Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2017

Πώς ν' ανοίξω;

Θες γιατί διαβάζω το βιβλίο του Ξανθούλη –άλλοι το ρίχνουν στον Παπαδιαμάντη αυτές τις μέρες, εγώ ξεχριστουγεννιάζω με τον συντοπίτη μου-, θες γιατί μεγαλώνω και οι αναμνήσεις έχουν πυκνώσει τις επισκέψεις τους, θυμήθηκα τα χρόνια που παιδιά λέγαμε τα κάλαντα, στην Αλεξανδρούπολη.

Από λεφτά, δεκάρες -μη φανταστείτε-, αλλά το καλαθάκι γέμιζε με φρούτα, σύκα, αυγά και γλυκάκια, ό,τι είχε η νοικοκυρά. Τα λέγαμε με τον αδερφό μου, τα έλεγε δηλαδή εκείνος, διότι εγώ ήμουν μονίμως μπουκωμένη με κανέναν κουραμπιέ ή φοινίκι – μείωνα το βάρος του καλαθιού. Πόση χαρά κάναμε!!!

Να, αυτά σκεφτόμουν πρωί πρωί την παραμονή των Χριστουγέννων όταν ακούστηκε το κουδούνι στην πόρτα. Ηρθαν τα παιδιά να πουν τα κάλαντα. Πώς να ανοίξω; Τι έχω να τους δώσω; Τα λεφτά μετρημένα, η ανάπτυξη τα μειώνει συνεχώς. Τι να δώσω, ετοιμόγεννη Παναγιά μου; Τώρα πια δεν έχουν πέραση τα γλυκάκια. Ε, και τι να δώσω...

Το κουδούνι ξαναχτυπάει. Εχω κολλήσει πίσω από την πόρτα, ακούω τα γελάκια τους και τις λαχανιασμένες ανάσες τους... Αχ, τι να κάνω; Εχω ένα πεντάευρω...

Ανοίγω. «Να τα πούμε;» Τα τριγωνάκια ξεκινούν. «...Σ' αυτό το σπίτι που 'ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει...»

Δίνω τα τελευταία μου πέντε ευρώ. Τα ματάκια τους λάμπουν. «Και του χρόνου!».

Μετά χτύπησε πολλές φορές το κουδούνι. Πίσω από την πόρτα, εγώ, με κολλημένο το αυτί να ακούω τις ανασούλες τους. 

Πίσω από μια πόρτα που δεν θα ξανανοίξει αυτές τις γιορτές.

Ξαναβυθίζομαι στον «Σίμο Σιμεών». Μάλλον γι' αυτόν κλαίω... 
---------------------------------------------------------------------------------
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών-Σταυρούλα Ματζώρου
---------------------------------------------------------------------------------