Ένα δισεπίλυτο πρόβλημα που αφορά τις απευθείας πωλήσεις (π.χ. από
τον παραγωγό προς τους αλλοδαπούς τουρίστες) οίνων στην ΕΕ που
υπόκεινται σε Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.), θέτουν, με επιστολή τους
προς τον Επίτροπο Γεωργίας κ. Τσιόλο, οι Ανεξάρτητοι Οινοποιοί της
Ευρώπης (CEVI), η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία οίνων ΠΟΠ και ΠΓΕ (EFOW) και η
Copa-Cogeca. Το θέμα θα απασχολήσει την επόμενη συνεδρίαση της
Copa-Cogeca, στην οποία θα παραστεί και η ΚΕΟΣΟΕ. Όπως δήλωσε στον
ΑγροΤύπο ο Διευθυντής της ΚΕΟΣΟΕ κ. Παρασκευάς Κορδοπάτης, «ουσιαστικά
ζητάμε μια απλούστευση των διαδικασιών για να μπορούν τα μικρά
οινοποιία στην ΕΕ να πουλάνε τα προϊόντα τους στους τουρίστες χωρίς να
πληρώνουν δύο φορές Ε.Φ.Κ. Στη χώρα μας τα γλυκά κρασιά υπόκεινται σε
αυτό τον φόρο».
Σύμφωνα με την ΚΕΟΣΟΕ το πρόβλημα έχει ως εξής:
Σύμφωνα με την ΚΕΟΣΟΕ το πρόβλημα έχει ως εξής:
Η κατοχή και η διακίνηση του οίνου εντός της ΕΕ διέπεται από την
Οδηγία 2008/118 της 16ης Δεκεμβρίου 2008. Η οδηγία καθορίζει τις
προϋποθέσεις που πρέπει να τηρούνται από τους αγοραστές και τους
πωλητές.
Σύμφωνα με το άρθρο 36, στην περίπτωση των εξ αποστάσεως πωλήσεων από τη μια χώρα της ΕΕ σε άλλη προϊόντων που υπόκεινται σε Ε.Φ.Κ. και έχουν ήδη τεθεί σε ανάλωση σε ένα κράτος μέλος, όταν οι οίνοι αγοράζονται από ιδιώτη και μεταφέρονται άμεσα ή έμμεσα από τον πωλητή ή για λογαριασμό του, οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης πρέπει να καταβληθούν στη χώρα προορισμού.
Ωστόσο, ο ισχύων Κανονισμός υποχρεώνει τον παραγωγό των κρασιών να τα πωλήσει μέσω φορολογικού αντιπροσώπου, για να εξασφαλιστεί ότι οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης καταβλήθηκαν. Το σύστημα αυτό δημιουργεί πρόσθετο κόστος και επιπλοκές, που κάνουν τις απευθείας πωλήσεις πρακτικά αδύνατες. Στην Ελλάδα αφορούν τις πωλήσεις γλυκών οίνων άνω των 15ο Vol.
Η Οδηγία 2008/118 αναγνωρίζει τη μοναδική φύση του αμπελοοινικού τομέα , δηλώνοντας ότι η εφαρμογή των συνήθων απαιτήσεων σχετικά με την κυκλοφορία και τους ελέγχους των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης μπορεί να προκαλέσει δυσανάλογη διοικητική επιβάρυνση στους μικρούς οινοπαραγωγούς.
Ο Κανονισμός 436/2009 της Επιτροπής της 26ης Μαΐου 2009, για τη θέσπιση κανόνων για τα συνοδευτικά έγγραφα μεταφοράς των αμπελοοινικών προϊόντων, ορίζει τα έγγραφα τα οποία απαιτούνται για τους οίνους που κυκλοφορούν εντός της ΕΕ. Ο κανονισμός αποσκοπεί σαφώς να αποφεύγονται περιττά διοικητικά βάρη.
Ο Κανονισμός 479/2008 του Συμβουλίου της 29 Απριλίου 2008, αναφέρει σαφώς ότι το κρασί πρέπει να τεθεί σε κυκλοφορία εντός της Κοινότητας μόνον εάν συνοδεύεται από επίσημο εγκεκριμένο συνοδευτικό έγγραφο. Ωστόσο, όταν πρόκειται για τις εξ αποστάσεως πωλήσεις οίνου, τα απαραίτητα έγγραφα και οι σχετικές διαδικασίες δεν είναι ξεκάθαρες ή / και δεν καθορίζονται σε κοινοτικό επίπεδο.
