Κατά τη συνεδρίασή της στις 27 Ιανουαρίου
2014, η Επιτροπή Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου συνέχισε να εκφράζει τις ανησυχίες της σε ό,τι αφορά την
πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με το φυτικό αναπαραγωγικό
υλικό (COM(2013)0262), στην οποία οι Ευρωβουλευτές έχουν υποβάλει πάνω
από 1 400 τροπολογίες, τονίζει σε ερώτησή του ο πρόεδρος της Επιτροπής
Γεωργίας Paolo De Castro, εξ ονόματός της.
Όπως αναφέρει, οι εν λόγω ανησυχίες αφορούν το χρονικό διάστημα το
οποίο διαθέτει το Ευρωκοινοβούλιο προκειμένου να εξετάσει την πρόταση,
και τον σημαντικό αριθμό των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων τις οποίες έχει
προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κυρίως αυτές που αφορούν νεότερα
στοιχεία όπως «ετερογενές υλικό» και «εξειδικευμένες αγορές».
Επειδή οι λεπτομέρειες των εν λόγω πιθανών κατ' εξουσιοδότηση πράξεων
δεν είναι γνωστές, είναι ιδιαίτερα δύσκολο για τους Ευρωβουλευτές να
αξιολογήσουν την πρακτική σημασία, και τις επιπτώσεις της προτεινόμενης
νομοθεσίας. Σημαντική ανησυχία προκαλεί και η απόφαση να αντικατασταθούν
12 υφιστάμενες οδηγίες από έναν απλό κανονισμό, καθώς και η αποτυχία να
υλοποιηθούν ορισμένοι στόχοι, όπως απλοποίηση, καινοτομία, και
αντιμετώπιση θεμάτων που αφορούν φυτικούς γενετικούς πόρους. Η εκτίμηση
επιπτώσεων η οποία συνοδεύει την εν λόγω πρόταση δεν είναι
επικαιροποιημένη και δεν αντιμετωπίζει την επίπτωσή της πρότασης σε
μικρές και ιδιαίτερα μικρές επιχειρήσεις στην ΕΕ.
Δεδομένων των ανησυχιών αυτών, ερωτά αν προτίθεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή
να αποσύρει την πρότασή της προκειμένου να την επεξεργασθεί περαιτέρω,
ώστε να υποβάλει μια νέα πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μετά την
έναρξη της επόμενης θητείας του;.
Το ιστορικό της υπόθεσης
Σημειώνεται πως, όπως είχε προαναγγελθεί από τις 27 Ιανουαρίου από τον
πρόεδρο της Επιτροπής Γεωργίας του Ευρωκοινοβουλίου Ιταλό ευρωβουλευτή
κ. Paolo De Castro, της ομάδας των Σοσιαλιστών, κατά την διάρκεια
ψηφοφορίας την Τρίτη
11 Φεβρουαρίου, απορρίφθηκε (με 37 ψήφους, έναντι 2 υπέρ) το σχέδιο
κανονισμού για το πολλαπλασιαστικό υλικό των φυτών που πρότεινε η
Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Το σχέδιο κανονισμού σχετικά με την παραγωγή και την εμπορία του
πολλαπλασιαστικού υλικού, που ονομάζεται επίσης και κανονισμός σπόρων,
κατατέθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 6 Μαΐου 2013, ως μέρος του
ευρύτερου πακέτου για την υγεία των φυτών και των ζώων. Οι ευρωβουλευτές
κατέθεσαν 1.461τροπολογίες μέχρι σήμερα για την τροποποίηση του σχεδίου πρότασης ή την πλήρη απόρριψή του.
Συγκεκριμένα, την τροπολογία για την απόρριψη της πρότασης νομοθεσίας, η
οποία και υπερψηφίστηκε, κατατέθηκε από τον ανεξάρτητο ευρωβουλευτής
Κρίτωνα Αρσένη, με το σκεπτικό ότι θα υποχρέωνε τους έλληνες και
ευρωπαίους αγρότες να αγοράζουν σπόρους μόνο από πολυεθνικές.
Το ηχηρό «όχι» στον κερδοσκοπικό έλεγχο της τροφής από τις πολυεθνικές
που είπε η Επιτροπή Γεωργίας – με κύρια αρμοδιότητα για τη συγκεκριμένη
νομοθεσία – ακολούθησε την προηγούμενη ομόφωνη καταψήφιση της εν λόγω
νομοθεσίας από την Επιτροπή Περιβάλλοντος στις 30 του προηγουμένου
Ιανουαρίου.
Παράλληλα, οι Ευρωβουλευτές που υπερψήφισαν την τροπολογία,
αντιτάχθηκαν στην επιβολή γραφειοκρατικών εμποδίων σε όσους αγρότες
επιλέγουν να μην αγοράζουν σπόρους από το εμπόριο, ενώ υπερασπίστηκαν το
δικαίωμα στην ελεύθερη πρόσβαση σε τροφή αλλά και τη διατροφική
ασφάλεια.
Σημειώνεται, επίσης, ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τη συγκεκριμένη
πρόταση έχει προτείνει τη μεταρρύθμιση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για την
εμπορία των σπόρων. Οι νέοι κανόνες θα είναι ένα από τα τελευταία
θέματα που θα συζητηθούν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πριν τις ευρωεκλογές.
Στόχος των πολυεθνικών είναι η επιβολή μονοπωλίου στην εμπορία των σπόρων στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια αγορά
-η εμπορική αξία της οποίας υπολογίζεται στα 45 δισ. δολάρια και της
ευρωπαϊκής στα 9 δισ. δολάρια ετησίως. Παράπλευρος στόχος, η απαλλαγή
δια παντός από τους «ανταγωνιστές» της (αγρότες, βιολογικούς
κτηνοτρόφους, παραγωγούς παραδοσιακών σπόρων – ελεύθεροι από δικαιώματα
ιδιοκτησίας).
Σήμερα,
οι τέσσερις μεγαλύτερες εταιρείες του κλάδου ελέγχουν το 58% της
παγκόσμιας αγοράς, οι 10 μεγαλύτερες το 73% και τα ποσοστά αυτά
αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο. Ωστόσο οι πολυεθνικές ισχυρίζονται πως
χάνουν το 40% των εν δυνάμει αγορών, λόγω ‘παράνομης αναπαραγωγής’, αλλά
και καλλιέργειας μη καταχωρισμένων ποικιλιών σπόρων».
Για περισσότερα:
--------------------------------------------------------
Πηγή: paseges.gr- Στέφανος Παπαπολυμέρου
--------------------------------------------------------