Για τρίτη φορά μέσα σε τρία χρόνια η στάση των Ευρωπαίων για την Ελλάδα παρουσιάζεται οικονομικά ασυνεπής.Η πρώτη φορά ήταν την περίοδο 2009-2010 όταν ο τότε πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου ανέφερε ότι θα πρέπει να υποβάλει αίτηση για βοήθεια από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η ευρωπαϊκή απάντηση ήταν να απορρίψει την παρέμβαση του ΔΝΤ, χωρίς να προσφέρει μια εναλλακτική λύση. Χρειάστηκαν αρκετοί μήνες μέχρι να εξευρεθεί συμφωνία το Μάιο του 2010 που να προσφέρει υποστήριξη από το ΔΝΤ με ευρωπαϊκούς όρους.
Η δεύτερη φορά ήταν το 2010-2011, όταν η φερεγγυότητα και η πιθανή πτώχευση της Ελλάδας τέθηκε ως επείγον ζήτημα. Δύο στρατόπεδα ανέκυψαν. Ένα υποστήριξε ταχεία αναδιάρθρωση του χρέους, τονίζοντας ότι η Ελλάδα ήταν μια μοναδική περίπτωση και ότι οι αγορές θα μπορούσαν να πειστούν ότι δεν υπάρχει άλλη ευρωπαϊκή χώρα που θα ακολουθήσει το παράδειγμά της. Η άλλη πλευρά τόνισε τις δυσμενείς δευτερογενείς επιπτώσεις μιας στάσης πληρωμών και ευνοούσε τη στήριξη της ρευστότητας της Αθήνας μέσω φτηνών δανείων. Ο συμβιβασμός ήταν να δανείσουν τη χώρα με εγκληματικά όμως επιτόκια, ενώ αφήναν τις αγορές να αναμένουν ότι η αναδιάρθρωση θα μπορούσε ίσως να έρθει, αλλά σε μεταγενέστερο στάδιο. Κάθε μία από τις δύο αυτές θέσεις ήταν συνεπείς σε εσωτερικό επίπεδο, αλλά ο συμβιβασμός τελικά δεν ήταν. Χρειάστηκε περισσότερο από ένα χρόνο, μέχρι το δεύτερο εξάμηνο του 2011, για να αναγνωριστεί αυτή η αντίφαση.
Η τρίτη φορά είναι τώρα. Και πάλι, η Ευρώπη είναι διχασμένη. Ένα στρατόπεδο, που εκπροσωπείται από τη βόρεια Ευρώπη, θεωρεί ότι η Ελλάδα θα πρέπει να φύγει από την ευρωζώνη, διότι δεν είναι κατάλληλη ούτε οικονομικά ούτε πολιτικά. Αυτή την άποψη μοιράζονται και ευρωσκεπτικιστές (που θέλουν να αποδείξουν ότι η έξοδος είναι δυνατή) και οι φιλοευρωπαϊστές (που ελπίζουν να κερδίσουν το στόχο της περαιτέρω ολοκλήρωσης). Το δεύτερο στρατόπεδο, που στηρίζεται από τη Γαλλία και τη Νότια Ευρώπη, είναι ανένδοτο στο ότι η ακεραιότητα της ευρωζώνης θα πρέπει να διατηρηθεί, διότι η αποχώρηση της Ελλάδας θα έχει αλυσιδωτές αρνητικές επιπτώσεις σε άλλες χώρες του νότου.
