «αυθεντικόν», δηλαδή ανήκει στο Δημόσιο. Σε πληρεξούσιο του 1827 αναφέρεται ότι διαχειριστές των εσόδων των Μυρτιδίων είναι ο Άγγλος Τοποτηρητής και ο Έπαρχος Κυθήρων, κάτι που διασαφηνίζεται επίσης και στον Κανονισμό της Μονής Μυρτιδίων του ιδίου έτους, όπου αναφέρεται ρητά ότι η επιλογή Ηγουμένου έπρεπε να εγκριθεί από την Ιόνιο Γερουσία, δηλαδή από το ανώτατο δημόσιο πολιτικό όργανο του Κράτους των Ιονίων Νήσων και ούτε από το Πατριαρχείο, ούτε φυσικά από την τοπική Μητρόπολη. Η επίσημη καθιέρωση της Γύρας της Εικόνας της Μυρτιδιώτισσας γίνεται το 1842 με απόφαση που επικυρώνεται από τον Άγγλο Τοποτηρητή και όχι από τον Μητροπολίτη, ενώ το 1845 δημοσιεύεται επίσημα στην Εφημερίδα του Κράτους των Ιονίων Νήσων ότι τα έσοδα των Μονών ανήκουν στην Επιχώριο Περιουσία των νησιών. Ο ίδιος ο Επίσκοπος Κυθήρων Ευγένιος Μαχαιριώτης – Κυθήριος στην καταγωγή – αναγνωρίζει την εξουσία «του ευγενούς της Εγχωρίου της νήσου ταύτης Συμβουλίου» επί της Ιεράς Εικόνος και της Μονής των Μυρτιδίων. Γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους του 1892 αλλά και του 1959 ορίζει σαφέστατα ότι η περιουσία της Μυρτιδιώτισσας υπάγεται στην Εγχώριο Περιουσία και όχι στην τοπική Μητρόπολη. Όλες οι εργασίες ανοικοδόμησης κελιών και κτισμάτων στα Μυρτίδια και δημοπρασίας ενοικίασης κτημάτων της Μυρτιδιώτισσας διενεργούνται από την Εγχώριο Περιουσία με πρόεδρο τον εκάστοτε Δημόσιο Ταμία Κυθήρων ή τον Ειρηνοδίκη που ορίζεται πρόεδρος της Εγχωρίου Περιουσίας με το Νόμο 2355/1920. Σε έγγραφο του Υπουργού Εσωτερικών της Κυβέρνησης Αλέξανδρου Παπαναστασίου το 1924 αναφέρεται ότι το Μητροπολιτικό Συμβούλιο της Μητρόπολης Κυθήρων δεν έχει καμία δικαιοδοσία στη Μυρτιδιώτισσα, ενώ το 1943 ο εφημέριος των Μυρτιδίων π. Γεώργιος Κασιμάτης αρνείται να εγκαταλείψει το Προσκύνημα και να τοποθετηθεί σε ενοριακό ναό ώστε να μισθοδοτείται από το Κράτος, κάτι που αποδεικνύει ότι ακόμα και το ιερατείο του νησιού είχε σταθερά πεποίθηση ότι η Μυρτιδιώτισσα δεν υπάγεται στην γενική εκκλησιαστική διοίκηση, αλλά συνιστούσε και συνιστά μια μοναδική στο πανελλήνιο τοπική ιδιαιτερότητα.

Ο Μητροπολίτης ισχυρίζεται σε έγγραφό του (αρ. 297/3-4-2017) ότι «επί 45ετίαν, από το 1941 – 1985, διοικείτο (η Μονή Μυρτιδίων) από 8μελές Διοικητικό Συμβούλιο υπό την Προεδρία του Μητροπολίτου με τρία άλλα θεσμικά όργανα (Ειρηνοδίκης, Γυμνασιάρχης, Διευθυντής Δημοσίου Ταμείου) και 4 αιρετούς Κυθηρίους», ομολογώντας δημοσίως ότι οι κατοχικοί νόμοι των δωσίλογων Κυβερνήσεων ικανοποιούσαν την Εκκλησία (αν είναι δυνατόν να αγιοποιούνται οι Νόμοι των δωσιλόγων!). Ωστόσο και εδώ η παραπλάνηση είναι τεράστια. Με τους Νόμους του 1941 και 1943 (των δωσίλογων κατοχικών Κυβερνήσεων Τσολάκογλου και Ράλλη), ΔΕΝ άλλαξε ούτε η κυριότητα των Προσκυνημάτων ούτε φυσικά η υπαγωγή τους στην Εγχώριο Περιουσία. Το μόνο που άλλαξε ήταν ότι ορίστηκε ως Πρόεδρος της Εγχωρίου Περιουσίας (και όχι ενός απλού Διοικητικού Συμβουλίου) ο Μητροπολίτης Κυθήρων, κάτι που φυσικά ικανοποιούσε την Εκκλησία, αφού επί 45 έτη οι Μητροπολίτες ως Πρόεδροι της Εγχωρίου ασκούσαν και αμιγώς πολιτικές εξουσίες στο νησί (πρωτόκολλα διοικητικών αποβολών, ενοικιάσεις αλυκών και εγχωρίων κτημάτων κ.λπ.). Με λίγα λόγια, η δωσίλογη αταξία του 1941 και 1943 παρουσιάζεται  από τη Μητρόπολη ως ενδεδειγμένη και αρεστή, αποσιωπώνται όμως όλες οι αρνητικές της προεκτάσεις (κυρίως η άσκηση αμιγώς πολιτικών εξουσιών από κληρικούς), ενώ πρέπει να τονίσουμε ότι για τα 45 αυτά χρόνια κατά τα οποία ο Μητροπολίτης ήταν Πρόεδρος της Εγχωρίου Περιουσίας (το Μητροπολιτικό Συμβούλιο ουδεμία αρμοδιότητα είχε στα Προσκυνήματα), παρατηρείται πλήρης σιωπή της τοπικής Εκκλησίας στο ζήτημα υπαγωγής των Προσκυνημάτων στην Εγχώριο Περιουσία όπου εξακολουθούσαν να ανήκουν διαχειριστικά. Γιατί; Τότε ήταν σωστή η υπαγωγή των Προσκυνημάτων στην Εγχώριο επειδή ήταν πρόεδρος της Εγχωρίου ο Μητροπολίτης και τώρα δεν είναι; Πώς είναι δυνατόν να εξομοιώνει η Μητρόπολη την Εγχώριο Περιουσία με ένα απλό Διοικητικό Συμβούλιο;
Η Θεία Λατρεία και η Πνευματική Εξουσία του τοπικού Μητροπολίτη στα Ιερά Προσκυνήματα, όχι μόνο δεν ενοχλήθηκε ποτέ μέχρι σήμερα, αντίθετα προστατεύεται από το ίδιο το Προεδρικό Διάταγμα της Εγχωρίου που ορίζει Πρόεδρο των Εκκλησιαστικών Συμβουλίων τον εκάστοτε Μητροπολίτη. Ουδέποτε η Εγχώριος ενόχλησε ή παρακώλυσε ή ασχολήθηκε με θέματα πνευματικά και λατρευτικά σε σχέση με τα Προσκυνήματα. Προς τί λοιπόν η προσφυγή;

