Έχουν περάσει περίπου τρεις μήνες. Από τον φωταγωγό της πολυκατοικίας
μου έχει σταματήσει να ακούγεται η γερασμένη φωνή της ηλικιωμένης
κυρίας που έψαχνε κάθε αφορμή για να κατσαδιάσει τον εξίσου προχωρημένης
ηλικίας, αλλά λιγότερο νευρικό, σύζυγό της.
«Τι να απέγιναν;»,
αναρωτιέμαι. Είχαν υποσχεθεί να φροντίζουν ο ένας τον άλλον μέχρι
τέλους, μιας και δεν είχαν κανέναν άλλον. Τους έβλεπα καθημερινά να
κατεβαίνουν αγκαζέ τις σκάλες από τον 5ο όροφο, φορώντας τα καλά τους.
Για εκείνους κάθε βήμα έμοιαζε και με έναν μικρό άθλο. «Καταραμένα αρθριτικά», την άκουγα να λέει συχνά, αγκομαχώντας. «Σώπα. Λίγο έμεινε. Τα καταφέραμε και σήμερα»,
της απαντούσε, ο γλυκός, αλλά σπάνια ομιλητικός, σύζυγός της. Λίγο
αργότερα, τους συναντούσες σε κάποιο από τα γνωστά «στέκια» στη γειτονιά
να απολαμβάνουν τον ελληνικό καφέ τους. Και μετά πάλι πίσω στο
διαμέρισμα και τον «αγώνα δρόμου» της ατελείωτης εκείνης σκάλας. Αυτή
ήταν η δική τους μοναχική καθημερινότητα.