Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011

Νοθεία, ελληνοποιήσεις και έλλειψη επενδύσεων, είναι τα αγκάθια της ελληνικής μελισσοκομίας

Οι ανεξέλεγκτες εισαγωγές και οι ελληνοποιήσεις αποτελούν αληθινό πονοκέφαλο για τους Έλληνες μελισσοκόμους. Το ελληνικό μέλι είναι άριστης ποιότητας αλλά δεν μπορεί να ανταγωνιστεί από πλευράς τιμής το εισαγόμενο.

Οι παραγωγοί καταγγέλλουν στον ΑγροΤύπο ότι η έλλειψη ελέγχων στην αγορά έχει κάνει την κατάσταση απελπιστική. Όπως υποστηρίζουν, στην πραγματικότητα στην ελληνική αγορά το 50% του μελιού που καταναλώνεται είναι εισαγόμενο. Και το χειρότερο ο Έλληνας καταναλωτής το πληρώνει σαν ελληνικό. Αυτό το φαινόμενο σε συνδυασμό με την έλλειψη ρευστότητας, έχουν δημιουργήσει μεγάλες «πιέσεις» στους παραγωγούς για να ρίξουν τις τιμές.

Ήδη πέρσι οι τιμές μειώθηκαν κατά 20 λεπτά σε όλες τις κατηγορίες μελιού. Αβέβαιο είναι το τοπίο για φέτος, με τους έμπορους να κρατάνε κλειστά τα χαρτιά τους. Την ίδια στιγμή οι δαπάνες κάθε χρόνο ανεβαίνουν χωρίς να υπάρχει καμιά υποστήριξη από το κράτος.

Όπως υποστηρίζουν στον ΑγροΤύπο, οι μελισσοκόμοι είναι αναγκασμένοι να μετακινούν τις κυψέλες τους για αναζήτηση τροφής. Η κυβέρνηση ακόμη δεν έχει υλοποιήσει την υπόσχεσή της να τους εντάξει στο σύστημα επιστροφή ΕΦΚ πετρελαίου. «Είμαστε ο μόνος κλάδος που αν και το πετρέλαιο συμμετέχει στο κόστος παραγωγής πάνω από το 20% δεν μας δίνουν επιστροφή», τονίζουν. Ακόμη υποστηρίζουν ότι υπάρχει έλλειψη επενδύσεων στον τομέα. «Η τελευταία προκήρυξη για τα Σχέδια Βελτίωσης ήταν «απαγορευτική» για την πλειοψηφία των μελισσοκόμων», αναφέρουν.

Ο κ. Βασίλης Ντούρας, αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας Μελισσοκομικών Συλλόγων Ελλάδας μιλώντας στον ΑγροΤύπο ανέφερε τα εξής:

«Η αγορά λειτουργεί σε ένα «θολό» τοπίο. Εμείς έχουμε προτείνει μια αγορανομική διάταξη με την οποία στη διακίνηση των προϊόντων να αναφέρεται η χώρα παραγωγής. Δεν θέλουμε να απαγορευτούν οι εισαγωγές, αλλά ζητάμε να αναγράφεται πάνω στη συσκευασία, δίπλα στη λέξη μέλι, η χώρα συγκομιδής του προϊόντος, ώστε και στα τιμολόγια να γίνεται αυστηρός λογιστικός έλεγχος και να γνωρίζουν οι καταναλωτές τι μέλι αγοράζουν.

 Έτσι και ο παραγωγός θα έχει λόγο να προσέξει την ποιότητα και να αυξήσει την παραγωγή του. Σήμερα μέσα στο «φαύλο κύκλο» που υπάρχει στην αγορά, όλοι νομίζουν ότι τρώνε ελληνικό μέλι, αλλά στην πραγματικότητα στην αγορά το 50% του μελιού που καταναλώνεται είναι εισαγόμενο. Αν υπάρξει σωστός έλεγχος τότε θα λυθεί το πρόβλημα των «ελληνοποιήσεων». Θα σταματήσουν να υπάρχουν τα «πέτσινα» τιμολόγια σε «ανύπαρκτους» παραγωγούς και ο καταναλωτής θα γνωρίζει τι θα τρώει.

Από τότε που ήρθε στη χώρα μας το ευρώ μέχρι σήμερα, δηλαδή τα τελευταία 7 – 8 χρόνια, οι τιμές παραγωγού στο μέλι ήταν σταθερές για κάθε κατηγορία μελιού. Κυμαίνονταν ανάλογα με την ποιότητα:

στα ανθόμελα και στα πευκόμελα από 3 – 3,30 ευρώ/ κιλό,

στα ελατόμελα από 3,70 – 4 ευρώ/ κιλό,

στα θυμαρίσια από 4 – 7 ευρώ/ κιλό.

Όμως πέρσι οι τιμές πιέστηκαν και μειώθηκαν σε όλες τις κατηγορίες κατά 20 λεπτά, αν και δεν είχαμε υψηλές παραγωγές.

