Οι περισσότεροι από μας εκεί έξω νομίζουν πως η κρίση είναι οικονομική. Αυτό είναι λάθος. Η κρίση είναι πρωτίστως κοινωνική. Μέσα στα τελευταία τριάντα-σαράντα χρόνια ένα τεράστιο απόθεμα τoυ κοινωνικού συνεκτικού μας ιστού έχει σταδιακά φθαρεί κι εκπέσει.
Αυτό δεν γίνεται εύκολα αντιληπτό από τον μέσο άνθρωπο, πρώτον γιατί αφορά εμάς τους ίδιους οι οποίοι δεν διαθέτουμε την προαπαιτούμενη από τα πράγματα αποστασιοποίηση για να κρίνουμε με αντικειμενικότητα και δεύτερον γιατί ό,τι συνέβη, συνέβη σε μεγάλο βάθος χρόνο με τόσο ήπιους ρυθμούς που τελικά πέρασαν απαρατήρητοι.
Όσο ένας άνθρωπος είναι ικανός να διαπιστώνει το καθημερινό γήρας των χαρακτηριστικών του, άλλο τόσο είναι ικανός να διαπιστώνει και τις σταδιακές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στην ιδεολογία και στο αξιακό του σύστημα. Κι όμως πέρα από την όποια παρατηρητικότητα μας οι αλλαγές αυτές πράγματι συνέβησαν κι είναι κολοσσιαίες.
Προσπαθώντας να ανιχνεύσω πίσω στο παρελθόν τις κοινωνιολογικές αιτίες αυτής της μεταστροφής, θα έλεγα πως οι πιο δραστικές αλλαγές άρχισαν να σημειώνονται στις απαρχές της δεκαετίας του ογδόντα, λίγο μετά την είσοδο της χώρας στην Ευρωπαϊκή οικονομική κοινότητα.
Ο παππούς Καραμανλής εξανάγκασε τους Έλληνες να μπούνε σε ένα ανεπίστροφο μονοπάτι διεθνοποίησης κάτι το οποίο ελάχιστοι τότε (και μερικοί ούτε καν τώρα) αντιλήφθησαν και αντιλαμβάνονται.
Η ελληνική παιδεία του δέκατου ένατου -και κυρίως του εικοστού αιώνα- (η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, υπήρξε μια βαθύτατα σοβινιστική παιδεία πάνω στα γνωστά Κοραϊκά και Παπαρηγοπουλικά πρότυπα) καλλιέργησε στις συνειδήσεις των πολιτών αυτής της χώρας την ιδέα μιας προνομιούχου αριστοκρατικής καταγωγής από έναν πολιτισμό που πίστεψαν πως όμοιο του δεν ξαναγέννησε η πλάση.
Έτσι όλες εκείνες οι γενιές Ελλήνων που αναθράφηκαν με την αίσθηση ενός απολεσθέντος παγκόσμιου μεγαλείου, μπολιάστηκαν τόσο υπερβολικά με τον sui generis αναχρονιστικό οικουμενισμό τους, ώστε κατέληξαν παντελώς ανίκανοι να συνειδητοποιήσουν τις επιρροές του άλλου, του αλλογενούς και συγχρόνου τους στον οποίο εκτίθονταν.
Με την ίδια λοιπόν προθυμία που αντικατέστησαν κάποτε τις παραδοσιακές τους φουστανέλες με τη Φράγκικη ενδυμασία άρχισαν να υιοθετούν και ολόκληρη την νέα σειρά των Δυτικών αξιακών προτύπων που έκριναν ως ευεργετικά και τα οποία εγκολπωνόταν μέσα από διαδικασίες που αποκαλούσαν εκμοντερνισμό, εκσυγχρονισμό, και πρόοδο.
Η πολιτισμική αυτή υπαναχώρηση προκειμένου να γίνει πιο εύπεπτη εξισορροπήθηκε με μια πολιτισμική μυθολογία. Οι Έλληνες αντικαθιστούσαν τις παραδοσιακές τους ιδεολογίες με τα νέα ξενόφερτα πρότυπα των Δυτικών πείθοντας ταυτόχρονα τους εαυτούς τους πως διατηρούσανε αναλλοίωτα τα δικά τους ή πως οι ίδιοι επιβάλλανε στους άλλους την περιβόητη (και κληρονομικώ δικαίω) πολιτισμική τους ανωτερότητα.
