Τα σημάδια της πρώιμης ναυσιπλοΐας στον Πλακιά της Κρήτης
«Βρες μια ωραία γωνιά στο κατάστρωμα, και έρχομαι κι εγώ», μου φώναξε ο Φρόντις, ο συνταξιδιώτης μου, προσπαθώντας να ακουστεί μέσα από τους ήχους των φορτηγών και των αυτοκινήτων που στριμώχνονταν για να παρκάρουν στο γκαράζ του πλοίου. Εγώ είχα ήδη ασφαλίσει τη μοτοσικλέτα μου σε μια άκρη, ενόσω ο Φρόντις τακτοποιούσε τη δική του λίγο πιο δίπλα.
Ο πλους από τα Κύθηρα ώς το Καστέλι Κισσάμου, στη βορειοδυτική γωνιά της Κρήτης, θα ήταν περίπου τέσσερις ώρες, και η θάλασσα των Κυθήρων ήταν ταραγμένη από τον δυνατό βοριά. Οι μοτοσικλέτες μας όμως ήταν καλά δεμένες, δεν είχαν φόβο.
«Μπορείς να σκεφτείς κάποιους αρχαίους προγόνους μας να κάνουν αυτό το ταξίδι προς την Κρήτη μέσα σε πρωτόγονα σκάφη, χωρίς κανέναν εξοπλισμό, χωρίς χάρτες, χωρίς γνώσεις, και κυρίως χωρίς γνωστό προορισμό, προς ένα προκλητικό και τρομακτικό άγνωστο, χαμένο στον βαθύ μπλε ορίζοντα του πελάγους;» με ρώτησε ο Φρόντις ακουμπισμένος στην κουπαστή του καταστρώματος.
Αρχαίες ιστορίες
«Θα πρέπει να έμοιαζε με ταξίδι σε άλλον πλανήτη», του απάντησα. «Αλλά οι Μινωίτες ήταν γενναίοι και ικανοί θαλασσοπόροι. Με όποια μέσα τους προσέφερε η ναυτική τέχνη των ανθρώπων 1.500 χρόνια πριν από τη γέννηση του Χριστού».
«Ναι. Μόνο που δεν σου μιλάω για τους Μινωίτες. Σου μιλάω για κάποιους ναυτικούς πολύ πολύ παλιότερους...».
«Πόσο παλιότερους; Να προσθέσω κανένα μηδενικό στο 1.500 π.Χ.;» του απάντησα αστειευόμενος. Ο Φρόντις, κοιτώντας πάντα προς το πέλαγος, με τον λυσσασμένο βοριά να του ανακατεύει τα μακριά μαλλιά του, είπε τονίζοντας τις λέξεις μία μία: «Πρόσθεσε δύο μηδενικά». Γύρισα και τον κοίταξα κατάπληκτος.
Ασφαλώς θα αστειεύεται, σκέφτηκα. Η αρχαιότερη ένδειξη πρώιμης ναυσιπλοΐας, η οποία έχει εντοπιστεί στην Αυστραλία, δεν είναι παλαιότερη του 60.000 π.Χ., και εδώ στο Αιγαίο οι παλαιότερες ενδείξεις χρονολογούνται γύρω στο 9.000 π.Χ. «Και μετά πολλαπλασίασέ το επί οκτώ, ή αν θες και επί 50», συνέχισε ο Φρόντις που απολάμβανε την κατάπληξή μου.
«Σκέψου κάποιους θαλασσοπόρους μεταξύ του 120.000 και του 750.000 π.Χ., να διασχίζουν μια απόσταση τουλάχιστον 40 ναυτικών μιλίων στην ανοιχτή θάλασσα, και να φτάνουν στην Κρήτη». «Απίστευτο!» αναφώνησα. «Ναι, έτσι νιώθουν και οι ίδιοι οι αρχαιολόγοι που βρήκαν τα λίθινα εργαλεία αυτών των παλαιολιθικών κυνηγών, μικρά τσεκούρια και λεπίδες, στα σημεία όπου έστηναν τους καταυλισμούς τους, στις εξόδους των φαραγγιών και στις βραχοσκεπές κοντά στη θάλασσα στη νότια ακτή της Κρήτης, από τον Πλακιά και το φαράγγι της Πρέβελης ώς τον Αγιο Παύλο. Δεν το χωράει εύκολα ο νους σου, αλλά αφού η Κρήτη είναι νησί εδώ και πέντε εκατομμύρια χρόνια, πώς αλλιώς μπορεί να έφτασαν εδώ οι άνθρωποι που έφτιαξαν αυτά τα εργαλεία;».
Στο Καστέλι Κισσάμου φτάσαμε βράδυ, εννιάμισι η ώρα. Παρόλο που ήταν αργά, ήμασταν και οι δύο ξεκούραστοι κι έτσι αποφασίσαμε να οδηγήσουμε τα 130 χιλιόμετρα ώς τον Πλακιά, αυτή τη γωνιά της Κρήτης που διάλεξαν εκείνοι οι πρωτόγονοι άνθρωποι για κυνηγότοπό τους. Ακολουθήσαμε τον βόρειο άξονα μέχρι το Ρέθυμνο, στρίψαμε νότια προς Αρμένους, και λίγο πριν από το Σπήλι αφήσαμε τον κεντρικό δρόμο και πήγαμε αριστερά προς Πλακιά.