Αλγεινή εντύπωση προκαλεί επίσης ότι η Ιερά Μητρόπολη χορήγησε στο Δήμο και την Εγχώριο τα έγγραφα που αφορούν την προσφυγή της μόνο μετά από Εισαγγελική Παραγγελία. Αρνούμαστε να δεχθούμε ότι υπάρχει έστω και ένας πολίτης στη Χώρα μας που θεωρεί εαυτόν υπεράνω των Νόμων του Κράτους. Πρόκειται αναμφίβολα για μια μαύρη κηλίδα στην τοπική εκκλησιαστική ιστορία που μας λυπεί ιδιαίτερα καθώς η Μητρόπολη όφειλε να μας χορηγήσει αντίγραφα των πράξεών της αμέσως (αρχική αίτηση έγινε στις 6/3) και όχι να αναμένει την Εισαγγελική Παραγγελία, σχεδόν 1 μήνα μετά.
Ο Μητροπολίτης στο υπ΄ αρίθμ 297/3-4-2017 έγγραφό του προς τα Κυθηραϊκά Σωματεία αναφέρει: «νομίζουμε ότι ο ίδιος ο νομοθέτης και τότε (το 1984) και τώρα (το 2017) υπονομεύει έναν τέτοιο θεσμό, για τον οποίο τόσα εγκώμια και τόσοι διθύραμβοι έχουν ειπωθεί, με το να προβλέπει άδοξα, όχι την διάλυση και κατάργησή του έξωθεν (από εξωτερικούς παράγοντες), αλλά έσωθεν (από την ίδια την Επιτροπή της Εγχωρίου)». Είναι πασιφανές ότι ο συντάκτης του κειμένου αυτού αγνοεί (ή προφασίζεται ότι αγνοεί) σημαντικά νομικά κείμενα για την Εγχώριο Περιουσία, με κύριο το Νόμο ΡΝ του 1866 που προβλέπει στο 11ο άρθρο του ότι η Επιχώριος Περιουσία του κάθε νησιού των Επτανήσων μπορεί να διανεμηθεί στους κατά τόπους Δήμους με έκδοση ειδικού Νόμου. Συνεπώς η πρόβλεψη αυτή ούτε καινούργια είναι, ούτε φυσικά υπονομεύει το Θεσμό, αφού είτε η διαχείριση της Εγχωρίου είναι διακριτή από την κυριότητα είτε όχι, η Εγχώριος Περιουσία πάντα ανήκε και θα ανήκει στις τοπικές κοινωνίες των νησιών και όχι στην κεντρική κυβέρνηση. Γιατί λοιπόν τέτοια παράλογα άλματα και τέτοια παραπληροφόρηση;

ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΣΗ 3Η: Η «απόφαση» του ΣΤΕ του 2003
Βασικό επιχείρημα και «σημαία» της Ιεράς Μητροπόλεως είναι μια γνωμοδότηση τμήματος του ΣτΕ (Πρακτικό Επεξεργασίας με αριθμό 64/2003) το οποίο, κατά το στάδιο της επεξεργασίας  του τότε προτεινόμενου ΠΔ, χωρίς προφανώς να διαθέτει τα ιστορικά και νομικά δεδομένα και χωρίς να λάβει υπόψη του τις ιδιαιτερότητες της Εγχωρίου Περιουσίας, θεώρησε ότι η υπαγωγή των Ιερών Προσκυνημάτων των Κυθήρων στην Εγχώριο Περιουσία αντίκειται στο Σύνταγμα. Ωστόσο είναι άδικο για μια Μητρόπολη και προσωπικά για έναν Μητροπολίτη με κύρος και θεοσέβεια όπως ο δικός μας, να επιχειρεί να παρουσιάσει την ανωτέρω γνωμοδότηση ως θέσφατο και παράλληλα να αποκρύπτει πλήρως από τον λαό την ουσιώδη ΑΠΟΦΑΣΗ του 1986 που έλυσε οριστικά το ζήτημα αυτό, για το οποίο η Μητρόπολη ασκεί εκ νέου προσφυγή στο ΣτΕ. Το 1986 ελήφθη ΑΠΟΦΑΣΗ και μάλιστα επί αιτήσεως ακύρωσης που ασκήθηκε, για τα ίδια θέματα, μεταξύ άλλων, από τον τότε Μητροπολίτη Κυθήρων Ιάκωβο. Αντιθέτως η 64/2003 αποτελεί τη γνωμοδότηση του τμήματος το οποίο αρμοδίως επελήφθη της επεξεργασίας του προτεινόμενου Π.Δ. για την προσαρμογή του ΠΔ 272/1985 στις ρυθμίσεις του «Καποδίστρια», γνωμοδότηση η οποία τελικά, όταν έφτασε στην Ολομέλεια του ΣτΕ (πράξη 276/2003) δεν επικυρώθηκε, καθώς η Ολομέλεια έκρινε, για άλλους νομικούς λόγους, ότι πρέπει να απόσχει της περαιτέρω επεξεργασίας του σχεδίου του Π.Δ. που προσάρμοζε τη λειτουργία της Εγχωρίου Περιουσίας στο Νόμο «Καποδίστριας» με βάση τη συνένωση των 13 Κοινοτήτων των Κυθήρων σε 1 Δήμο. Με απλά λόγια, εάν η γνωμοδότηση του 2003 είχε ουσιαστικό περιεχόμενο και ισχύ και εάν όντως οι ρυθμίσεις περί υπαγωγής των Προσκυνημάτων στην Εγχώριο ήταν αντισυνταγματικές, η Ολομέλεια θα επικύρωνε την άποψη αυτή με απόφασή της, τασσόμενη στο πλευρό των μελών της (Παρέδρων και Συμβούλων) που την εξέφρασαν. Αυτό όμως δεν έγινε, και στη συνέχεια εκδόθηκε και ίσχυσε ανενόχλητα και ακώλυτα μέχρι το 2017 το Π.Δ. 138/2004, χωρίς να προσβληθεί εκ νέου.

Αντίθετα, το 1986 το ΣτΕ έλαβε ξεκάθαρη αιτιολογημένη ΑΠΟΦΑΣΗ (1956/1986) με την οποία απέρριψε το αίτημα αντισυνταγματικότητας του τότε Μητροπολίτη Ιακώβου με το σκεπτικό μεταξύ άλλων, ότι: «κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ή ακόμη και να πιθανολογεί τον ισχυρισμό αυτό (ότι δηλαδή τα Ιερά Προσκυνήματα των Κυθήρων ανήκουν στην Εκκλησία) δεν προσκομίζουν (ο Μητροπολίτης Ιάκωβος και οι προσφεύγοντες), ενώ ο εκ των αιτούντων Μητροπολίτης στο από 6/14-1-1986 έγγραφό του προς το ΣτΕ αναφέρει ότι ‘εξ απόψεως ιδιοκτησίας ουδέν στοιχείον γνωρίζομεν το οποίον να χαρακτηρίζει το ιδιοκτησιακόν καθεστώς αυτών. Τα ιερά αυτά προσκυνήματα δεν αποδεικνύεται, ούτε καν πιθανολογείται ότι αποτελούσαν ποτέ εκκλησιαστική περιουσία». Περαιτέρω, κατά το σκεπτικό της ίδιας απόφασης κρίθηκε ότι η σχετική ρύθμιση, δεν αντίκειται ούτε στις άλλες διατάξεις του άρθρου 3 του Συντάγματος, που καθιερώνουν την ελευθερία της λατρείας και εάν ακόμη θεωρηθεί αντίθετη με τον ΜΑ΄ Αποστολικό Κανόνα, κατά τον οποίο ο Επίσκοπος έχει «την εξουσίαν των της εκκλησίας πραγμάτων», καθ’  όσον τα θέματα αυτά  είναι αποκλειστικά διοικητικής φύσεως. Η τεχνητή απόκρυψη προς τον λαό από πλευράς της Μητρόπολης της θεμελιώδους προηγηθείσας απόφασης του 1986 (κατά την συνεδρίαση του 1986 η Επιτροπή εκπροσωπήθηκε από τον Δικηγόρο Αθηνών κ. Προκόπιο Παυλόπουλο, νυν Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ενώ στη σύνθεση του ΣτΕ συμμετείχε ο κ. Παναγιώτης Πικραμμένος, μετέπειτα υπηρεσιακός Πρωθυπουργός και ο κ. Ρίζος, μετέπειτα Πρόεδρος του ΣτΕ και σημερινός Διευθυντής του Νομικού Γραφείου της Προεδρίας της Δημοκρατίας) που λύνει οριστικά τις αιτιάσεις αντισυνταγματικότητας των Νόμων της Εγχωρίου, γεννά πολλά ερωτηματικά.