Φέτος είναι όλα αβέβαια. Κανείς έμπορος δεν ανοίγει τα χαρτιά του. Παράλληλα η έλλειψη χρηματοδότησης από τις τράπεζες μας πήγε πολύ πίσω στην πληρωμή. Πολλοί πληρωθήκαμε για την περσινή παραγωγή με επιταγές που δεν τις έχουμε ακόμη εξαργυρώσει.

Είμαστε από τους λίγους παραγωγούς του αγροτικού τομέα που καταφέραμε να αντέξουμε παρά την έλλειψη επενδύσεων. Ακόμη πρέπει να αναφέρουμε ότι οι δαπάνες ανεβαίνουν και δεν έχουμε καμιά στήριξη από τον κράτος.

Η μελισσοκομία δεν έχει την λογική των επιδοτήσεων που έχει ο υπόλοιπος αγροτικός τομέας. Είμαστε μόνο με το πρόγραμμα ενίσχυσης για την αντικατάσταση κυψελών. Τα Σχέδια Βελτίωσης ποτέ δεν ήταν ευνοϊκά για τους μελισσοκόμους. Ουσιαστικά στρέφονται προς την τυποποίηση και την εμπορία και όχι προς την παραγωγή. Οι κανόνες για να ενταχθούμε ήταν πολύ «απαγορευτικοί» για τον κλάδο.

Μας έχουν υποσχεθεί επιστροφή ΕΦΚ πετρελαίου που όμως ακόμη δεν το έχουν δώσει. Είμαστε ο μόνος κλάδος που αν και το πετρέλαιο συμμετέχει στο κόστος παραγωγής πάνω από το 20% δεν μας δίνουν επιστροφή. Κάνουμε κάθε χρόνο τουλάχιστον 5 – 6 μετακινήσεις των κυψελών μας σε ολόκληρη την Ελλάδα».

Ο κ. Αντρέας Θρασυβούλου, καθηγητής στο εργαστήριο μελισσοκομίας της Γεωπονικής Σχολής Θεσσαλονίκης, είπε στον ΑγροΤύπο τα εξής:

«Στην Ελλάδα έχουμε μεγάλο αριθμό μελισσών. Είμαστε η πρώτη χώρα στην Ευρώπη όσον αφορά την πυκνότητα μελισσών. Έχουμε 11 μελίσσια ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, με δεύτερη τη Γερμανία που έχει 6 – 7 μελίσσια ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Ειδικότερα στην Κρήτη έχουμε 25 μελίσσια ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Επίσης είμαστε η πρώτη χώρα στην Ευρώπη όσον αφορά των αριθμό των επαγγελματιών μελισσοκόμων. Ακόμη είμαστε η τρίτη χώρα όσον αφορά τον αριθμό μελισσών στην Ευρώπη, έχουμε περίπου 1.600.000 μελίσσια.

Με όλα αυτά τα νούμερα αντιλαμβάνεστε ότι είναι πολλά τα μελίσσια και λίγη η χλωρίδα. Οι αποδόσεις μικρότερες από όλη την Ευρώπη. Αποδίδουν κατά μέσο όρο παραγωγής 10 κιλά ανά μελίσσι, ενώ αντίστοιχα στην Ευρώπη είναι 30 κιλά.

Επειδή δεν υπάρχει χλωρίδα αναγκάζονται οι μελισσοκόμοι της πατρίδας μας να μεταφέρουν τα μελίσσια τους σε μεγάλες αποστάσεις. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να παράγεται το φανταστικό ελληνικό μέλι όσον αφορά την ποιότητα, αλλά να έχει πολύ υψηλό κόστος. Ο τρόπος παραγωγής δεν μας επιτρέπει να ανταγωνιστούμε από πλευράς τιμής τα εισαγόμενα μέλια. Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα είναι ότι επειδή δεν υπάρχουν έλεγχοι μπαίνει στην Ελλάδα το ξένο μέλι και διακινείται σαν ελληνικό. Εκεί είναι ο αθέμιτος ανταγωνισμός. Υπάρχει πολύ μέλι στη διεθνή αγορά που είναι σε πολύ χαμηλή τιμή ενώ το ελληνικό είναι καλής ποιότητας αλλά ακριβό. Η ανάμειξή τους φέρνει πολλά κέρδη. Αυτή είναι η μοναδική νοθεία που υπάρχει στα ελληνικά μέλια».

Από το Κέντρο Μελισσοκομίας Έβρου, ο κ. Τσαγκίδης Άγγελος ανέφερε στον ΑγροΤύπο τα εξής:

«Το βασικό πρόβλημα της μελισσοκομίας στην Ελλάδα είναι ότι υπάρχει συγκεντρωτισμός στην αγορά του προϊόντος. Η τυποποίηση του προϊόντος, μέσα από επιχορηγούμενα προγράμματα, θα μπορούσε να βελτιώσει την κατάσταση, αφού όταν μπορεί ο παραγωγός να το εμπορεύεται μόνος του θα καταφέρνει να απολαύσει καλύτερη τιμή. Τα μόνα προγράμματα που «τρέχουν» κάθε έτος από το ΥπΑΑΤ είναι η αντικατάσταση κυψελών και η τεχνική στήριξη των μετακινήσεων με το οποίο ο παραγωγός εισπράττει 4 ευρώ για κάθε κυψέλη.