Οι Έλληνες σταδιακά μετατρεπόντουσαν σε οικονομικά υποχείρια των ξένων οικονομικών μηχανισμών πιστεύοντας ταυτόχρονα (άνευ βασίμου λόγου) πως μια χαρά οι ίδιοι εκμεταλλευόταν τους χαζο-εταίρους τους και μια χαρά τους φέρνανε βόλτα ξοδεύοντας ελάχιστη μόνο από εκείνη την έμφυτη καπατσοσύνη με την οποία τόσο απλόχερα (και μόνον αυτούς) είχε εξοπλίσει ο Θεός της οικουμένης.
Με τα όποια στραβά της, η ελληνική κοινωνία μεταξύ των ετών 1945-1978 υπήρξε κατά βάση μια κοινωνία αξιών. Αξιών που μπορεί και να συγκρούονταν μεταξύ τους με άσχημο, επώδυνο και αείποτε μη παραγωγικό τρόπο, αλλά, οπωσδήποτε, αξιών.
Πίστευε τότε ακόμα στην έννοια της πατρίδας και της φυλής με τους γνωστούς όρους του Ησίοδου: Το όμαιμον, ομόγλωσσον, ομότροπον και ομόθρησκον. Συνείχετο ακόμα αυτή η κοινωνία σε σώμα μέσα από τις προβολές μιας οικογενειακής κατά βάση διαστρωμάτωσης που παρήγαγε ‘πολιτική ικανότητα’ με τους όρους του Προυντόν, δηλαδή ‘συνείδηση του εαυτού ως μέλους ενός συνόλου’.
Τότε διαπαιδαγωγούσε ακόμη η ελληνική κοινωνία τα παιδιά της με ένα αστικό (και ξενόφερτο έστω) αλλά πάντως πολύ χρήσιμο για την κοινωνική ειρήνη κι ευταξία savoir vivre. Προσεύχονταν τις Κυριακές και τις σχόλες της στις αναρίθμητες εκκλησιές της επικράτειας, χειροκροτούσε με ενθουσιασμό τα ερασιτεχνικά παιχνίδια των γηπέδων και παρασυρόταν από τον οίστρο επαναστατικών τραγουδιών σε μεγάλες υπαίθριες συναυλίες.
Συνέδραμε τους συγχωριανούς της να χτίσουνε ο καθένας το σπιτάκι του, έτεινε πρόθυμη χείρα βοήθειας σε κοινοτικά και δημόσια έργα, μπεκρόπινε με τις παρέες της στα καπηλειά, έπαιζε τάβλι στα στενά καλοκαιρινά μπαλκόνια, τραγούδαγε α-καπέλα δίχως μικροφωνικές και κουνήματα σε στενές ομηγύρεις, φιλοξενούσε τουρίστες δίχως αντίτιμο κι η ίδια διακόπευε τρεις ολόκληρες βδομάδες τον χρόνο και σαν ερχόταν τα Χριστούγεννα έτρωγε σαρμάδες και στόλιζε καραβάκια.
Τα παιδιά των φτωχών οικογενειών εκείνης της εποχής μπαρκάρανε χρόνια ολόκληρα προκειμένου να προικίσουνε τις αδελφές τους, αδελφές που φυλάγανε την υπόληψη τους μέχρι την πρώτη νυχτιά του γάμου τους.
Όλες οι τάξεις είχανε ισότητα εκπαιδευτικών ευκαιριών και σπουδάζανε χάριν της γνώσης. Σπουδάζανε προκειμένου να ‘μάθουνε γράμματα’ και να ‘γίνουνε καλύτεροι άνθρωποι’ κι όχι προκειμένου να εκπαιδευτούν σε πρακτικές της αγοράς, ή για να πάρουνε πτυχίο και μόρια. Η αγορά λειτουργούσε κατά το καθολικό καπιταλιστικό πρότυπο του Max Weber, με το ‘έκαστος εφ’ ω ετάχθη’.
Η οικονομία παρέμενε κατά βάση παραγωγική και λειτουργική και είχε μια διάρθρωση που πάλευε να ισορροπήσει την προσφορά με την ζήτηση. Οι άνθρωποι αγόραζαν αυτά μόνον που τους ήταν πραγματικά απαραίτητα και όσα μόνον ήσαν ικανοί να αγοράσουν, έχοντας επίγνωση των αληθινών τους δυνατοτήτων ελεύθεροι από τα παραμυθιάσματα των τραπεζικών διαφημίσεων. Ο,τι περίσσευε το αποταμίευαν για δύσκολες μέρες.