Κάθε μία από αυτές τις θέσεις είναι επίσης εσωτερικά συνεπής. Αλλά αυτό που δεν είναι συνεπές είναι να καλείται μια εξαντλημένη χώρα να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίτευξη των στόχων του προγράμματος στήριξης, ενώ τροφοδοτούνται συνεχώς προσδοκίες μιας αναγκαστικής εξόδου. Εντός της χώρας, ο κίνδυνος των οικονομικών διαταραχών από την έξοδο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως κίνητρο για την εξαγωγή κεφαλαίων ή τη συσσώρευση μετρητών. Για τους ξένους επενδυτές, συμπεριλαμβανομένων και των Ελλήνων της διασποράς, αυτό είναι ένα κίνητρο για να μην επενδύουν στη χώρα με την ελπίδα των μελλοντικών εξαγορών σε τιμές ευκαιρίας. Υπό αυτές τις συνθήκες δεν θα πρέπει να αναρωτιέται κανείς γιατί οι επενδύσεις κατά το πρώτο τρίμηνο του 2012 ήταν μόνο 46 τοις εκατό σε σύγκριση αυτών πριν από τέσσερα χρόνια (στην πραγματικότητα, πρέπει κανείς να αναρωτηθεί γιατί ήταν και τόσο υψηλές). Αλλά χωρίς επενδύσεις και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, η Ελλάδα θα παραμείνει εγκλωβισμένη σε έναν φαύλο κύκλο ύφεσης και ασχέτως των προσπάθειών της είναι απίθανο να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των δανειστών της.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα πρέπει να επιλέξουν. Αν πραγματικά πιστεύουν ότι θα ήταν καλύτερα με την Ελλάδα εκτός ευρώ θα πρέπει να προσφέρουν ένα πακέτο εξόδου. Προφανώς, μια έξοδος θα τους κοστίσει ακριβά αφού η απότομη υποτίμηση του νομίσματος, που είναι βέβαιο ότι θα λάβει χώρα θα αναγκάσει τη χώρα να αθετήσει τις υποχρεώσεις της σε ευρώ. Επίσης, η Αθήνα θα παραμείνει υπό οικονομική στήριξη, αφού απέχει πολύ από την επιστροφή στη δημοσιονομική ισορροπία εντός και εκτός. Η αξιοπιστία του ευρώ θα υποστεί ζημιά και άλλες χώρες θα πρέπει να προστατευτούν από τη μετάδοση του πανικού. Και, τέλος, η ΕΕ δεν μπορεί να ξεχάσει την Ελλάδα, διότι ανεξάρτητα από την τύχη της στην ΕΕ, θα παραμείνει στην Ευρώπη και θα έχει σημασία για ολόκληρη την ήπειρο. Έτσι, έπειτα από προσεκτική ανάλυση η επιλογή φαίνεται λιγότερο ελκυστική και πιο επικίνδυνη από ότι εικάζεται με την πρώτη ματιά. Αλλά τουλάχιστον έχει μια εσωτερική λογική.
Αν οι Ευρωπαίοι αποδέχονται ότι η ελληνική έξοδος δεν είναι προς το συμφέρον τους, θα πρέπει να αναγνωρίσουν τις προσπάθειες που καταβάλλονται και να δώσουν μια πραγματική ευκαιρία περαιτέρω προσαρμογής ώστε η χώρα να ανακάμψει εντός του ευρώ. Προφανώς δεν μπορούν να απομακρύνουν τον κίνδυνο στάσης πληρωμών και εξόδου τελείως αλλά μπορούν τουλάχιστον να μειώσουν τις κερδοσκοπικές πιέσεις μίας πιθανής εξόδου. Πέρα από μια λογική επέκταση του προγράμματος στήριξης, αυτό προϋποθέτει σαφή μηνύματα ότι η Ευρώπη πιστεύει σε μια πιθανή επιτυχία του προγράμματος. Μία δυνατότητα, η οποία σίγουρα δεν είναι χωρίς δυσκολίες, θα ήταν η ανακούφιση του χρέους προς τους επίσημους πιστωτές, δηλαδή η συμμετοχή του δημόσιου τομέα. Ένας άλλος τρόπος θα ήταν η προώθηση δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων, μέσω των δανειακών ανταλλαγών, των επενδύσεων από τα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (όπως έχει κάνει η Ευρωπαϊκή Τράπεζα για την Ανασυγκρότηση και την Ανάπτυξη στην ανατολική Ευρώπη), ή της αναβίωσης του σχεδίου Eureca για την προ-ιδιωτικοποίηση όπως προτάθηκε από την εταιρεία συμβούλων Roland Berger, μια πρόταση που γρήγορα δυστυχώς χλευάστηκε. Το κλειδί είναι ότι οι ιδιώτες θα πιστέψουν στην αναβίωση της Ελλάδας, μόνο αν οι Ευρωπαίοι οι ίδιοι επενδύσουν σε αυτή.