Στην ίδια απόφαση καταρρίπτεται ακόμα ένα επιχείρημα της Μητροπόλεως, ότι δήθεν ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος έχει αυξημένη ισχύ έναντι των υπολοίπων Νόμων του Κράτους και άρα θα έπρεπε να υπερισχύει των ειδικών Νόμων της Εγχωρίου Περιουσίας σύμφωνα με τους οποίους τα Ιερά Προσκυνήματα υπάγονται διαχειριστικά στην Εγχώριο. Ο Καταστατικός Χάρτης ουδεμία αυξημένη τυπική ισχύ έχει, τουλάχιστον σε ζητήματα διοικητικής φύσεως «άτινα ου μόνο δεν δύνανται να έχουσι την σημασίαν των δογματικών, αλλά και εκ της φύσεως αυτών ρυθμίζονται συμφώνως προς τας ανάγκας και περιστάσεις της κοινωνίας» (ΣτΕ 2037/1979). Αυτή την άποψη επανέλαβε η απόφαση του 1986 που έκρινε ότι «ο νέος επομένως Νόμος, ειδικά ως προς τα Προσκυνήματα των Κυθήρων, τροποποιεί τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας. Εφόσον ο Καταστατικός Χάρτης είναι Νόμος του Κράτους, ο οποίος σε ζητήματα της εκκλησίας, τουλάχιστον διοικητικής φύσεως – όπως το προκείμενο – καμία αυξημένη τυπική ισχύ δεν έχει σε σχέση με άλλους νόμους, ο μεταγενέστερος Νόμος ήταν ελεύθερος να ρυθμίζει διαφορετικά τα ζητήματα αυτά και καμία συνταγματική παράβαση δεν υπάρχει από την άποψη αυτή». Τα πράγματα λοιπόν είναι σαφέστατα. Ούτε ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας έχει μεγαλύτερη ισχύ από άλλους Νόμους, ούτε αντισυνταγματικός είναι ο Νόμος για την Εγχώριο. Μάλιστα ο ίδιος ο σημερινός Μητροπολίτης αποδέχεται τη διάκριση ανάμεσα σε ζητήματα δογματικά και διοικητικά και σε επιστολή του προς το Δήμο στις 17-05-2016 (αρ. 235) αναφέρει τα εξής: «δεν προτίθεμαι να κάμω κάποια νομική παρέμβαση. Αφού το πρόβλημα είναι μεν νομοκανονικό, όχι όμως και δογματικό, δεν θα ήθελα να προξενήσω διχασμό στο ποίμνιό μου». Ποιος λοιπόν μίλησε πρώτος για «διχασμό»; Τί άλλαξε μέσα σε λίγους μήνες και η Μητρόπολη κάνει τα αντίθετα από εκείνα που έγραφε;

ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΣΗ 4Η: Οι Δήμοι θα πάρουν τα Μοναστήρια σε όλη την Ελλάδα (!)
Ο Μητροπολίτης στην επιστολή του προς τα Κυθηραϊκά Σωματεία στις 3 Απριλίου 2017 (αρ. 297) προβαίνει σε λογικό άλμα, τόσο σαθρό, που όμοιό του δεν έχει ακουστεί ποτέ ξανά στην τοπική κοινωνία: «εξ΄ άλλου η μη έγκαιρη αναίρεσις του προσβαλλομένου Π.Δ. θα επαγίωνε μία αντικανονική και αντισυνταγματική κατάσταση εις το διηνεκές, την οποία και θα εκληροδοτούσαμε στους μεταγενέστερους ως κακή κληρονομία. Άλλωστε το Π.Δ. αυτό είναι δυνατόν, εάν μείνει ως έχει, να αποτελέση νομικό δεδομένο και προηγούμενο και για άλλους Δήμους της Χώρας» (!!!). Ειλικρινά δεν περιμέναμε μια τόσο σαθρή τοποθέτηση από τον Επίσκοπό μας, ο οποίος όπως έχουμε πληροφορηθεί υποστήριξε την άποψη αυτή (ότι δηλαδή λόγω του ιδιαίτερου καθεστώτος των Κυθήρων θα διεκδικήσουν και οι υπόλοιποι Δήμοι της Χώρας τα κατά τόπους Προσκυνήματα και Μονές!) και ενώπιον της Ιεραρχίας του Μαρτίου 2017. Αν αυτό αληθεύει μας προκαλεί μεγάλη λύπη διότι δείχνει ότι η σύμφωνη γνώμη της Ιεραρχίας κυριολεκτικά υφαρπάχτηκε με έναν εκφοβισμό, μηδαμινής λογικής και νομικής αξίας. Μα οι άλλοι Δήμοι της Χώρας δεν έχουν την Εγχώριο Περιουσία, ούτε είχαν δικαιώματα κυριότητας ποτέ στα Προσκυνήματα κατά την ΜΟΝΑΔΙΚΗ έννοια και τον τρόπο της περίπτωσης των Κυθήρων. Με την προσυπογραφή της Ιεραρχίας, που κατέστη δυνατή μόνο μετά το απαράδεκτο αυτό και παράλογο «επιχείρημα», ανοίγει ο ασκός του Αιόλου με πιθανή εμπλοκή στα Κύθηρα του Δημοσίου και του ΤΑΙΠΕΔ, με ό,τι αυτό σημαίνει για την περιουσία των Κυθηρίων. Η ευθύνη σε μια τέτοια περίπτωση θα ανήκει εξολοκλήρου στην Μητρόπολη.

ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΣΗ 5Η: Τα Προσκυνήματα θα ανήκουν στη Λακωνία!
Οι προσφυγές κατά των Προεδρικών Διαταγμάτων δεν γίνονται με βάση υποθετικά σενάρια του μέλλοντος. Δυστυχώς, όμως, αυτό έγινε στην περίπτωση των Κυθήρων, καθώς οι μελλοντικοί υποθετικοί φόβοι της Μητρόπολης σχετικά με το ενδεχόμενο συγχώνευσης του Δήμου Κυθήρων με έναν Δήμο της Λακωνίας υποτίθεται ότι αποτελούν το βασικότερο φόβο της Μητροπόλης που οδήγησε στην προσφυγή αυτή. Ποια είναι όμως η αλήθεια; Η αλήθεια είναι ότι ακόμα και εάν αυτό συμβεί με μελλοντικό ανύποπτο χρόνο που ουδείς δύναται να γνωρίζει, η διοίκηση και διαχείριση της Εγχωρίου Περιουσίας (και των Ιερών Προσκυνημάτων φυσικά) θα εξακολουθήσει να βρίσκεται στους εκπροσώπους του Κυθηραϊκού Λαού είτε θα ονομάζονται Δημοτικοί Σύμβουλοι, είτε Τοπικοί Εκπρόσωποι είτε ο,τιδήποτε. Από που προκύπτει ότι ο υποτιθέμενος νέος Δήμος π.χ. Νεάπολης και Κυθήρων θα διοικείται αποκλειστικά από Λάκωνες και οι Κυθήριοι θα είναι ανύπαρκτοι; Από πού προκύπτει ότι τα Προσκυνήματα και η Εγχώριος θα κινδυνεύσουν εάν ο Δήμος μεταφερθεί στη Λακωνία; Δεν θα υπάρχουν εκπρόσωποι 2 ολόκληρων νησιών με 4.000 μόνιμους κατοίκους; Θα ζητήσουν να πάρουν την Εικόνα στη Σπάρτη ή τον Ταΰγετο; Πώς είναι δυνατόν να υποστηρίζονται τέτοια ανυπόστατα πράγματα επιστημονικής φαντασίας; Την ίδια στιγμή βέβαια η Μητρόπολη παρουσιάζει ως ανώδυνή την πιθανότητα της μελλοντικής κατάργησης της Μητρόπολης (αρκετές φορές στο παρελθόν επιχειρήθηκε κάτι τέτοιο εξάλλου) καθώς κατά την άποψη του Μητροπολίτη, ο μελλοντικός Μητροπολίτης Λακωνίας και Κυθήρων θα δικαιούται να διοικεί τα Προσκυνήματα, ενώ ο αντίστοιχος μελλοντικός Δήμαρχος Λακωνίας και Κυθήρων δεν θα δικαιούται! Γιατί; Ποια είναι η διαφορά;

Και κάτι άλλο. Αναφέρει η Μητρόπολη ότι στόχος της είναι η δημιουργία μιας «εκκλησιαστικού τύπου άλλης Εγχωρίου Εκκλησιαστικής Περιουσίας» με τη δημιουργία ενός εννεαμελούς Νομικού Προσώπου με Πρόεδρο (φυσικά) τον Μητροπολίτη και με επιλεγμένη φυσικά από τον ίδιο σύνθεση (άλλωστε δεν υπάρχει νομικό πρόσωπο της Εκκλησίας που να εκλέγεται από τον Λαό και δεν διορίζεται από τον Μητροπολίτη) που θα διοικεί τα Προσκυνήματα στα πρότυπα των άλλων Ιερών Προσκυνημάτων όπως π.χ. της Εκατονταπυλιανής στην Πάρο. Μα αλήθεια, τί σχέση μπορεί να έχει η Εκατονταπυλιανή που ως το 1950 ήταν ενοριακός Ναός της Παροικιάς, με την Μυρτιδιώτισσα που είναι δημόσια (επιχώρια) περιουσία τουλάχιστον από το 1675; Συγκρίνονται οι δύο περιπτώσεις τόσο εύκολα; Ασφαλώς όχι. Και τί ακριβώς σημαίνει αυτό το νέο Νομικό Πρόσωπο που επιδιώκει να κατασκευάσει η Μητρόπολη; Είναι πολύ απλό. Το νέο αυτό μόρφωμα ούτε στη Διαύγεια θα υπάγεται, ούτε στο Μητρώο Δημοσίων Συμβάσεων, ούτε σε Κρατικό έλεγχο, ούτε στο Δημόσιο Λογιστικό (είναι γνωστό εξάλλου ότι η Εκκλησία ελέγχεται από την ίδια την Εκκλησία!), ούτε φυσικά στον έλεγχο νομιμότητας δαπανών του Ελεγκτικού Συνεδρίου που υπάγονται σήμερα ΟΛΕΣ οι πράξεις και δαπάνες της Εγχωρίου Περιουσίας και των Ιερών Προσκυνημάτων. Νέο νομικό πρόσωπο λοιπόν ΓΙΑΤΙ; Για να μην υπάρχει δημοσιότητα στις δαπάνες των Προσκυνημάτων, να μην υπάρχει κρατικός έλεγχος, να μην υπάρχει έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς έτσι σήμερα λειτουργούν τα αντίστοιχα νομικά εκκλησιαστικά πρόσωπα στην υπόλοιπη Ελλάδα. Ψάξτε να βρείτε στη Διαύγεια μια απόφαση ή ανάθεση ή πληρωμή της Παναγίας της Τήνου ή της Σουμελά. Δεν θα βρείτε καμία γιατί πολύ απλά δεν υπάγονται σε κανόνες δημοσιότητας! Οι αντίστοιχες πράξεις για τη Μυρτιδιώτισσα και την Αγία Μόνη είναι όλες αναρτημένες στη Διαύγεια! Προς τι λοιπόν η προσπάθεια αλλαγής αυτού του καθεστώτος διοίκησης;