Σιγά-σιγά τα περισσότερα από αυτά τα χαρακτηριστικά άλλαξαν. Η προσυπογραφή της σύμβασης ένταξης μας στην ηδύκαρπο ΕΟΚ δεν ήταν παρά η απαρχή ενός μακριού μονοπατιού διεθνοποίησης της χώρας και της συνείδησης της. Του εξοικουμενισμού της που προκάλεσε ανυπολόγιστες –ακόμη- αλλαγές σε πάρα πολλούς τομείς.
Οι πιο σημαντικές εξ αυτών δεν σημειώθηκαν στην οικονομική βάση, όσο στο κοινωνικό εποικοδόμημα. Δεν αφορούσαν τόσο τις έξωθεν υπαγορευόμενες οδηγίες τροποποίησης πολιτικών, δικαιακών, οικονομικών και κοινωνικών χαρακτηριστικών που υπαγόρευαν τα υπερκείμενα κέντρα εξουσίας αλλά τις αλλοκεντρικές ιδεολογικές αναμοχλεύσεις που σιωπηλά και ύπουλα διαμέλιζαν το συλλογικό μας ασυνείδητο.
Αίφνης η προστασία της πατρίδας από τις ξένες επιβουλές έπαψε να αποτελεί ιερή υποχρέωση των Ελλήνων κι άρχισε να σπρώχνεται στην δικαιοδοσία μιας υπερεθνικής Ευρώπης. Η ελληνική ιστορία άρχισε να ξαναγράφεται με έναν πιο διεθνιστικό και πολυ-πρισματικό τρόπο, τα εθνικά μας σύμβολα άρχισαν ένα- ένα να αποκαθαίρονται, οι εκπαιδευτικοί μας μηχανισμοί άρχισαν να αλλάζουν.
Το δημοτικό τραγούδι αφανίστηκε από τα ράφια των δισκοπωλείων και την θέση του πήραν επιτυχίες της Eurovision και κάτι άλλα περίεργα μείγματα αμανέ, ροκ, ποπ και σκυλάδικων νταλγκάδων.
Παραδοσιακοί τουριστικοί προορισμοί όπως η Κατερίνη, ο Πλαταμώνας, η Πάργα και η Χαλκιδική έπαψαν να αποτελούν μείζονα θέρετρα και υποκαταστάθηκαν με ταξίδια ‘φυγής’ σε πιο μυστηριακούς προορισμούς σαν τη Σαμοθράκη και τα Κύθηρα, με ‘αποδράσεις’ σε Ελβετικά Θέρετρα και με ‘ταξίδια- αστραπή’ στα μεγάλα εμπορικά κέντρα των Ευρωπαϊκών πρωτευουσών.
Η παραγωγική εργασία στις φάμπρικες εξανεμίστηκε και το κλείσιμο των ντόπιων βιομηχανιών προκάλεσε ένα κολοσσιαίο κύμα αντιπροσωπεύσεων import- export. Η πολιτική ιδεολογία αφού αρχικά μετετράπη σε πολιτικό φανατισμό, άρχισε αμέσως μετά να εξαργυρώνεται ως εργασιακό προσόν σε προσλήψεις στον δημόσιο τομέα.
Οι επιφορτισμένοι με την εξυπηρέτηση του κοινού κρατικοί υπάλληλοι αντελήφθησαν την εξουσία που διαχειριζόταν και την μετέτρεψαν σε ασυδοσία. Σταμάτησαν να εξυπηρετούν τους πολίτες και άρχισαν να τους καψονάρουν.
Οι ονοματολογίες των νηπίων αλλάξανε. Οι Μήτσοι μετετράπησαν σε Δημητρίους, οι Κώτσοι έγιναν Κωνσταντίνοι, οι Πελαγίες άλλαξαν σε Πέγκυ και Pelagie. Τα παιδιά των μεγάλων σταρ πήγανε ένα βήμα παραπέρα κι άρχισαν να αποκτούν ονόματα μελίρρυτα κατά τα πρότυπα του διεθνούς jet set. H Ντενίση ονόμασε την κόρη της ‘Μαριτίνα’ κι η Βάνα Μπάρμπα την δική της ‘Φαίδρα- Θεοδώρα’.
Κυκλοφόρησαν τα πρώτα περιοδικά life style κι άρχισαν να προβάλουν ένα καινούργιο στυλ κουτσομπολιού σχετικό με ανεπάγγελτους ανθρώπους που αυτοπροσδιοριζόταν ως celebrities και ξημεροβραδιαζότανε σε club.
