Τετάρτη 26 Απριλίου 2017

Η σακαράκα

Είχε όρεξη εκείνο το πρωί. Λαχταρούσε να πάνε μαζί μια βόλτα. Κατέβηκε στην είσοδο της πολυκατοικίας με λίγη ανησυχία. Από τότε που ο δήμος απείλησε πως θα το μαζέψει, φοβόταν πως θα βγει ένα πρωί στον δρόμο και δεν θα είναι εκεί.


«Μας τηλεφώνησαν, κύριε! Το αυτοκίνητο είναι εγκαταλειμμένο!» του είπαν όταν επικοινώνησε μαζί τους αφού βρήκε στο παρμπρίζ ένα ειδοποιητήριο. Μισή ώρα χρειάστηκε για να τους πείσει πως δεν ήταν καθόλου έτσι τα πράγματα γιατί κάθε μέρα εκείνος το έβαζε μπρος, το έπλενε, το φρόντιζε! Πες-πες τούς έπεισε. Δεν μπορούσε να σκεφτεί ποιος γείτονας είχε κάνει την καταγγελία.

Ολοι τον ήξεραν καλά τόσα χρόνια. Τέλος πάντων, όμως, αφού κάποιον ενοχλούσε του άλλαξε θέση. Περίμενε βέβαια μία μέρα ολόκληρη γιατί είχε σταμπάρει μια καλή θέση κάτω από τη μεγάλη νεραντζιά στην άκρη του δρόμου.

Γκρρρ, γκρίνιαξε λίγο το αυτοκινητάκι, αλλά του έκανε τη χάρη και πήρε μπρος! Ηξερε όλα του τα χούγια. Πόσο πρέπει να περιμένει πριν ξεκινήσει, πόσο κρατάει η βενζίνη πριν σβήσει εντελώς, με ποιο κόλπο να κλείσει καλά η χαλασμένη πόρτα.

Εντάξει, εδώ που τα λέμε δεν ήταν ιδιαίτερα ωραίο θέαμα το παλιό αυτοκίνητό του. Ούτε επρόκειτο για ακριβή μάρκα, να το πεις και αντίκα! Ενα φιατάκι τριάντα ετών, με την μπλε μπογιά του ξεφτισμένη, βαθουλώματα στις πόρτες και τα φανάρια σπασμένα. «Τι το θες το ερείπιο, ρε πατέρα;» γκρίνιαζαν τα παιδιά. «Ερείπιο ε; Οταν σας πήγαινε όπου θέλατε, μα ξημέρωμα, μα μεσάνυχτα, ήταν καλό;»

Το έπαιρνε πολύ προσωπικά όταν του υποτιμούσες το αυτοκίνητο. Η γυναίκα του βέβαια τον καταλάβαινε. Ηξερε όσα τα παιδιά δεν ξέρουν. Καταρχήν, ότι το είχε αγοράσει με την πρώτη του δουλειά και όταν ήταν «νέο» ήταν όμορφο και αστραφτερό σαν τα νιάτα του.

Βόλτες, ταξίδια, γέννες, χαρές, λύπες. Ε, δεν του πήγαινε καρδιά να το πετάξει! Στο πορτμπαγκάζ φύλαγε κρυφά, μικροπράγματα που «έσωζε» από τις εποχικές εκκαθαρίσεις της συζύγου. Υποτίθεται πως όλα έφταναν στα σκουπίδια. Μα εκείνος κρατούσε παλιές ζωγραφιές των παιδιών, μια παλιά κούπα, ένα χαλασμένο φωτιστικό που κάποτε ακριβοπλήρωσε, τέτοια πράγματα.

«Τι τη θες τη σακαράκα;» του φώναξε η γειτόνισσα. Δεν μίλησε αλλά στο τσακ ήταν να βάλει μπρος, να δώσει κάνα δυο δυνατά μαρσαρίσματα και να ξεχυθεί στον δρόμο προς την παραλία, με τα παράθυρα ανοιχτά και το παλιό ραδιόφωνο να παίζει δυνατά!
---------------------------------------------------------------------
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών-Κυριακή Μπεϊόγλου
---------------------------------------------------------------------