Όταν ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς συναντηθεί με τους ευρωπαίους ηγέτες αργότερα αυτή την εβδομάδα, θα πρέπει να τους προσφέρει ένα μικρό δώρο για το καλοκαίρι: ένα αντίγραφο του θεατρικού έργου του Alfred de Musset, Μια πόρτα πρέπει να είναι ανοιχτή ή κλειστή. Είναι μικρό και γεμάτο ιδέες για περαιτέρω σκέψη.
-----------------------------------
Πηγή: banksnews.gr
-----------------------------------
Η δεύτερη φορά ήταν το 2010-2011, όταν η φερεγγυότητα και η πιθανή πτώχευση της Ελλάδας τέθηκε ως επείγον ζήτημα. Δύο στρατόπεδα ανέκυψαν. Ένα υποστήριξε ταχεία αναδιάρθρωση του χρέους, τονίζοντας ότι η Ελλάδα ήταν μια μοναδική περίπτωση και ότι οι αγορές θα μπορούσαν να πειστούν ότι δεν υπάρχει άλλη ευρωπαϊκή χώρα που θα ακολουθήσει το παράδειγμά της. Η άλλη πλευρά τόνισε τις δυσμενείς δευτερογενείς επιπτώσεις μιας στάσης πληρωμών και ευνοούσε τη στήριξη της ρευστότητας της Αθήνας μέσω φτηνών δανείων. Ο συμβιβασμός ήταν να δανείσουν τη χώρα με εγκληματικά όμως επιτόκια, ενώ αφήναν τις αγορές να αναμένουν ότι η αναδιάρθρωση θα μπορούσε ίσως να έρθει, αλλά σε μεταγενέστερο στάδιο. Κάθε μία από τις δύο αυτές θέσεις ήταν συνεπείς σε εσωτερικό επίπεδο, αλλά ο συμβιβασμός τελικά δεν ήταν. Χρειάστηκε περισσότερο από ένα χρόνο, μέχρι το δεύτερο εξάμηνο του 2011, για να αναγνωριστεί αυτή η αντίφαση.
Η τρίτη φορά είναι τώρα. Και πάλι, η Ευρώπη είναι διχασμένη. Ένα στρατόπεδο, που εκπροσωπείται από τη βόρεια Ευρώπη, θεωρεί ότι η Ελλάδα θα πρέπει να φύγει από την ευρωζώνη, διότι δεν είναι κατάλληλη ούτε οικονομικά ούτε πολιτικά. Αυτή την άποψη μοιράζονται και ευρωσκεπτικιστές (που θέλουν να αποδείξουν ότι η έξοδος είναι δυνατή) και οι φιλοευρωπαϊστές (που ελπίζουν να κερδίσουν το στόχο της περαιτέρω ολοκλήρωσης). Το δεύτερο στρατόπεδο, που στηρίζεται από τη Γαλλία και τη Νότια Ευρώπη, είναι ανένδοτο στο ότι η ακεραιότητα της ευρωζώνης θα πρέπει να διατηρηθεί, διότι η αποχώρηση της Ελλάδας θα έχει αλυσιδωτές αρνητικές επιπτώσεις σε άλλες χώρες του νότου.