Η παιδεία διολίσθησε από τις αίθουσες των σχολικών κτιρίων στις αίθουσες των φροντιστηρίων και μετά αναχαιτίστηκε ολοκληρωτικά από τις ανερμάτιστες καταλήψεις, τις αποχές και τις πορείες. Οι σπουδές στα πανεπιστήμια άλλαξαν χαρακτήρα, περιεχόμενο και σκοπιμότητα. Παραμένοντας δωρεάν μόνο κατ’ όνομα, έφτασαν να κοστίζουν περισσότερα χρήματα από οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης.
Αντί για γνώση προσέφεραν πλέον εκμάθηση κάποιων συγκεκριμένων εργασιακών δεξιοτήτων, απαραίτητων για την κάλυψη συγκεκριμένων θέσεων σε μια απολύτως κατευθυνόμενη αγορά εργασίας. Η ανάγνωση των βιβλίων περιορίστηκε στο ελάχιστο. Η τηλεόραση κυριάρχησε σαν μέσο εκπαίδευσης και ψυχαγωγίας λανσάροντας μια νεότευκτη σειρά σαπουνόπερων με διασφαλισμένη ήδη από το εξωτερικό θεαματικότητα.
Οι γυναίκες άρχισαν να παραγεμίζουν τα στήθη τους με σιλικόνη και να τεντώνουν τα πρόσωπα τους με lifting. Τα προϊόντα στα καταστήματα έπαψαν να κοστίζουνε ακέραιους αριθμούς κι άρχισαν να αποτιμώνται σε παρά-ένα δεκαδικά ψηφία. Το ευρώ απέκτησε ανυπόστατες υποδιαιρέσεις χιλιάδων και δεκάδων χιλιάδων μονάδων.
Οι τιμές των προϊόντων σταμάτησαν να εκφράζουν το πόσο πληρώνεις και άρχισαν να σου λένε το πόσο κερδίζεις. Οι λευκές συσκευές έπαψαν να είναι λευκές. Οι άνθρωποι άρχισαν να πλέον να παραμιλάνε καθ’ οδόν κουβεντιάζοντας φωναχτά τα ιδιωτικά τους ζητήματα με τα βύσματα των κινητών τηλεφώνων που χώνανε στ΄ αυτιά τους.
Το φλερτ κατέληξε ιστορικός όρος των λεξικών κι αντικαταστάθηκε από τα ‘one night stand’. Πολλές σταρ θαρσηέντως μετετράπησαν σε πορνοστάρ κι οι γονείς τους δήλωναν κατενθουσιασμένοι μπροστά στις κάμερες για την ‘καριέρα’ των παιδιών τους.
Οι δρόμοι των μεγάλων αστικών κέντρων γέμισαν από μετανάστες με παράνομα προϊόντα, από την βία και την τρομοκρατία των μασκοφόρων. Η βραδινή κυκλοφορία έπαψε να είναι ασφαλής και τα σπίτια έπαψαν να προσφέρουν προστασία.
Οι παρέες συρρικνώθηκαν, οι κοινωνικές έξοδοι, οι επισκέψεις, τα πρεμεντί, οι βεγγέρες εξανεμίστηκαν. Τα αυτοκίνητα μεγάλωσαν σε κυβικά και έγιναν αδικαιολογήτως όλα τους 4x4. Οι τοίχοι γέμισαν από ψυχεδελικές αρτιστικοφανείς εκφορτίσεις κι από ακατανόητα αγγλο-μπαρόκ γκράφιτι, όλες οι πινακίδες της τροχαίας μουντζουρώθηκαν, οι πλατείες γέμισαν skate-board, stand up comedians και μπατηρο-τουρίστες οι οποίοι με τα κλαπατσίμπαλα τους παλεύανε να βγάλουνε τα εισιτήρια της επιστροφής.
Διεθνή μουσικά συγκροτήματα και τραγουδιστές άρχισαν να πραγματοποιούνε ρεσιτάλ στα ξεπεσμένα γήπεδα των ολυμπιακών αγώνων, πολλοί διάσημοι ηθοποιοί του Hollywood άρχισαν να κάνουν yachting, να διακοπεύουνε incognito ή να αγοράζουνε κοψοχρονιά τις βίλες στα νησιά μας. Οι τράπεζες δελεάζανε τον κάθε άφραγκο μπατίρη με ανοησίες του τύπου ‘ζήσε το όνειρο σου’, ή ‘απέκτησε αυτά που δικαιούσαι’.