Κυθήριες και Κυθήριοι,
Είναι λυπηρό η Μητρόπολη να ζητά ηρεμία και αγάπη, ταυτόχρονα όμως να επικαλείται στην προσφυγή της στο ΣτΕ τόσο ανυπόστατα και αναληθή επιχειρήματα και αιτιάσεις που ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα. Δεν λέει πλήρη την αλήθεια στους Κυθηρίους επιχειρώντας με νομικίστικες ακροβασίες να αλλάξει ένα καθεστώς που ισχύει επί αιώνες και που έγινε σεβαστό από όλους τους Μητροπολίτες. Διαταράσσει με αποκλειστική της ευθύνη την ηρεμία των Κυθηρίων με την αίτηση ακυρώσεως που υπέβαλε ενώπιον του ΣτΕ, που, ούτε αναγκαία ήταν, ούτε νομική βάση έχει, ούτε λογικά επιχειρήματα, ούτε ιστορικά και εθιμικά δεδομένα μπορεί να επικαλεστεί. Αποτελεί μόνο μια εμμονή που δυστυχώς εκφράστηκε αρκετές φορές μέχρι σήμερα, είτε με έγγραφα της Μητροπόλεως προς το Δήμο, είτε με άλλες πράξεις όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι κατά την Γύρα της Εικόνας δεν έχει τελεστεί ποτέ δέηση ενώπιον των γραφείων της Επιτροπής, στην οποία ανήκει η διαχείριση του Προσκυνήματος! Είναι μια αίτηση αδικαιολόγητη που προσβάλει το σύνολο των Κυθηρίων και όσων διαχρονικά υπερασπίστηκαν τον ιερό και σεβάσμιο θεσμό της Εγχώριας Περιουσία.

Ο Δήμος και η Εγχώριος, με ακλόνητα επιχειρήματα (εθιμικά, ιστορικά και νομικά) αποδεικνύουν αυτό που έτσι και αλλιώς άπαντες γνωρίζουν εδώ και δεκάδες χρόνια. Ότι τα Ιερά Προσκυνήματα των Κυθήρων ΟΥΔΕΠΟΤΕ συνιστούσαν εκκλησιαστική περιουσία – ούτε καν για μία ημέρα-, ΟΥΔΕΠΟΤΕ έτυχαν διαχείρισης από την τοπική Μητρόπολη, αλλά ΑΠΟΤΕΛΟΥΣΑΝ ΑΝΕΚΑΘΕΝ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΕΓΧΩΡΙΟΥ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΩΝ ΚΥΘΗΡΩΝ. Ανήκουν εδώ και 3 αιώνες στον λαό των Κυθήρων, στους Κυθήριους, σε εσάς, σε όλους εμάς. Η άποψη ότι τα Προσκυνήματα «πέρασαν» στην Εγχώριο το 1985 είναι ουτοπική και παραπλανητική και δυστυχώς εκφράζεται και στις 2 προσφυγές που κατατέθηκαν στο ΣτΕ από τη Μητρόπολη και την Ιεραρχία. Το 1985 αποκαταστάθηκε η λαϊκή διοίκηση στην Εγχώριο Περιουσία που είχε καταργηθεί το 1941 με τον κατοχικό Νόμο Τσολάκογλου. Η Εγχώριος Περιουσία υπήρχε διαρκώς, μπορεί με αρκετές αλλαγές στον τρόπο διοίκησής της, όμως ουδέποτε από το 1817 μέχρι σήμερα δεν έπαψε να υφίσταται, να λειτουργεί και να διοικεί τα Ιερά Προσκυνήματα. Προκαλούμε τον οποιονδήποτε να προσκομίσει και να δημοσιοποιήσει έστω και ΕΝΑ τεκμήριο που να αποδεικνύει ότι τα Προσκυνήματα ανήκαν κατά κυριότητα στην τοπική Εκκλησία και Μητρόπολη έστω και για μία ημέρα και σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή. Δεν υπάρχει κανένα! Από το 1675 η Μυρτιδιώτισσα είναι «δημόσια περιουσία» με ακλόνητα στοιχεία και αποδείξεις που ορισμένοι επιμελώς αποκρύπτουν ή (ακόμα χειρότερα) δεν μπορούν να κατανοήσουν.

Η κυριότητα των Προσκυνημάτων ΟΥΔΕΠΟΤΕ προκάλεσε το παραμικρό πρόβλημα στην τέλεση της Θείας Λατρείας σε αυτά, όπως εξάλλου παραδέχονται δημοσίως όλοι οι Μητροπολίτες Κυθήρων ευχαριστώντας κάθε χρόνο στα σκαλιά της Μυρτιδιώτισσας την Εγχώριο Περιουσία για την διοργάνωση της Ιεράς Πανηγύρεως του Δεκαπενταύγουστου και της 24ης Σεπτεμβρίου (υπάρχουν δεκάδες βίντεο). Αντίθετα, η τοπική Μητρόπολη τόσο στη δεκαετία του 1980 όσο δυστυχώς και σήμερα, επαναφέρει στο προσκήνιο ανύπαρκτα ζητήματα που ο νομοθέτης έχει επιλύσει οριστικά, με αποτέλεσμα το νησί μας να εισέρχεται αναπόφευκτα σε μια μακρά περίοδο ισχυρών διαστάσεων των κατοίκων του.
Με βάση μάλιστα το Π.Δ. 272/1985 ο Μητροπολίτης ως Πρόεδρος των 2 Εκκλησιαστικών Επιτροπών έχει οριοθετημένα καθήκοντα και δικαιώματα στην τρέχουσα διοίκηση των Προσκυνημάτων, χωρίς ωστόσο να έχει δικαίωμα οικονομικής δέσμευσης των Προσκυνημάτων ή αποδοχής δωρεών και κληροδοσιών, αρμοδιότητες που ανήκουν στην Εγχώριο. ΤΙ ακριβώς λοιπόν επιδιώκει να αλλάξει η προσφυγή; Σε ΤΙ αποσκοπεί; Από τη στιγμή που η Θεία Λατρεία και η πνευματική εξουσία του Επισκόπου ΟΥΔΕΠΟΤΕ ενοχλήθηκε στα Ιερά Προσκυνήματα, μόνο ΕΝΑ πράγμα απομένει που ζητεί η τοπική Εκκλησία: την πλήρη οικονομική διοίκηση και διαχείριση, που ΠΟΤΕ δεν της ανήκε. Αυτή είναι η αλήθεια!