Κάθε μία από αυτές τις θέσεις είναι επίσης εσωτερικά συνεπής. Αλλά αυτό που δεν είναι συνεπές είναι να καλείται μια εξαντλημένη χώρα να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίτευξη των στόχων του προγράμματος στήριξης, ενώ τροφοδοτούνται συνεχώς προσδοκίες μιας αναγκαστικής εξόδου. Εντός της χώρας, ο κίνδυνος των οικονομικών διαταραχών από την έξοδο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως κίνητρο για την εξαγωγή κεφαλαίων ή τη συσσώρευση μετρητών. Για τους ξένους επενδυτές, συμπεριλαμβανομένων και των Ελλήνων της διασποράς, αυτό είναι ένα κίνητρο για να μην επενδύουν στη χώρα με την ελπίδα των μελλοντικών εξαγορών σε τιμές ευκαιρίας. Υπό αυτές τις συνθήκες δεν θα πρέπει να αναρωτιέται κανείς γιατί οι επενδύσεις κατά το πρώτο τρίμηνο του 2012 ήταν μόνο 46 τοις εκατό σε σύγκριση αυτών πριν από τέσσερα χρόνια (στην πραγματικότητα, πρέπει κανείς να αναρωτηθεί γιατί ήταν και τόσο υψηλές). Αλλά χωρίς επενδύσεις και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, η Ελλάδα θα παραμείνει εγκλωβισμένη σε έναν φαύλο κύκλο ύφεσης και ασχέτως των προσπάθειών της είναι απίθανο να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των δανειστών της.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα πρέπει να επιλέξουν. Αν πραγματικά πιστεύουν ότι θα ήταν καλύτερα με την Ελλάδα εκτός ευρώ θα πρέπει να προσφέρουν ένα πακέτο εξόδου. Προφανώς, μια έξοδος θα τους κοστίσει ακριβά αφού η απότομη υποτίμηση του νομίσματος, που είναι βέβαιο ότι θα λάβει χώρα θα αναγκάσει τη χώρα να αθετήσει τις υποχρεώσεις της σε ευρώ. Επίσης, η Αθήνα θα παραμείνει υπό οικονομική στήριξη, αφού απέχει πολύ από την επιστροφή στη δημοσιονομική ισορροπία εντός και εκτός. Η αξιοπιστία του ευρώ θα υποστεί ζημιά και άλλες χώρες θα πρέπει να προστατευτούν από τη μετάδοση του πανικού. Και, τέλος, η ΕΕ δεν μπορεί να ξεχάσει την Ελλάδα, διότι ανεξάρτητα από την τύχη της στην ΕΕ, θα παραμείνει στην Ευρώπη και θα έχει σημασία για ολόκληρη την ήπειρο. Έτσι, έπειτα από προσεκτική ανάλυση η επιλογή φαίνεται λιγότερο ελκυστική και πιο επικίνδυνη από ότι εικάζεται με την πρώτη ματιά. Αλλά τουλάχιστον έχει μια εσωτερική λογική.
Αν οι Ευρωπαίοι αποδέχονται ότι η ελληνική έξοδος δεν είναι προς το συμφέρον τους, θα πρέπει να αναγνωρίσουν τις προσπάθειες που καταβάλλονται και να δώσουν μια πραγματική ευκαιρία περαιτέρω προσαρμογής ώστε η χώρα να ανακάμψει εντός του ευρώ. Προφανώς δεν μπορούν να απομακρύνουν τον κίνδυνο στάσης πληρωμών και εξόδου τελείως αλλά μπορούν τουλάχιστον να μειώσουν τις κερδοσκοπικές πιέσεις μίας πιθανής εξόδου. Πέρα από μια λογική επέκταση του προγράμματος στήριξης, αυτό προϋποθέτει σαφή μηνύματα ότι η Ευρώπη πιστεύει σε μια πιθανή επιτυχία του προγράμματος. Μία δυνατότητα, η οποία σίγουρα δεν είναι χωρίς δυσκολίες, θα ήταν η ανακούφιση του χρέους προς τους επίσημους πιστωτές, δηλαδή η συμμετοχή του δημόσιου τομέα. Ένας άλλος τρόπος θα ήταν η προώθηση δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων, μέσω των δανειακών ανταλλαγών, των επενδύσεων από τα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (όπως έχει κάνει η Ευρωπαϊκή Τράπεζα για την Ανασυγκρότηση και την Ανάπτυξη στην ανατολική Ευρώπη), ή της αναβίωσης του σχεδίου Eureca για την προ-ιδιωτικοποίηση όπως προτάθηκε από την εταιρεία συμβούλων Roland Berger, μια πρόταση που γρήγορα δυστυχώς χλευάστηκε. Το κλειδί είναι ότι οι ιδιώτες θα πιστέψουν στην αναβίωση της Ελλάδας, μόνο αν οι Ευρωπαίοι οι ίδιοι επενδύσουν σε αυτή.
Όταν ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς συναντηθεί με τους ευρωπαίους ηγέτες αργότερα αυτή την εβδομάδα, θα πρέπει να τους προσφέρει ένα μικρό δώρο για το καλοκαίρι: ένα αντίγραφο του θεατρικού έργου του Alfred de Musset, Μια πόρτα πρέπει να είναι ανοιχτή ή κλειστή. Είναι μικρό και γεμάτο ιδέες για περαιτέρω σκέψη.
-----------------------------------
Πηγή: banksnews.gr
-----------------------------------