Η κοινωνικότητα των νέων δραπέτευσε από τις αλάνες και μπήκε στο internet όπου μετετράπη σε chat και σε international game playing. Το face book γέμισε από αγράμματους αργόσχολους που διατυπώνανε έναν άκρατο υπερεθνικισμό με greekglish της κακιάς ώρας και από άνανδρους bloggers που βρίζανε χυδαιότατα τους πάντες και τα πάντα, καλυπτόμενοι πίσω από μια βολική ανωνυμία που λανσάρανε ως δημοκρατική αξία.
Κοντολογίς επιτελέσθη μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα μια σωστή ιδεολογική κοσμογονία. Το αξιακό σύστημα των Ελλήνων κατρακύλησε στην κακοτράχαλη πλαγιά πολλών ξενόφερτων –ισμών και στο τέλος στάθηκε σε μια περίεργη ορθοπεδικά θέση. Τα πράγματα μέσα στο μυαλό μας μπλέχτηκαν σε ένα κουβάρι δίχως αρχή και τέλος. Και επειδή πολλά από αυτά τελούσαν παντελώς ασύμβατα κι αντικρουόμενα μεταξύ τους, επινοήθηκε και μια πολιτική συμβιβασμού. Η οποία συνιστούσε παράλειψη απλή σαν το αυγό του Κολόμβου. Δηλαδή την μη έρευνα, μη εξέταση, μη αμφισβήτηση, και μη σύγκριση τους.
Υπάρχουν για παράδειγμα πάρα πολλοί τριγύρω που εξακολουθούν να δηλώνουν ευθαρσώς την ορθοδοξία τους. Κατ’ ουσίαν όμως είναι οτιδήποτε άλλο. Πηγαίνουνε σε καφετζούδες, πληρώνουνε μέντιουμ, τηλεφωνούνε σε σαλτιμπάγκους με ‘κληρονομικό χάρισμα’, συζητούνε για τις ‘προηγούμενες ζωές’ τους στα πρωϊνάδικα της TV, κάνουνε φενγκ σούι, κρεμούνε αντιματιαστικά ‘μάτια’ στον λαιμό τους και φορούνε στα χέρια τους ‘βιο-μαγνητικά βραχιόλια’ και χαϊμαλιά με ‘ενεργειακά ιδεογράμματα’, φτύνουνε στον κόρφο τους όταν τρομάζουν, κανονίζουνε δουλειές με βάση αστρολογικές προγνώσεις, λατρεύουνε και γλύφουνε σαν τις γάτες τα ξύλινα εικονίσματα στις εκκλησιές και κάνουνε ξόρκια.
Πιστεύουνε δηλαδή ξεκάθαρα πως υφίστανται στη φύση γύρω μας κάποιες αθέατες μαγικές δυνάμεις οι οποίες είναι δυνατόν, με την χρήση συγκεκριμένων πρακτικών από συγκεκριμένους ανθρώπους, να αποκαλυφθούν και να ελεγχθούν προς το συμφέρον μας. Δεν νομίζω πως η γνήσια, καθαρόαιμη ειδωλολατρία θα μπορούσε ποτέ της να τύχει ενός καλύτερου ορισμού.
Οι άνθρωποι αυτοί πολύ απλά ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Χριστιανοί. Και όμως! Αντί οι προϊστάμενοι της ορθοδοξίας να εστιάσουν την προσοχή τους στο τεράστιο αυτό ιδεολογικό πρόβλημα, αντί να ξεκαθαρίσουν τα μεταφυσικά προβλήματα που προκαλεί αυτή η στάση, αυτοί περιορίζονται στο να λιτανεύουνε ‘θαυματουργά κόκκαλα’ και να επιτελούν πολιτικές παρεμβάσεις .
Αναλογισθείτε για παράδειγμα την ξεχειλίζουσα κοσμικότητα του λόγου του κυρ Άνθιμου του Θεσσαλονικέως ο οποίος συμπεριφέρεται περισσότερο ως ένας ‘amir al-mo’ minin’, (‘κυβερνήτης πιστών’ με την αρχαία μουσουλμανική έννοια) και λιγότερο ως ένας πνευματικός ηγέτης, δείτε τις σαχλαμάρες που εκστομίζουν οι παραεκκλησιαστικές οργανώσεις περί του barcode 666, διαβάστε το φυλλάδιο της ΙΣ ‘προς τον λαό’.