Διασχίσαμε νύχτα το Κουρταλιώτικο φαράγγι με ένα λαμπρό φεγγάρι από πάνω μας, και μετά από λίγα λεπτά φτάσαμε στην ακτή, στον Πλακιά, που τέτοια εποχή δεν έχει ακόμα βγει καλά καλά από τον χειμωνιάτικο λήθαργο. Ηταν όλα κλειστά. Πήγαμε ώς τη νότια άκρη της μεγάλης παραλίας, παρκάραμε τις μοτοσικλέτες στο τέλος του δρόμου, και ακολουθήσαμε το μονοπάτι ώς τη βάση του μεγάλου κάθετου βράχου που σήμερα είναι ένα από τα πιο εντυπωσιακά αναρριχητικά πεδία της Κρήτης.
Στο χορταριασμένο πλάτωμα κάτω από τον βράχο στήσαμε τη σκηνή μας. Επρεπε να μαγειρέψουμε για να φάμε. Είχαμε μαζί μας άγρια χόρτα που μαζέψαμε την προηγούμενη ημέρα, που ήθελαν τουλάχιστον μισή ώρα βράσιμο, και κάτι σαλιγκάρια που ο Φρόντις τα είχε μαζέψει από τη βόρεια Πελοπόννησο και τα κουβαλούσε μέρες τώρα μέσα σ’ ένα μικρό καλαθάκι με αλεύρι. «Μεγάλε κυνηγέ, ήρθε η ώρα να φάμε τα θηράματα που έπιασες με τόσο κόπο!» του είπα, την ώρα που έκανα πως έτριβα δύο ξύλα για να ανάψω τη φωτιά μας.
«Εκείνοι οι κυνηγοί πιθανότατα χρησιμοποιούσαν τη φωτιά για να μαγειρέψουν το φαγητό τους, αλλά δεν ήξεραν ακόμα πώς να την ανάβουν. Επαιρναν κάποιο φλεγόμενο κλαδί από μια τυχαία πυρκαγιά, και τη συντηρούσαν ρίχνοντας συνεχώς καυσόξυλα στην εστία τους. Οταν πήγαιναν παρακάτω έπαιρναν μαζί τους τα κάρβουνα και την ξανα-άναβαν στο νέο τους καταφύγιο. Αυτό που κάνεις τώρα, είναι μια τεχνική που δεν είναι παλαιότερη του 50.000 π.Χ.».
Το φως του φεγγαριού έπεφτε πάνω στα βράχια της ακτής και φώτιζε τις σπηλιές δίπλα στη θάλασσα. Χωρίς κύματα, με τη φεγγαρόστρατα καταμεσής του όρμου, το πέλαγος έμοιαζε με λιμνούλα όπου κολυμπούσαν νεράιδες.
Το δεντρολίβανο που τσιτσιριζόταν στο καυτό ελαιόλαδο όπου ο Φρόντις μαγείρευε τους μπουμπουριστούς χοχλιούς, ερέθιζε εκείνα τα κέντρα του εγκεφάλου μου που δεν έχουν αλλάξει καθόλου τον τρόπο λειτουργίας τους από την εποχή του Homo sapiens. Σκεφτόμουν πόσα κοινά πράγματα έχουμε με εκείνους τους ανθρώπους, που τα μόνα ίχνη που άφησαν είναι μερικοί πέτρινοι χειροπέλεκεις.
Ερωτήματα
«Είναι δυνατόν εκείνοι οι άνθρωποι να είχαν την τεχνολογία να κατασκευάσουν κάτι που να πλέει και να διασχίζει τα πέλαγα χωρίς να βουλιάζει, και τα εργαλεία τους να παρέμεναν τόσο πρωτόγονα για τόσες χιλιάδες χρόνια;».
«Οι αρχαιολόγοι με τα ευρήματά τους, μάλλον δημιουργούν παρά απαντούν τέτοια ερωτήματα», μου απάντησε ο Φρόντις. «Το μόνο σίγουρο και χειροπιαστό είναι αυτά τα πέτρινα τσεκούρια και οι λεπίδες που είναι φτιαγμένα από ανθρώπινο χέρι. Η υπόλοιπη αλήθεια είναι εξαφανισμένη μέσα στη σκόνη των αιώνων. Αλλά μπορείς να την ψηλαφήσεις τρώγοντας ζεστό φαγάκι μαγειρεμένο στη φωτιά, κάτω από τα αστέρια...» μου είπε αδειάζοντας τη μισή τηγανιά χοχλιούς στο πιάτο μου.
-----------------------------------------------------
Πηγή: kathimerini.gr- Του Στεφανου Ψημενου
-----------------------------------------------------