Ελπίδες για καλύτερη ποιότητα ζωής επί τουλάχιστον μία δεκαετία δίνουν στους πάσχοντες από νόσο του Πάρκινσον οι σύγχρονες χειρουργικές θεραπείες, που περιλαμβάνουν τοποθέτηση αντλίας φαρμάκου στην κοιλιά ή «βηματοδότη» στον εγκέφαλο.
Απαραίτητη προϋπόθεση, όμως, είναι να εκτελεστούν την κατάλληλη στιγμή και στους κατάλληλους ασθενείς. Αν η εγχείρηση γίνει στο τελικό στάδιο της νόσου ή πολύ νωρίς στην πορεία της, δεν θα έχει το αναμενόμενο αποτέλεσμα, γι’ αυτό και η εφαρμογή της βασίζεται σε πολύ συγκεκριμένα κριτήρια.
Απαραίτητη προϋπόθεση, όμως, είναι να εκτελεστούν την κατάλληλη στιγμή και στους κατάλληλους ασθενείς. Αν η εγχείρηση γίνει στο τελικό στάδιο της νόσου ή πολύ νωρίς στην πορεία της, δεν θα έχει το αναμενόμενο αποτέλεσμα, γι’ αυτό και η εφαρμογή της βασίζεται σε πολύ συγκεκριμένα κριτήρια.
Όπως εξηγεί ο νευρολόγος Παναγιώτης Ι. Ζήκος, υπεύθυνος του Ιατρείου Νόσου Πάρκινσον & Συναφών Διαταραχών του 251 Γενικού Νοσοκομείου Αεροπορίας και υπεύθυνος του Ιατρείου Επεμβατικής Αντιμετώπισης Πάρκινσον στο Νοσοκομείο Μετροπόλιταν, το Πάρκινσον δεν είναι μία ενιαία ασθένεια, αλλά έχει στάδια, κάθε ένα από τα οποία χρειάζεται ξεχωριστή αντιμετώπιση.
«Η νόσος αρχίζει με ένα προκλινικό στάδιο, το οποίο προηγείται της εμφάνισης κινητικών συμπτωμάτων. Στο στάδιο αυτό οι ασθενείς έχουν μη κινητικά συμπτώματα, δηλαδή σιελόρροια, δυσκοιλιότητα (λιγότερες από 3 κενώσεις την εβδομάδα), άγχος, ανήσυχο ύπνο με πολύ «ζωντανά» όνειρα και κινήσεις που ξυπνούν τον/την σύντροφο, απώλεια της όσφρησης (παρατηρείται στο 90% των ασθενών), αλλά και επίμονο “πιάσιμο” στον ώμο, το οποίο είναι πιο συνηθισμένο στους νεότερους ασθενείς (ηλικίες 35-50 ετών) και για το οποίο δεν ανευρίσκεται εμφανής αιτία», λέει.
Στο στάδιο αυτό λίγοι ασθενείς θα απευθυνθούν ή θα παραπεμφθούν στον νευρολόγο ιατρό, διότι σπάνια συνδέονται τα συγκεκριμένα συμπτώματα με τη νόσο Πάρκινσον και έτσι οι γιατροί προσπαθούν να τα αντιμετωπίσουν με άλλες μεθόδους (π.χ. με ορθοπεδικές εγχειρήσεις για το «μάγκωμα» του ώμου).
Περίπου οκτώ χρόνια μετά την έναρξη των μη κινητικών συμπτωμάτων, αρχίζει το κλινικό στάδιο, που χαρακτηρίζεται από σταδιακή εμφάνιση των κινητικών συμπτωμάτων, που αρχίζουν πάντα από τη μία πλευρά του σώματος και σταδιακά προσβάλλουν και τις δύο. Τα συμπτώματα αυτά είναι η επιβράδυνση των κινήσεων (βραδυκινησία), το τρέμουλο (το εκδηλώνουν δύο στους τρεις ασθενείς) και η αστάθεια.
«Στο στάδιο αυτό αρχίζει συνήθως η χορήγηση φαρμάκων, τα οποία αυξάνουν ή υποκαθιστούν την ντοπαμίνη, η ελλιπής παραγωγή της οποίας από τον εγκέφαλο είναι η αιτία των κινητικών συμπτωμάτων. Τα φάρμακα αυτά είναι πολύ αποτελεσματικά, αλλά όσο πιο νωρίς στην πορεία της νόσου χορηγούνται, τόσο το καλύτερο», εξηγεί ο Δρ. Ζήκος.
«Ταυτόχρονα, συνιστάται στον ασθενή να είναι όσο πιο δραστήριος μπορεί γιατί η καθημερινή κινητικότητα, είτε με τη μορφή γυμναστικής είτε με πολλές φυσικοθεραπείες για όσους δεν μπορούν να γυμνάζονται, μπορεί να επιβραδύνει την εξέλιξη της νόσου».
Όταν αρχίζει η λήψη φαρμάκων και η αυξημένη κινητικότητα, αρχίζει και το επόμενο στάδιο της νόσου Πάρκινσον, ο λεγόμενος μήνας του μέλιτος. Η ονομασία αυτή έχει δοθεί επειδή ο οργανισμός των ασθενών συνήθως ανταποκρίνεται τόσο καλά στη θεραπεία, ώστε η ποιότητα ζωής τους βελτιώνεται εντυπωσιακά και νομίζουν ότι θεραπεύτηκαν. Ωστόσο η βελτίωση αυτή συνήθως διαρκεί 3-5 χρόνια. Ύστερα, τα συμπτώματα επανεμφανίζονται σταδιακά και η νόσος εξελίσσεται, με την ταχύτητα της εξέλιξης να είναι διαφορετική από ασθενή σε ασθενή.
