Το «όχι» στο δημοψήφισμα αποτελεί την πολύτιμη, ιστορικά και πολιτικά, άρνηση του ελληνικού λαού, του Δήμου των Ελλήνων, να συναινέσει στη δουλεία που θέλουν να του επιβάλουν οι δανειστές της χώρας.
Οι συνθήκες τρομοκρατίας υπό τις οποίες διατυπώθηκε αυτή η γενναία άρνηση δείχνουν και το σθένος των καθημαγμένων από τα φονικά μνημονιακά μέτρα πέντε ολόκληρων χρόνων πολιτών. Η στάση αυτή δεν είναι μόνο σπόρος που θα καρπίσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τον κόσμο γενικότερα αλλά παράγει συγχρόνως άμεσα αποτελέσματα, η ανάλυση των οποίων θα υπερέβαινε τα όρια του παρόντος άρθρου.
Περιορίζομαι εδώ μόνο στην επισήμανση ότι τόσο η πολιτική της λιτότητας όσο και το ζήτημα του χρέους που έθεσε η Ελλάδα τους τελευταίους μήνες δεν θα φύγουν πια από την ατζέντα των λαών, των κοινοβουλίων, των κυβερνήσεων και των λεγόμενων θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η άρνηση, το «όχι» των Ελλήνων, αφορά το περιεχόμενο των μέτρων που περιλαμβάνονται στο τελεσίγραφο που δόθηκε στην κυβέρνηση από τους δανειστές, των μέτρων που επαναλήφθηκαν και στα σχέδια που ακολούθησαν και που περιλαμβάνονται και στο τρίτο μνημόνιο.
Φυσικά η άρνηση αυτή δεσμεύει και την ελληνική κυβέρνηση και προφανώς και τη Βουλή των Ελλήνων. Ωστόσο ενώ το «όχι» του ελληνικού λαού αφορούσε τα προτεινόμενα μέτρα η «συμφωνία», το τρίτο μνημόνιο, είναι αποτέλεσμα μιας ήττας της χώρας μας μετά από έναν ωμό εκβιασμό που δεν άφηνε άλλη επιλογή εκτός από αυτή του μικρότερου κακού.
Στην απάντηση συνεπώς του ερωτήματος για τη συμβατότητα του «όχι» του δημοψηφίσματος με το «ναι» της Βουλής στο τρίτο μνημόνιο οφείλουμε να λάβουμε υπόψη μας το γεγονός της ήττας στις Βρυξέλλες, το ότι ο Αλέξης Τσίπρας αναγκάστηκε να υποκύψει στον εκβιασμό των «εταίρων» και να επιλέξει το μικρότερο κακό. Το «ναι» του κοινοβουλίου στη «συμφωνία» δεν αποτελεί τίποτε άλλο από την παραδοχή ενός αντικειμενικού γεγονότος, της ήττας.
Το γενναίο «όχι» του ελληνικού λαού στο περιεχόμενο των μέτρων του τελεσιγράφου των δανειστών, περιεχόμενο που δεν εξαλείφθηκε με την απόσυρση του τελεσιγράφου αλλά αντίθετα περιελήφθη και στα επόμενα σχέδια, όπως και στην τελική «συμφωνία», δεν απαγόρευσε ούτε μπορούσε να απαγορεύσει την ήττα που επήλθε στις Βρυξέλλες. Το «όχι» αυτό δεν ήταν ούτε μπορούσε να είναι ένα είδος «ταν ή επί τας».
Την ήττα και μάλιστα την ήττα με το μαχαίρι στον λαιμό δεν μπορείς να την αποκλείσεις με οποιαδήποτε απόφαση ή διάταγμα, όπως δεν μπορείς να αποκλείσεις την ταξική πάλη, την ιστορία, τον πολιτικό και κοινωνικό αγώνα για την ανατροπή της νέας δουλείας…
Απευθύνομαι κυρίως στους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίοι υπό συντριπτικό συνειδησιακό βάρος αρνήθηκαν να υπερψηφίσουν το σχέδιο νόμου για τη «συμφωνία» με τους δανειστές, μια «συμφωνία» που είναι καρπός εκβιασμού και εκμετάλλευσης της καθηλωτικής ανάγκης του ελληνικού λαού, μια «συμφωνία» που καθιστά και πάλι το χρέος αθέμιτο, παράνομο, επονείδιστο (απεχθές) και μη βιώσιμο, σύμφωνα και με την Προκαταρκτική Έκθεση της Επιτροπής Αλήθειας Δημόσιου Χρέους, μια «συμφωνία» από την οποία λείπει ένα θεμελιώδες στοιχείο νομιμότητας, η ελευθερία σχηματισμού βούλησης της ελληνικής πλευράς. Το «όχι» των βουλευτών στη «συμφωνία» αποτελεί εξ αντικειμένου άρνηση του αντικειμενικού γεγονότος της ήττας.
Όμως κανείς δεν μπορεί να αρνείται τα αντικειμενικά γεγονότα, όπως κανείς δεν μπορεί να αρνείται τη δυναμική της ιστορίας ή της ταξικής πάλης, ενός πολιτικού και κοινωνικού αγώνα για την ανατροπή του καθεστώτος αποικίας χρέους στο οποίο βρίσκεται εδώ και πέντε χρόνια η χώρα.
