Μια ρεματιά χωρίζει το χωριό στη μέση και αυτός φαίνεται ήταν ο λόγος που το ονόμασαν έτσι: Μεσο-χώρι.
Πιο πριν όμως, το 1200 μ. Χ υπήρχε μικρός οικισμός, όμως πληροφορούμαστε από αραβικό κείμενο μεταφρασμένο στα Ελληνικά.
Το 1829 αριθμούσε 306 κατοίκους, ενώ δεν υπήρχε καμιά τουρκική οικογένεια.
Τα όρια τότε του χωριού άρχιζαν από τον Αυλόσπηλο, περιελάμβαναν τον Κάμπο, την Ελαφόνησο και έφταναν μέχρι τα Ασπρούδια.
Ο ναός της Υπαπαντής χτίστηκε το 1708, όπως μαρτυρεί επιγραφή που είναι τοποθετημένη στον τοίχο του ναού.
Το 1940 ο πληθυσμός φτάνει τους 328 κατοίκους. Στη συνέχεια όμως αρχίζει να μειώνεται σταθερά με αποτέλεσμα να φτάσει το 1981 τους 86 κατοίκους.
Στη δεκαετία του 1991 έχουμε και πάλι αύξηση πληθυσμού (206 κάτοικοι ).
Σήμερα αρκετοί Μεσοχωρίτες επιστρέφουν στο χωριό, επισκευάζουν τα παλαιά σπίτια τους και τα χρησιμοποιούν είτε σαν κύριες κατοικίες είτε σαν εξοχικά, απολαμβάνοντας την μαγευτική θέα προς τον βατικιώτικο κόλπο.
Στο Μεσοχώρι δεσπόζει το μισοερειπωμένο Κάστρο Μεσοχωρίου σε
απότομο ύψωμα στα βορειοανατολικά του. Σε ιστορικές πηγές μαρτυρείται η
παραχώρηση του κάστρου των κλειδιών της πόλης. Αργότερα το κάστρο
περιήλθε στη δικαιοδοσία του Δεσποτάτου του Μορέως.
Το χωριό Φαρακλό χτίστηκε από τους Ενετούς το 1479 ή το 1483. Πήρε την ονομασία του από τον αρχηγό τους Φαρακλό.
Ο οικισμός αναπτύχθηκε κατά το Μεσαίωνα και γνώρισε ιδιάιτερη άνθιση κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας.Το δέκατο έβδομο αιώνα ήταν μία από τις σημαντικότερες αστικές περιοχές ολόκληρης της Πελοποννήσου. Μετά την επανάσταση του 1821 αποτέλεσε την έδρα του δήμου Μαλέων.
Σήμερα διατηρούνται στο Φαρακλό χτίσματα, κυρίως ναοί, τόσο από τη βυζαντινή όσο και από μεταγενέστερες περιόδους.Το 2006 το Φαρακλό βρέθηκε στο επίκεντρο της δημοσιότητας, αφού σε αυτό βρέθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 2006 ή εικόνα της Παναγίας της Βρεφοκρατούσας, που είχε κλαπεί τον προηγούμενο μήνα από τη Μονή Ελώνης
Αρκαδίας.
Η εικόνα βρέθηκε σε ξύλινο πλαίσιο μέσα στον τοίχο μιας μικρής
εκκλησίας στο μοναστήρι της Παντάνασσας, που υπάρχει στο Φαρακλό. Στο
σημείο αυτό χτίστηκε ένα χρόνο αργότερα εικονοστάσι με δαπάνες της Ελληνικής Αστυνομίας στο οποίο τοποθετήθηκε πιστό αντίγραφο της εν λόγω εικόνας κατά τη διάρκεια μιας πανηγυρικής τελετής.
Το Λάχι Βοιών, είναι χωριό της Επαρχίας Επιδαύρου Λιμηράς του Νομού
Λακωνίας, βρίσκεται κτισμένο στην πλαγιά του Κρίθηνου Όρους, στην
απόληξη του Πάρνωνα. Η περιοχή σήμερα ονομάζεται Βάτικα, ονομασία
προερχόμενη από το Βοιάτικα.
Το Λάχι, μετά την κατάργηση του Δήμου Βοιών, υπάγεται στον Καλλικρατικό Δήμο Μονεμβασίας και απέχει από την Νεάπολη, κωμόπολη των Βοιών, μόλις τρία (3) Χιλιόμετρα.
Όλο το χωριό , ένα μπαλκόνι που βλέπει στον κόλπο των Βατίκων, την Ελαφόνησσο, τα Κύθηρα, αριστερά προς την Πούντα και έως την απόληξη του Ταϋγέτου προς το ακρωτήριο Ταίναρο, προσφέρει αυτή την απίθανη πανοραμική θέα, που μένει αξέχαστη και πλανάται στα όνειρα των ξενιτεμένων και των επισκεπτών.
Τρία (3) περίπου χιλιόμετρα από το Λάχι βρίσκεται το Παλαιόκαστρο το επίνειο του Λαχίου, μικρός φυσικός λιμένας στον οποίο υπάρχει και αλιευτικό καταφύγιο. Δίπλα στο Παλαιόκαστρο οι μικρές πεντακάθαρες παραλίες, της Αμίτσας, του Μαραθιά, του Φονιά το Αυλάκι, του Λά, το Γαβρό προσφέρουν απολαυστικό κολύμπι και ξεκούραση.
Η χερσόνησος του Παλαιοκάστρου είναι χώρος αρχαιολογικής σημασίας στην οποία, όπως αναφέρουν οι Ιστορικοί, το έτος 1100 περίπου π.χ. (Μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου) ο Αινείας έκτισε την Πόλη ΗΤΙΣ.
Ανεβαίνοντας από την Νεάπολη για το Λάχι, αριστερά στην διασταύρωση προς Καστανιά, συναντάμε την περιοχή Φλέβα. Στη Φλέβα υπάρχει ο Νέος και ο παλαιός Ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου με τη μεγάλη πλατεία, που τη σκιάζουν τα ψηλά γέρικα πλατάνια και την πηγή με το κρυστάλλινο νερό που αναβλύζει συνεχώς δροσίζοντας τους περαστικούς. Το Λάχι παρότι δεν είναι παραθαλάσσιο, το 95% του πληθυσμού ασχολήθηκε με τη θάλασσα.
Οι Λαχιώτες από τα μέσα του 19ου αιώνα με τα τότε στοιχειώδη μέσα, που ως κινητήριο δύναμη είχαν τον αέρα και τη δύναμη των χεριών τους, δηλαδή με τα πανιά και τα κουπιά, όργωναν τα παράλια των Ελληνικών ακτογραμμών ψαρεύοντας και αποκτώντας φήμη εργατικού, συνεπούς και ολοκληρωμένου ναυτικού.
Ξεκινούσαν από το Λάχι και έφθαναν μέχρι τη Χαλκιδική, το Βόλο, το Γαλαξίδι, τις Σποράδες, ακόμα μέχρι την Καλαμάτα, το Κατάκωλο, τις ακτές της Αττικής και τα νησιά των Κυκλάδων μέχρι την Ανάφη και την Αστυπάλαια.
Εκτός όμως από την αλιευτική τους ενασχόληση, σημαντική υπήρξε η παρουσία τους στην τότε εμπορική ναυτιλία, ως καραβοκύρηδες, οι οποίοι με τα εμπορικά πλοία διακινούσαν τα προϊόντα των Βατίκων (Λάδι, Κρεμμύδια, Φιστίκια) σε όλη την Ελληνική επικράτεια ακόμη μέχρι την Μαύρη θάλασσα.