Ο χασικλής πεθαίνει και πάει στην Κόλαση, κατά τη "διαλογή". Τον κατεβάζει στα υπόγεια της Κολάσεως ο "συνοδός" διάβολος και βλέπει τρία μεγάλα κτίρια.
Το ένα έγραφε: «ΚΟΛΑΣΗ ΓΙΑ ΛΗΣΤΕΣ».
Το άλλο : «ΚΟΛΑΣΗ ΓΙΑ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥΣ».
και το τρίτο το μακρύτερο: «ΚΟΛΑΣΗ ΓΙΑ ΧΑΣΙΚΛΗΔΕΣ».
-Σε ποιά θέλεις να περάσεις την υπόλοιπη αιώνια ζωή σου; τον ρωτά ο συνοδός
Αρχίζει να ιδρώνει από αγωνία, σκέφτεται και διαλέγει το τρίτο. Ο συνοδός τον πηγαίνει και τον αφήνει έξω από το κτίριο, όπου θα ζούσε για πάντα.
Το ένα έγραφε: «ΚΟΛΑΣΗ ΓΙΑ ΛΗΣΤΕΣ».
Το άλλο : «ΚΟΛΑΣΗ ΓΙΑ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥΣ».
και το τρίτο το μακρύτερο: «ΚΟΛΑΣΗ ΓΙΑ ΧΑΣΙΚΛΗΔΕΣ».
-Σε ποιά θέλεις να περάσεις την υπόλοιπη αιώνια ζωή σου; τον ρωτά ο συνοδός
Αρχίζει να ιδρώνει από αγωνία, σκέφτεται και διαλέγει το τρίτο. Ο συνοδός τον πηγαίνει και τον αφήνει έξω από το κτίριο, όπου θα ζούσε για πάντα.
Ανοίγει την πόρτα και τι βλέπει;
Τεράστιες ποσότητες χασισιού, βουνά ολόκληρα!!! Δεν πιστεύει στα μάτια του ο χασικλής! Η τύχη του ήταν βουνό!
Πάνω σε ένα βουνό από χασίς καθόταν ένας τύπος ατάραχος και «έστριβε» τσιγαριλίκια. Τον πλησιάζει διστακτικά και του λέει:
- Ρε φιλαράκο, να πάρω λίγο «χόρτο» για να στρίψω και γω ένα τσιγάρο;
- Και το ρωτάς; Πάρε... του λέει αδιάφορα.
Αφού στρίβει το πρώτο τσιγάρο ο χασικλής, μετά από λίγη ώρα του ξαναλέει:
- Ξέρεις, να πάρω λίγο παραπάνω, για να έχω και για το βράδυ να στρίβω τσιγαρλίκια;
- Ακου, λέει. Ολα αυτά δικά μας είναι, ξέρεις. Πάρε χωρίς να ντρέπεσαι.
Παίρνει μπόλικο χόρτο και στρίβει καμμιά δεκαριά τσιγάρα. Χωρίς να το σκεφτεί ξαναρωτάει τον τύπο:
- Μήπως έχεις μια φωτιά για να ανάψω τα τσιγάρα;
Τον κοιτάζει περίεργα ο άλλος και του λέει:
– Ρε φίλε, αν είχαμε και φωτιά εδώ μέσα, θα ήταν παράδεισος !!!