Ω γιε μου,
μην ακούς τις φωνές των φοβισμένων.
Αυτοί, έτσι κι αλλιώς, φοβούνται τη ζωή
πιότερο κι απ’ τον θάνατο.
μην ακούς τις φωνές των φοβισμένων.
Αυτοί, έτσι κι αλλιώς, φοβούνται τη ζωή
πιότερο κι απ’ τον θάνατο.
Κι αυτοί, οι δειλοί και τιποτένιοι,
με φωνές σπαραχτικές
θα προσπαθήσουν να φοβίσουνε και σένα,
ώστε ο φόβος τους, σαν έκταση θα λάβει,
δίκαιος να φανεί.
με φωνές σπαραχτικές
θα προσπαθήσουν να φοβίσουνε και σένα,
ώστε ο φόβος τους, σαν έκταση θα λάβει,
δίκαιος να φανεί.
σαν κι αυτούς ποτέ μη γίνεις, χαμερπής,
ποτέ σου μην παραδοθείς
σε ποταπή, γλοιώδη και ανούσια ζωή.
Κι αν η φτωχή τους λογική φόβους γεννά
κι όλα τα βλέπουν τρομαγμένοι,
πλην από το άθλιό τους τώρα,
«με λογισμό και μ’ όνειρο»
ξέφυγε συ από αυτούς
που σάπια σάρκα κουβαλούν
σ’ ένα κορμί χωρίς ψυχή.
κι όλα τα βλέπουν τρομαγμένοι,
πλην από το άθλιό τους τώρα,
«με λογισμό και μ’ όνειρο»
ξέφυγε συ από αυτούς
που σάπια σάρκα κουβαλούν
σ’ ένα κορμί χωρίς ψυχή.
Η αντρειοσύνη στη ζωή
δεν είναι ίδιον των αχρείων.
Κι εσύ γενναίος να είσαι
στων δεινών την πλησμονή.
Για τίποτα μη φοβηθείς.
Τους φοβισμένους μόνο να φοβάσαι.
δεν είναι ίδιον των αχρείων.
Κι εσύ γενναίος να είσαι
στων δεινών την πλησμονή.
Για τίποτα μη φοβηθείς.
Τους φοβισμένους μόνο να φοβάσαι.
Κι όσο μπορείς μην τους ακούς,
αν άξιος της ζωής θέλεις κριθείς.
Όπως σου είπα και πιο πριν,
αυτοί, έτσι κι αλλιώς, φοβούνται τη ζωή.
αν άξιος της ζωής θέλεις κριθείς.
Όπως σου είπα και πιο πριν,
αυτοί, έτσι κι αλλιώς, φοβούνται τη ζωή.
Μα εμείς το θάνατο αψηφούμε
και με θάρρος πολεμούμε
για γνήσια, ελεύθερη κι αληθινή MIA ζήση.
Πετούμε και δεν έρπουμε.
και με θάρρος πολεμούμε
για γνήσια, ελεύθερη κι αληθινή MIA ζήση.
Πετούμε και δεν έρπουμε.
Κι αν σωριαστούμε μια στιγμή,
χίλιες φορές καλύτερα από το, ως οι σκώληκες,
ολόκληρη ζωή, βρώμικοι κι υποτακτικοί,
του καθενός εκβιαστή τις εντολές να εκτελούμε,
σερνάμενοι στη λάσπη του,
άβουλοι και αδύναμοι, δειλοί, άνευ ψυχής.
χίλιες φορές καλύτερα από το, ως οι σκώληκες,
ολόκληρη ζωή, βρώμικοι κι υποτακτικοί,
του καθενός εκβιαστή τις εντολές να εκτελούμε,
σερνάμενοι στη λάσπη του,
άβουλοι και αδύναμοι, δειλοί, άνευ ψυχής.
---------------------------------------------
Γιώργης Δρυμωνιάτης