Προς το παρόν, οι μικροί οινοπαραγωγοί δεν μπορούν να επωφεληθούν πλήρως από την ενιαία αγορά, παρόλο που συμβάλλουν άμεσα στην οικονομική ανάπτυξη των περιοχών τους. Οι απευθείας πωλήσεις μειώνουν τους μεσάζοντες, αυξάνουν τη διαφάνεια και παρέχουν αμοιβαία οφέλη τόσο στους παραγωγούς όσο και στους καταναλωτές. Εξάλλου, οι άμεσες πωλήσεις είναι μια σημαντική πρόσθετη πηγή εισοδήματος για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις.
Οι ευρωπαϊκές πολιτικές, κατά τα προηγούμενα έτη, εξακολουθούν να μην παρακινούν ευθέως την αγορά γεωργικών προϊόντων από τον παραγωγό. Δυστυχώς, όσον αφορά το κρασί, αυτό το είδος της αγοράς ισχύει μόνο όταν δεν διασχίζονται τα εθνικά σύνορα. Η κατάσταση αυτή αντιβαίνει στη θεμελιώδη αρχή της ΕΕ για την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων.
Σύμφωνα με το άρθρο 36, στην περίπτωση των εξ αποστάσεως πωλήσεων από τη μια χώρα της ΕΕ σε άλλη προϊόντων που υπόκεινται σε Ε.Φ.Κ. και έχουν ήδη τεθεί σε ανάλωση σε ένα κράτος μέλος, όταν οι οίνοι αγοράζονται από ιδιώτη και μεταφέρονται άμεσα ή έμμεσα από τον πωλητή ή για λογαριασμό του, οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης πρέπει να καταβληθούν στη χώρα προορισμού.
Ωστόσο, ο ισχύων Κανονισμός υποχρεώνει τον παραγωγό των κρασιών να τα πωλήσει μέσω φορολογικού αντιπροσώπου, για να εξασφαλιστεί ότι οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης καταβλήθηκαν. Το σύστημα αυτό δημιουργεί πρόσθετο κόστος και επιπλοκές, που κάνουν τις απευθείας πωλήσεις πρακτικά αδύνατες. Στην Ελλάδα αφορούν τις πωλήσεις γλυκών οίνων άνω των 15ο Vol.
Η Οδηγία 2008/118 αναγνωρίζει τη μοναδική φύση του αμπελοοινικού τομέα , δηλώνοντας ότι η εφαρμογή των συνήθων απαιτήσεων σχετικά με την κυκλοφορία και τους ελέγχους των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης μπορεί να προκαλέσει δυσανάλογη διοικητική επιβάρυνση στους μικρούς οινοπαραγωγούς.
Ο Κανονισμός 436/2009 της Επιτροπής της 26ης Μαΐου 2009, για τη θέσπιση κανόνων για τα συνοδευτικά έγγραφα μεταφοράς των αμπελοοινικών προϊόντων, ορίζει τα έγγραφα τα οποία απαιτούνται για τους οίνους που κυκλοφορούν εντός της ΕΕ. Ο κανονισμός αποσκοπεί σαφώς να αποφεύγονται περιττά διοικητικά βάρη.
Ο Κανονισμός 479/2008 του Συμβουλίου της 29 Απριλίου 2008, αναφέρει σαφώς ότι το κρασί πρέπει να τεθεί σε κυκλοφορία εντός της Κοινότητας μόνον εάν συνοδεύεται από επίσημο εγκεκριμένο συνοδευτικό έγγραφο. Ωστόσο, όταν πρόκειται για τις εξ αποστάσεως πωλήσεις οίνου, τα απαραίτητα έγγραφα και οι σχετικές διαδικασίες δεν είναι ξεκάθαρες ή / και δεν καθορίζονται σε κοινοτικό επίπεδο.
Προς το παρόν, οι μικροί οινοπαραγωγοί δεν μπορούν να επωφεληθούν πλήρως από την ενιαία αγορά, παρόλο που συμβάλλουν άμεσα στην οικονομική ανάπτυξη των περιοχών τους. Οι απευθείας πωλήσεις μειώνουν τους μεσάζοντες, αυξάνουν τη διαφάνεια και παρέχουν αμοιβαία οφέλη τόσο στους παραγωγούς όσο και στους καταναλωτές. Εξάλλου, οι άμεσες πωλήσεις είναι μια σημαντική πρόσθετη πηγή εισοδήματος για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις.
Οι ευρωπαϊκές πολιτικές, κατά τα προηγούμενα έτη, εξακολουθούν να μην παρακινούν ευθέως την αγορά γεωργικών προϊόντων από τον παραγωγό. Δυστυχώς, όσον αφορά το κρασί, αυτό το είδος της αγοράς ισχύει μόνο όταν δεν διασχίζονται τα εθνικά σύνορα. Η κατάσταση αυτή αντιβαίνει στη θεμελιώδη αρχή της ΕΕ για την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων.
------------------------------
Πηγή: agrotypos.gr
------------------------------