Ενδείξεις για εγχείρηση
Όταν έπειτα από μερικά χρόνια πάψει η φαρμακευτική αγωγή να βελτιώνει ικανοποιητικά τα συμπτώματα των ασθενών, τότε μπορεί να γίνει χειρουργική αντιμετώπιση με τοποθέτηση ενός «βηματοδότη» στον εγκέφαλο (νευροδιεγέρτης DBS) ή μίας αντλίας συνεχούς χορήγησης φαρμάκων στην κοιλιά.
«Κατάλληλοι υποψήφιοι γι’ αυτού του είδους τις θεραπείες είναι οι ασθενείς με τουλάχιστον πέντε χρόνια νόσο Πάρκινσον, τους οποίους η ντοπαμίνη ακόμα βοηθά σημαντικά αλλά δεν τους καλύπτει σε όλη τη διάρκεια της ημέρας και έτσι έχουν σημαντικές διακυμάνσεις στην κινητικότητά τους (εναλλάσσονται περίοδοι δυσκινησίας μεταξύ των δόσεων και ακινησίας).
Οι ασθενείς αυτοί δυσκολεύονται πολύ στην εργασία, τη διασκέδαση και τις καθημερινές δραστηριότητές τους, και έχουν εξαντλήσει ή τείνουν να εξαντλήσουν τα όρια της φαρμακευτικής αγωγής», υπογραμμίζει ο Δρ. Ζήκος.
Οι ασθενείς πρέπει επίσης «να παίρνουν φάρμακα τέσσερις ή περισσότερες φορές την ημέρα και να μην πάσχουν από ψυχικά νοσήματα ή σοβαρή άνοια. Επιπρόσθετα, πρέπει να έχουν ηλικία έως 70 ετών για να τοποθετηθεί νευροδιεγέρτης DBS στον εγκέφαλο, αλλά για την αντλία συνεχούς χορήγησης φαρμάκων δεν υπάρχει ηλικιακός περιορισμός», προσθέτει.
Πρακτικά, τα παραπάνω σημαίνουν ότι «ο τυπικός υποψήφιος ασθενής είναι 65 ετών ή νεότερος, πάσχει από Πάρκινσον μια 7ετία, παίρνει τέσσερις φορές την ημέρα μεγάλη δόση ντοπαμίνης και παράλληλα παίρνει δύο ή τρία άλλα ντοπαμινεργικά φάρμακα που τον βοηθούν μεν αλλά ημερησίως θα έχει τουλάχιστον 2-3 ώρες ακινησία ή 1-2 ώρες υπερκινησία, σε βαθμό που θα τον δυσκολεύουν στην καθημερινότητά του».
Οι ασθενείς με αυτά τα χαρακτηριστικά πρέπει να εξεταστούν από διεπιστημονική ομάδα, ώστε να επιλεγεί η καταλληλότερη επεμβατική μέθοδος που θα βελτιώσει την ποιότητα της ζωής τους με τον μικρότερο δυνατό κίνδυνο. Στην βασική ομάδα συμμετέχουν εξειδικευμένος νευρολόγος, νευροψυχολόγος, νευροχειρουργός, γαστρεντερολόγος και ψυχίατρος.
Τι είναι ο νευροδιεγέρτης και η αντλία
Ο νευροδιεγέρτης DPS είναι μία συσκευή που μοιάζει με βηματοδότη και διεγείρει με ηλεκτρισμό μία δομή βαθιά μέσα στον εγκέφαλο (λέγεται υποθαλαμικός πυρήνας). Η συσκευή τοποθετείται στον θώρακα και συνδέεται με τον εγκέφαλο με ένα ηλεκτρόδιο, το οποίο τοποθετείται στον υποθαλαμικό πυρήνα.
Η αντλία συνεχούς έγχυσης φαρμάκων είναι μία φορητή συσκευή που παρέχει υγρή ντοπαμίνη στον ασθενή, μέσω ενός λεπτού καθετήρα που ενώνεται με το δωδεκαδάκτυλο (είναι το ανώτερο τμήμα του λεπτού εντέρου).
«Οι επεμβατικές μέθοδοι για τη νόσο του Πάρκινσον έχουν υψηλά ποσοστά αποτελεσματικότητας εφ’ όσον έχει γίνει σωστή επιλογή του ασθενούς, επιτυχημένη εμφύτευση των ειδικών ιατρικών συσκευών και σωστή ρύθμισή τους» τονίζει ο Δρ. Ζήκος. «Μελέτες έχουν δείξει ότι με το νευροδιεγέρτη DBS παρατηρείται βελτίωση πάνω από 70% στα κινητικά συμπτώματα και μείωση κατά σχεδόν 60% στα φάρμακα. Οι βελτιώσεις αυτές διαρκούν επί τουλάχιστον 10 χρόνια, αλλά είναι διαφορετικές σε κάθε άτομο, γιατί κάθε ασθενής βρίσκεται σε διαφορετικό στάδιο όταν χειρουργείται και έχει ποικιλία συμπτωμάτων».
Αντίστοιχα, «η αντλία Duodopa, όπως είναι η επιστημονική ονομασία της, βελτιώνει τις κινητικές διακυμάνσεις και τη δυσκινησία κατά περισσότερο από 90% και τη διαταραχή βάδισης και τη δυσφαγία πάνω από 60%. Μπορεί επίσης να βελτιώσει και μη κινητικά συμπτώματα της νόσου», καταλήγει.