Η εκκοσμίκευση της εκκλησίας είναι πασιφανής. Αντί οι ιερείς να καταπιάνονται με την λύση μεταφυσικών προβλημάτων, αυτοί παράγουνε λαϊκίστικη πολιτική κριτική. Αντί να εξηγήσουνε στο ποίμνιο τους γιατί δεν είναι δυνατόν να πιστεύει κανείς πως πεθαίνοντας πηγαίνει στον Παράδεισο ή στην Κόλαση, τη στιγμή που ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΑΚΟΜΗ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΙ Η ΚΡΙΣΗ της δευτέρας Παρουσίας, αυτοί ασχολούνται με τα ζύγια του Μακεδονικού.
Κι αφήνουνε τους αφελείς, που ποτέ τους δεν ανοίξανε Ευαγγέλιο, να πληρώνουνε ‘μνημόσυνα’ πιστεύοντας πως υφίστανται δύο κρίσεις: Μία άμεση ιδιωτική, που αφορά την εκδίκαση του κάθε τεθνεώτος, και μία συλλογική, αναμενόμενη εις χρόνους ύστερους. Και μετατρέπουνε έτσι την β’ Παρουσία σε ένα είδος Εφετείου. Εντάξει! Αφού μας κάνει κέφι, μπορούμε φαντάζομαι να συνεχίσουμε σε αυτή τη χώρα να κοροϊδευόμαστε αναμεταξύ μας, αλλά δεν μπορούμε καθόλου να αποκρύψουμε από το αδέκαστο μάτι το γεγονός πως δεν κατοικούνε πλέον εδώ ούτε χριστιανοί, ούτε και εντεταλμένοι ποιμένες χριστιανών.
Δείτε επίσης το τι ακριβώς συνέβη στην μέθοδο συμπερασματολογίας μας. Είθισται να πιστεύουμε πως είμαστε εχέφρονες και πως πάντοτε χρησιμοποιούμε την λογική μας προκειμένου να παράγουμε βάσιμα συμπεράσματα. Την λογική που τους κανόνες της εφηύρε ο πάππος μας ο Αριστοτέλης, την λογική που έκανε τον αρχαίο πολιτισμό μας διάσημο σε ολόκληρο τον κόσμο. Δεν ισχύει πια κάτι τέτοιο.
Αληθεύει μάλλον αυτό που σημείωνε ο Bertrand Russell στο βιβλίο του ‘Μετά την γνώση’. ‘Σ’ όλη μου την μακριά ζωή’ σημείωσε ‘ έψαξα με προσοχή να βρω μια απόδειξη αυτού του ισχυρισμού (περί ορθοφροσύνης του ανθρώπου), ως τα τώρα όμως δεν είχα την τύχη να την βρω’. Ε, λοιπόν και στο διάστημα του δικού μου βίου ζήτημα να συνάντησα τέσσερεις ή πέντε Έλληνες που να γνώριζαν αυτούς τους κανόνες κι άντε έναν ή δύο που να τους εφάρμοζαν στην καθημερινότητα τους.
Τώρα πλέον που έχουνε υποχωρήσει και τα τελευταία αναχώματα ορθοφροσύνης, έχουμε βυθιστεί στον απόλυτο παραλογισμό. Τα περισσότερα από τα συμπεράσματα που σήμερα παράγονται από ανθρώπους γύρω μας έχουνε μια τόσο ξεκάθαρη ενστικτώδικη και συναισθηματική χροιά που θα χαροποιούσαν ιδιαίτερα τον Sigmund Freud.
Ο καθένας μορφοποιώντας τις ανομολόγητες φοβίες και δεισιδαιμονίες του, υποστηρίζει ό,τι εκείνος θέλει, δίχως διόλου να μπαίνει στον κόπο να συλλέγει στοιχεία, να τα ταξινομεί να τα καταμετρά και να τα συγκρίνει μεταξύ τους, δίχως καθόλου να νοιάζεται να παρουσιάζει την παραμικρή απόδειξη για τα λεγόμενα του, κάποιο αληθοφανές έστω τεκμήριο, κι ούτε μάλιστα σταματά ίσαμε εκεί. Εμμένει με θράσος στις παράλογες θέσεις του κι αρνείται κάθε διάλογο ή διαλεκτική αμφισβήτηση, προτάσσοντας απλώς μια απολύτως ψευδεπίγραφη ασπίδα ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ανάγει δηλαδή τον ανερμάτιστο υποκειμενισμό του, την αερολογία και το ιδιωτικό του παραλήρημα σε δημοκρατικό του δικαίωμα, απορρίπτοντας αναφανδόν την κάθε επιστημονική μεθοδολογία. Έτσι, κάθε τι που λαμβάνει χώρα γύρω μας, όταν συμβαίνει να έχει αιτίες δυσκολο-παρατηρίσιμες και δυσκολο-ερμήνευτες από τον μέσο νου, ανάγεται αυτομάτως σε κάποια εύπεπτη θεωρία συνωμοσίας και ‘όπερ έδει δείξαι’.