Λυπούμαστε ειλικρινά γιατί οι προσπάθειές μας, αλλά και οι παραινέσεις δεκάδων ευυπόληπτων συμπολιτών μας προς τον Σεβασμιώτατο, έπεσαν στο κενό και απευθύνθηκαν «εις ώτα μη ακουόντων». Φυσικά και αγαπούμε τον Επίσκοπό μας, ο οποίος είναι ηθικότατος και ανήρ μεγάλης θεολογικής κατάρτισης, όμως η άκαμπτη στάση του μας έχει ειλικρινά παγώσει. Του προτείναμε να συγκροτηθεί νομικό όργανο με τους νομικούς συμβούλους του Δήμου, της Εγχωρίου και της Μητροπόλεως, προκειμένου να προτείνει νομικές βελτιώσεις για τη μελλοντική διοίκηση των Προσκυνημάτων σε περίπτωση συγχώνευσης του Δήμου, όμως αρνήθηκε. Επιχειρήσαμε να θέσουμε ακλόνητα ιστορικά και νομικά επιχειρήματα ενώπιόν του και συναντήσαμε πλήρη άρνηση. Μπροστά σε μια τέτοια στάση, είμασταν υποχρεωμένοι να ενημερώσουμε τους Κυθήριους με την εκδήλωση αυτή, ώστε να μην παραπλανώνται από απόψεις που δεν έχουν καμία απολύτως ιστορική, εθιμική, λογική ή νομική βάση, αλλά αποτελούν «έπεα πτερόεντα» που δυστυχώς ορισμένοι κύκλοι εξακολουθούν να προβάλλουν στην κοινωνία μας.

Το νέο νομικό πρόσωπο που επιθυμεί η Μητρόπολη να κατασκευάσει για τα Προσκυνήματα από ποιόν και με τί διαδικασία θα ελέγχεται; Ελέγχεται από το Κράτος (Αποκεντρωμένη Διοίκηση, Ελεγκτικό Συνέδριο) το Ίδρυμα της Εκατονταπυλιανής, της Σουμελά ή της Τήνου; ΟΧΙ! Δημοσιεύονται στη Διαύγεια και το Μητρώο Δημοσίων Συμβάσεων οι οικονομικές πράξεις των Ιερών Προσκυνημάτων στην υπόλοιπη Ελλάδα; ΟΧΙ! Αντίθετα, οι δαπάνες, εντάλματα, αποφάσεις και κάθε πράξη που αφορά τα Ιερά Προσκυνήματα των Κυθήρων, δημοσιεύονται ΟΛΑ στο διαδίκτυο και τηρούνται επακριβώς οι διατάξεις για το δημόσιο χρήμα. Κάποιοι λοιπόν, αυτό ακριβώς επιθυμούν να καταργήσουν. Με τις νεοφανείς τους ιδέες προσπαθούν να αφαιρέσουν από τα Ιερά Προσκυνήματα τις διατάξεις περί δημοσίου λογιστικού και να τα εντάξουν στις γενικές εκκλησιαστικές διατάξεις, καταργώντας τη Διαύγεια, το Μητρώο Συμβάσεων, το διπλογραφικό σύστημα και τον έλεγχο της Αποκεντρωμένης Διοίκησης και του Ελεγκτικού Συνεδρίου που ΚΑΝΕΝΑ εκκλησιαστικό ίδρυμα στη Χώρα δεν έχει.
Είναι σαφές ότι οι προσφυγές αυτές δεν έχουν κανέναν στέρεο λόγο ύπαρξης, δεν υπήρχε και δεν υπάρχει καμία αναγκαιότητα να κατατεθούν, δεν πρόκειται να επιλύσουν κανένα ζήτημα αφού όλα τα θέματα της διοίκησης των Ιερών Προσκυνημάτων είναι οριστικά λυμένα από το Νομοθέτη και τα Δικαστήρια εδώ και χρόνια και κυρίως αιτιολογούνται από την Εκκλησία με ψευδέστατα και ανυπόστατα επιχειρήματα, με μοναδικό στόχο την παραπλάνηση των Κυθηρίων και την προσέλκυση όσο το δυνατόν περισσότερων υποστηρικτών. Επιχειρούν να πείσουν ότι δήθεν τα Προσκυνήματα «κατέστησαν» διακοινοτική περιουσία το 1984 ως εάν πριν να ανήκαν στην Μητρόπολη! Δεν αναφέρουν τίποτε για την ουσιαστική απόφαση του ΣτΕ του 1986 που έκρινε το θέμα αυτό οριστικά, όμως παρουσιάζουν ως θέσφατο μια κρίση – γνώμη του 2003 ως δήθεν πανίσχυρη. Αποδεικνύεται λοιπόν ξεκάθαρα ότι κάποιοι κυριολεκτικά «περίμεναν στη γωνία» για να προκαλέσουν προβλήματα και τριγμούς στην Εγχώριο Περιουσία, αφού σε περίπτωση δικαίωσης της Μητρόπολης, η διοίκηση και διαχείριση των Προσκυνημάτων θα εισέλθει σε μια πολυετή περίοδο αχαρτογράφητων υδάτων, καθώς το ΣτΕ δεν νομοθετεί και θα πρέπει να νομοθετηθεί εξαρχής νέο πλαίσιο διοίκησης που θα επηρεάσει ζητήματα πέραν των Προσκυνημάτων. Το γεγονός ότι η Εκκλησία της Ελλάδος ζητεί με την προσφυγή της παρεμπίπτοντα έλεγχο νομιμότητας ακόμα και για τον ιδρυτικό Νόμο της Εγχωρίου του 1984, αποτελεί πράξη εχθρική προς τους Κυθηρίους και δεν μπορεί να μείνει αναπάντητη.