Πρέπει να σημειώσουμε κάτι ακόμη. Υπάρχει αντίφαση μεταξύ της αναγνώρισης από τη μια πλευρά ότι ο πρωθυπουργός υπέκυψε σε έναν ωμό εκβιασμό και επέλεξε το μικρότερο κακό και του «όχι» από την άλλη πλευρά στο σχέδιο νόμου για την επικύρωση της «συμφωνίας»: Μα αν ο εκβιασμός είναι πραγματικός και δεν υπήρχε τρίτη επιλογή στο δίλημμα που τέθηκε στον Αλέξη Τσίπρα, τότε δεν μπορείς να τον αρνείσαι (τον εκβιασμό) στη Βουλή, όταν έρχεται η σειρά σου να απαντήσεις σ΄ αυτόν. Γιατί σήμερα τρίτη επιλογή / λύση δεν υπάρχει.
Μια τρίτη επιλογή θα μπορούσε να είναι καρπός όχι μόνο κοινωνικών και πολιτικών αγώνων σε όλα τα επίπεδα αλλά και σοβαρής προετοιμασίας. Η επιστροφή για παράδειγμα σε εθνικό νόμισμα, προϋποθέτει όχι μόνο την εκπόνηση ενός πειστικού σχεδίου, που δεν υπάρχει σήμερα, αλλά και τη δημιουργία των αναγκαίων υλικών όρων για την πραγματοποίησή του: επαρκούς χρηματικού / συναλλαγματικού αποθέματος, εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης και δανεισμού, συγκεκριμένης αντιμετώπισης των επιπτώσεων της επιστροφής σε εθνικό νόμισμα. Και τελευταίο αλλά καθόλου ασήμαντο: Θα πρέπει να πείσεις τους πολίτες, στο φαντασιακό ή τη συνείδηση των οποίων το Ευρώ είναι ισοδύναμο «ευημερίας» ή, έστω, ευημερίας.
Και όλα αυτά απαιτούν χρόνο, σοβαρή προετοιμασία, καθώς και τη γενναιότητα να αναγνωρίζεις ποια είναι τα ρίσκα και ποια τα εγγενή όρια ενός τέτοιου εγχειρήματος αλλά και συγχρόνως να σταθμίζεις τα κόστη και τα οφέλη μιας τέτοιας λύσης και όλα αυτά να τα συζητάς τελικά με τους Έλληνες.
Από τους κυβερνητικούς βουλευτές ένα πρόσωπο είχε την υποχρέωση να πει «όχι» στη «συμφωνία» κι αυτό είναι η Ζωή Κωνσταντοπούλου: Ένα δικό της «ναι» στη «συμφωνία» θα ήταν συγχρόνως μια ηχηρή εγκατάλειψη της Επιτροπής Αλήθειας Δημόσιου Χρέους και των τεκμηριωμένων πορισμάτων της που αποδεικνύουν ότι η νέα «συμφωνία» καθιστά και το νέο χρέος αθέμιτο, παράνομο, επονείδιστο (απεχθές) και μη βιώσιμο σύμφωνα με τα κριτήρια και τα στοιχεία της Προκαταρκτικής Έκθεσης της Επιτροπής.
Σημειώνουμε εδώ ότι στο κείμενο της «συμφωνίας» επαναλαμβάνεται η αναγνώριση όλου του δημόσιου χρέους της χώρας και η υπόσχεση πλήρους εξόφλησής του. Επομένως και γι΄ αυτό τον λόγο δεν μπορούσε η Ζωή Κωνσταντοπούλου να πει «ναι» στη «συμφωνία». Θυμηθείτε το, η αξία της Επιτροπής και του έργου της θα επιβεβαιωθούν στο κοντινό μέλλον, όταν θα αντιληφθούν όλοι με τον πιο επώδυνο τρόπο ότι το τρίτο μνημόνιο πρέπει να ανατραπεί το συντομότερο, ότι ο κόσμος μας θα γίνει πολύ χειρότερος αν εφαρμοστεί αυτό το φρικαλέο και ατιμωτικό σχέδιο.
Η άμυνα της κοινωνίας απέναντι στην παράνομη και βάρβαρη επίθεση στις ζωές των πολιτών της, για την υπεράσπιση των υλικών όρων αξιοπρεπούς διαβίωσής τους, είναι όχι μόνο δικαίωμα αλλά και υποχρέωση.
Η συμπεριφορά των δανειστών / «εταίρων» έδειξε πια σε όλους τους πολίτες ότι ο λόγος για δημοκρατία, ελευθερία και αλληλεγγύη στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι κενός και υποκριτικός λόγος, «… και άλλα ηχηρά παρόμοια» για να θυμηθούμε τον Καβάφη. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση σήμερα βρίσκονται επί το έργον όχι μόνο ή κυρίως ιδεαλιστές αλλά και οικονομικοί και πολιτικοί δολοφόνοι.
Απέναντι σ΄ αυτούς η ήττα της χώρας μας δεν είναι μια ντροπιαστική αλλά μια γενναία ήττα κι αυτό έχει τεράστια ιστορική και πολιτική, τελικά πρακτική, σημασία.
---------------------------------------------------------
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών-Άρις Καζάκος
---------------------------------------------------------