Σαν πάρει την απόφαση κανείς να ξεμυτίσει λίγο από την πολιτεία μέσα
στον Κουτσοφλέβαρο και πιάσει τους αγρούς και τα βουνά, όλο και κάπου θα
την αντικρίσει.
Σε μια στροφή του δρόμου, στο σύνορο του χωραφιού, στην
έξω μπάντα ενός μαντρότοιχου, ορθή σιμά στον φουσκωμένο χείμαρρο,
σκαρφαλωμένη ίσως στην πλαγιά, χωσμένη μέσα σ’ ελαιώνες και
πορτοκαλεώνες.
Εκεί θα στέκεται και θα χαμογελά, φορτωμένη τ’ ανθισμένα της στολίδια
μέσα στο καταχείμωνο, ενόσω τ’ άλλα φυλλοβόλα ορθώνουν ακόμη τα
ολόγυμνα κλαδιά τους, να τους τα μαστιγώνει το παγωμένο ξεροβόρι.