Τέλος σας διαβεβαιώνω ότι το Υπουργείο Εσωτερικών, ο Δήμος Κυθήρων και η Επιτροπή Εγχωρίου Περιουσίας θα υποστηρίξουμε την αλήθεια ενώπιον του ΣτΕ, παρουσιάζοντας τα αληθή δεδομένα της υπόθεσης, με μοναδικό στόχο την υπεράσπιση των περιουσιακών δικαιωμάτων των Κυθηρίων, στους οποίους εδώ και αιώνες ανήκουν τα Ιερά Προσκυνήματα και είμαστε σίγουροι ότι η Δικαιοσύνη θα πράξει ξανά το καθήκον της, όπως έκανε και στο παρελθόν σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα.



Ευχαριστώ για την προσοχή σας.



Ευστράτιος Αθ. Χαρχαλάκης

ΔΗΜΑΡΧΟΣ
Η ενημέρωση συνεχίστηκε με την ομιλία του Προέδρου της Επιτροπής εγχωρίου περιουσίας κ. Παναγιώτη Κομηνού ο οποίος επανέλαβε τις καίριες θέσεις της Επιτροπής και τόνισε ότι ουδείς Κυθήριος η Κυθήρια δεν πρέπει να απέχει από την δίκαιη διεκδίκηση της κεκτημένης αυτής ιδιαιτερότητος για τους Κυθήριους.


Στην συνέχεια τον λόγο επήρε ο Αντιδήμαρχος κ. Γεώργιος Κομηνός , ο οποίος αφού επανέλαβε τα κύρια σημεία της ενημέρωσης δεν παρέλειψε να αναφερθεί στις παλαιότερες δημιουργηθείσες παρόμοιες καταστάσεις όπου υπήρξε πάλι έντονη αντιπαράθεση μεταξύ κλήρου και Κυθηραϊκού λαού, στις οποίες υπήρξε και ο ίδιος πρωταγωνιστής. Ενώ δεν παρέλειψε να κάνει έκκληση για κοινή ομοψυχία και αντιμετώπιση του θέματος.

Επόμενος ομιλητής ήταν ο κ. Εμμανουήλ Κασιμάτης, τέως έπαρχος και θιασώτης παρομοίων καταστάσεων του παρελθόντος, ο οποίος υπενθύμισε ότι παρόμοια κατάσταση είχε τερματισθεί με ολική συμφωνία όλων των πλευρών χωρίς να προχωρήσει περαιτέρω σε δικαστικές αίθουσες η ανώτατα δικαστήρια, κάνοντας συγχρόνως έκκληση προς πάσαν κατεύθυνση να πέσουν οι τόνοι και να ευρεθεί και πάλι μία λύση που θα αποβει προς όφελος όλων και θα απομακρύνει κάθε σύννεφο διχασμού και διαίρεσης του λαού και του κλήρου του νησιού.
 

Ο κ. Κωνσταντίνος Καλλίγερος, διατελέσας Πρόεδρος της Εγχωρίου Περιουσίας συνέχισε την ενημέρωση δίνοντας πολύ χρήσιμες και κατανοητές πληροφορίες στους ακροατές και τονίζοντας ότι "Θα βρεθούμε απέναντι σε οιαδήποτε προσπάθεια κατακρημνήσεως του θεσμού της Εγχωρίου που είναι θέσφατο και κεκτημένο του Κυθηραϊκού λαού".
Προσέτι εκάλεσε τον Δήμαρχο και τον Πρόεδρο της Εγχωρίου να προβούν σε διευκρίνηση σχετικά με όσα αναφέρει στην επιστολή του προς τους Κυθηραϊκούς συνδέσμους και τα Κυθηραϊκά σωματεία, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης και εάν υπάρχει ίχνος παραποίησης να προχωρήσουν σε ένδικα μέσα.


Την αρχική ενημέρωση έκλεισε ο κ. Κοσμάς Μεγαλοκονόμος, διατελέσας πρόεδρος της Εγχωρίου, ο οποίος τόνισε την ολοκληρωτική απουσία του κλήρου από την συγκέντρωση και την μόνο από άμβωνος παρουσία, ενώ όπως είπε λαός και κλήρος έπρεπε να είναι ενωμένοι διότι μόνο η ενότης εξασφαλίζει μια ομαλή και αποδοτική κοινωνία.


Μετά το πέρας των ομιλιών και της ενημέρωσης υπήρξε ανοιχτή συζήτηση και επι του θέματος ετέθησαν αρκετές ερωτήσεις και απορίες του ακροατηρίου, οι οποίες απαντήθηκαν από τους ομιλητές.




 
 


Η εκδήλωση έκλεισε με την υπόσχεση ότι θα επαναληφθεί η ενημέρωση όταν αφιχθούν στα Κύθηρα οι νομικοί σύμβουλοι που έχουν προσληφθεί εκ μέρους του Δήμου και της Εγχωρίου περιουσίας και οι οποίοι μαζί με τους μόνιμους νομικούς συμβούλους του Δήμου και της Εγχωρίου θα αντιπροσωπεύσουν αντίστοιχα τους τοπικούς θεσμούς στο Συμβούλιο της Επικρατείας.




--------------------------------------------------------------------------------------
Αντώνης Λαμπρινίδης-Φωτογραφίες Βαλέριος Καλοκαιρινός Photo Gerigo-AdeliFM
--------------------------------------------------------------------------------------