Το χαρακτηριστικό μάλιστα που ελκύει τους ευκολόπιστους σε αυτές τις συνομωσίες είναι πως κατά βάσιν δεν χρειάζονται απόδειξη. Το αντίθετο. Η έλλειψη στοιχείων δουλεύει υπέρ τους. Άλλωστε τι λογής συνομωσίες θα ήταν αν δεν μπορούσαν με επιτυχία να υποκρύψουν τις υποχθόνιες διεργασίες τους;;
Έτσι, για όσα δεν ευθύνονται οι Εβραίοι, φαίνεται να ευθύνονται άμεσα οι Μασόνοι, οι Ροδόσταυροι, οι Αχέπανς, οι Ρόταρυ, οι Νεφελίμ, οι εξωγήινοι, οι Μπίλντεμπεργκ, οι Ναζί, ακόμη και η Μέρκελ ή οι Αμερικάνοι… Ειδικά αυτοί οι τελευταίοι δείχνουν πως αποτελούν μια εξαιρετικά επίφοβη ράτσα. Ανεβάζουν και κατεβάζουνε ελληνικές κυβερνήσεις, διορίζουνε πρωθυπουργούς, εφαρμόζουνε οικονομικές πολιτικές, διχάζουνε κόμματα και προκαλούνε αποστασίες, δημιουργούνε χούντες και δολοφονούνε αθώους πατριώτες… Τώρα τελευταία μόνο ξεκουράζονται κάπως επειδή λόγω της συγκυρίας, τον ρόλο του μπαμπούλα έχει αναλάβει να παίξει το ΔΝΤ και η Ευρωπαϊκή κομισιόν.
Η αλήθεια είναι πως σήμερα πολύ δύσκολα γίνεται να βαδίσεις δίπλα σε κάποιον Έλληνα που να μη πιστεύει -σε οποιονδήποτε βαθμό- σε μια αναπόδεικτη θεωρία συνομωσίας και που να μη σε θεωρεί σοβαρά βλαμμένο διαπιστώνοντας πως εσύ προσωπικά δεν την ασπάζεσαι.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της σύγχρονης εποχής είναι η κατάλυση του κοινωνισμού μας. Οι Έλληνες έχουν σταματήσει πλέον να γράφουν ιστορία σε παρέες και τις γράφουνε μοναχοί τους. Η αλλοτρίωση όλων εκείνων των φορέων και διαδικασιών που παραδοσιακά παράγανε κοινωνικότητα, ήταν αναμενόμενο ότι σταδιακά θα ισχυροποιούσε όλο και περισσότερο τον ατομικισμό και τον εγωισμό των Ελλήνων. Το συλλογικό παιχνίδι των παιδιών σταμάτησε όταν άλλαξε η πολεοδομία των οικισμών.
Το σχολείο έχασε την θαλερότητα του όταν αχρηστεύτηκε το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Τα πανεπιστήμια αποστεώθηκαν όταν σταμάτησαν να υπηρετούν την γνώση κι άρχισαν να υπηρετούν την σκοπιμότητα δίνοντας περιεχόμενο στους φόβους των Pink Floyd ‘We don’t need your education. We don’t need your false control’. Ο στρατός καταλύθηκε ως νόημα μέσα από τις συνεχείς του εκπτώσεις θητείας και τα πολιτικά ρουσφέτια των μετατάξεων. Από καθήκον που ήταν διολίσθησε σε αγγαρεία και μετά μετετράπη σε ένα απλό ‘χρόνος πλασματικής σύνταξης’.