Όμως αν κάποιος επαγγελματίας θελήσει να επενδύσει στην επιχείρησή του είναι πολύ δύσκολο, αφού τα επενδυτικά προγράμματα έχουν «κλειστές» πόρτες για τους μελισσοκόμους.

Ακόμη πρέπει να αναφέρουμε ότι ο μελισσοκόμος στην περιοχή του Έβρου βρίσκει εύκολα χωράφια για την τοποθέτηση των κυψελών του, κάτι που δεν ισχύει όμως στις νησιώτικες περιοχές.

Όσον αφορά την πλευρά της έρευνας, υπάρχει και στη χώρα μας, όπως και σε παγκόσμιο επίπεδο, το πρόβλημα με τον εκφυλισμό του πληθυσμού των μελισσών με την κατάρρευση της κυψέλης, που πολλοί υποστηρίζουν ότι οφείλεται σε ένα σύνολο αιτιών. Το καλύτερο θα ήταν να αυξηθούν τα κονδύλια της έρευνας στην Ελλάδα, για να ενημερωθούν και οι παραγωγοί πως θα μπορέσουν να το αντιμετωπίσουν».

Η κ. Δώρα Λάπα, μελισσοκόμος από την περιοχή της Φθιώτιδας, δήλωσε στον ΑγροΤύπο:

«Η αθρόα εισαγωγή όλων των προϊόντων της κυψέλης (μέλι, κερήθρα, βασιλικός πολτός κ.α.) και στη συνέχεια η ελληνοποίησή τους, καθώς και η ανάμιξή του με ελληνικά μέλια, είναι το σοβαρότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο τομέας μας. Έχουμε γεμίσει εισαγόμενα μέλια τα οποία είτε «νοθεύουν» τα ελληνικά είτε «βαφτίζονται» σαν ελληνικά. Σήμερα τα γνήσια ελληνικά προϊόντα τα ψάχνουμε με τον μεγεθυντικό φακό στην αγορά.

Όμως φταίει και ο καταναλωτής που δεν έχει τη σωστή καταναλωτική παιδεία και δεν προτιμάει το μέλι που πουλάει ο ίδιος ο παραγωγός. Δεν γνωρίζει τι σημαίνει να αγοράζεις ένα προϊόν από τον ίδιο άνθρωπο που το παράγει και προτιμά να πηγαίνει να το αγοράσει από το ράφι ενός σούπερ μάρκετ ή ενός φαρμακείου. Να υπενθυμίσουμε ότι το μέλι είναι ανθεκτικό προϊόν αλλά και ευάλωτο. Η θερμική επεξεργασία που έχουν δικαίωμα οι εταιρείες να κάνουν στο μέλι, με σκοπό να μην κρυσταλλώνει, κάτι που δεν κάνει ο παραγωγός, είναι σίγουρο ότι καταστρέφει τα ποιοτικά συστατικά του. Όταν ένας παραγωγός συσκευάζει το προϊόν του μόνος του και δεν μεσολαβεί κανένας μεσάζοντας, τότε είναι σίγουρο ότι το μέλι αυτό δεν έχει υποστεί εκείνες τις επεξεργασίες που θα του μείωναν τη θρεπτική του αξία.

Ακόμη πρέπει να αναφέρουμε ότι υπάρχει μεγάλο πρόβλημα και με τις επενδύσεις στο μελισσοκομικό τομέα. Στην τελευταία προκήρυξη για τα Σχέδια Βελτίωσης ήταν πολύ περιορισμένος ο αριθμός των ατόμων που θα μπορούσαν να λάβουν μέρος στο Πρόγραμμα. Όμως ακόμη και να ενταχθεί κάποιος παραγωγός υπάρχουν μεγάλες καθυστερήσεις για να εισπράξει τα χρήματά του.

Τέλος θα σας αναφέρω ότι το τελευταίο χρονικό διάστημα έχουμε μεγάλο πρόβλημα με τις κλοπές κυψελών. Στα δύσκολα οικονομικά χρόνια που ζούμε, πολλοί που χάνουν τα μελίσσια τους προτιμούν να κλέβουν του διπλανού τους. Και δυστυχώς είμαστε αναγκασμένοι να μεταφέρουμε τα μελίσσια μας σε μακρινές περιοχές, κάτι που κάνει πολύ δύσκολη τη φύλαξή τους».
------------------------------------------
Πηγή: agrotypos.gr-Σταύρος Παϊσιάδης
------------------------------------------