Τα κόμματα έχασαν τον ιδεολογισμό τους και έγιναν εφαλτήρια διορισμών. Οι εκκλησίες έγιναν πασαρέλες μόδας και επίδειξης φιλανθρωπίας και ανθρωπισμού. Η δικαιοσύνη ευτέλισε τον εαυτό της με αρνησιδικίες, με παραδικαστικά κυκλώματα με χρηματισμούς και με πολιτικά κατευθυνόμενες αποφάσεις. Η νομοθεσία γελοιοποιήθηκε παράγοντας υπερπληθώρα ανεφάρμοστων νόμων. Οι δυνάμεις τάξης και άμεσης επέμβασης έλαμψαν, είτε με την ανικανότητα τους, είτε με την απουσία τους.
Γενικά χρόνο με τον χρόνο οικοδομήθηκε γύρω μας ένα σύστημα τόσο αναξιοκρατικό, τόσο ατελές, αφιλόξενο κι απάνθρωπο που κατάφερε να σπρώξει τον μέσο πολίτη στην παλιά καλή λύση της αρχαίας ιδιωτείας. ‘Homo homini lupus est’, θα έλεγε ο Thomas Hobbes, ‘ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο αποτέτοιος μας’ θα έλεγε κι ο Καραγκιόζης.
Η αλήθεια είναι πως κανένας Έλληνας ποτέ δεν πήρε απολύτως τοις μετρητοίς την γνώμη του Επίκουρου πως ο πλούτος δεν συνίσταται τόσο στο περίσσευμα των μέσων, όσο στη μη χρεία τους, όταν οι επιθυμίες μας καθίστανται λιγότερες. Ετσι ο νεοέλληνας κινείται σήμερα διαμετρικά αντίθετα από την αρχαία τροχιά του ‘μηδέν άγαν’ παγιδευμένος στα γρανάζια μιας χλιδής δίχως κανένα πρακτικό νόημα. Παραμένει πεπεισμένος πως για να ευτυχήσει θα πρέπει να κατέχει όλα όσα έχει ο γείτονας του -συν ένα- και πολεμά μανιωδώς, είτε να αυγατίσει τα δικά του, είτε να ελαττώσει τα του γείτονα.
Όχι απλώς έχει απολέσει την αίσθηση του ανήκειν σε μια ομάδα αλλά έχει πλέον προδήλως στραφεί και εναντίον της, στο μέτρο τουλάχιστον που δεν δείχνει να ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο πέρα από τον εαυτούλη του. Υπηρετώντας έναν άκρατο εισαγόμενο καταναλωτισμό τον οποίο, (σε αντίθεση με τις διαλογικές του συνήθειες), ΔΕΝ θεωρεί ως ξενόφερτη συνομωσία (ενώ στην πραγματικότητα είναι ο μόνος που παράγεται από μία), έχει εγκλωβιστεί σε ένα ατέρμονο κι ατελέσφορο κυνήγι ευτυχίας.
Μάχεται εναντίον των πάντων προκειμένου να εξασφαλίσει σπίτι, αυτοκίνητο, καριέρα, μισθό, καταθέσεις, γυναίκα, γκόμενα, ψυχαγωγία, σωματότυπο, κύρος και όνομα, πρόθυμος προκειμένου να πετύχει όλα αυτά να φιλήσει ακόμη και κατουρημένες ποδιές, να απειλήσει και να συγκρουστεί με άλλους, να παρανομήσει ή να ταλαιπωρήσει αθώους συνανθρώπους του, ακόμη και να φθείρει την σωματική του ρώμη και την πνευματική του υγεία.
Ο σημερινός Έλληνας είναι ένας σύγχρονος Ευρωπαίος που αγνοεί πως τα καλύτερα πράγματα στην ζωή δεν κοστίζουν πραγματικά τίποτε απολύτως.
Το αγνοεί επειδή κανένας δεν του έχει διηγηθεί εκείνο το παλιό ανέκδοτο με τον αραγμένο Μεξικάνο που αφού άκουσε με υπομονή τον Αμερικανό τουρίστα να του εξηγεί όλους εκείνους τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να γίνει ζάπλουτος, τον ρώτησε στο τέλος αφοπλιστικά:
‘Και γιατί παρακαλώ να τα κάνω όλα αυτά;;’
‘Μα, για να μπορέσεις μια μέρα να την αράξεις και να ξεκουράζεσαι’ του απάντησε ο Γιάγκης.
‘Ε, αυτό το κάνω ήδη!’ τον καθησύχασε ο Μεξικάνος.!!!!!!!!!!
-----------------------------------------------------------------------
Πηγή: kastoriani-estia.blogspot.com-του Λεωνίδα Εκιντζόγλου
------------------------------------------------------------------------