Κυριακή 27 Μαΐου 2012

Ολα μια παράσταση είναι, τι το ψάχνεις;

Τετάρτη μεσημέρι, κι ο Νίκος κρατάει το βιβλίο της Βιολογίας στα χέρια, ίσως για τελευταία φορά. Διαβάζει ψιθυρίζοντας ακατανόητες φράσεις όπως «λιποπρωτεϊνικής φύσης έλυτρο» και «νιτρικό υπεροξυακετύλιο». 

Στα κενά ανάμεσά τους, κάθε τόσο λέει «Μπράβο!» και «Σωστός!» λίγο πιο δυνατά. Ο Νίκος θέλει να γίνει γιατρός. Το δεύτερο μάθημα που έδωσε σήμερα είναι ένα απ’ τα εμπόδια που πρέπει να ξεπεράσει. «Το πιο μικρό ή το πιο μεγάλο, αυτό μένει να φανεί» λέει. 

Στα 18 του, έχει πίσω δύο ολόκληρα χρόνια που το μόνο που σκέφτεται είναι οι Πανελλαδικές. Κι έτσι, μπορεί να ξέρει όλα του τα βιβλία απ’ έξω, αλλά στην ερώτηση «και τώρα που τελείωσες το σχολείο, τι θα κάνεις;» δεν έχει πρόχειρη απάντηση.

Προς το παρόν, το μόνο που περιμένει ο Νίκος είναι να τελειώσουν οι εξετάσεις, για να τον πάρει το πλοίο που θα τον πάει πρώτη φορά χωρίς τους γονείς και τον αδελφό του για διακοπές στη Σαντορίνη. Οπως ακριβώς η Ερη περιμένει τα γενέθλιά της, στις 15 του άλλου μήνα, κι ο Μάκης κι ο Παντελής περιμένουν το πρώτο Σαββατοκύριακο του Αυγούστου, που θα βγουν στη σκηνή για «live» με τις κιθάρες τους. 

Αλλά πέρα απ’ όλα αυτά τα μικρά πράγματα που περιμένει κανείς όταν είναι 18 χρονών, υπάρχει εκεί έξω η ζωή μετά το σχολείο, που περιμένει τον Νίκο, την Ερη, τον Παντελή και τον Μάκη για να τη ζήσουν, έστω και στην εποχή της κρίσης.

«Πριν από μερικές μέρες ψήφισα πρώτη φορά, και δεν ήξερα πού μου πάνε τα τέσσερα!» κάνει ο Νίκος αυθόρμητα. «Είτε μπω στη σχολή είτε όχι, πριν από οτιδήποτε άλλο, θα πρέπει να κάτσω να διαβάσω κανένα βιβλίο, να καταλάβω πώς λειτουργεί αυτός ο κόσμος», λέει. 

Τον ρωτάω αν αξίζουν τόσα χρόνια σπουδών όταν δεν είσαι καν σίγουρος αν θα βρεις δουλειά. «Ξέρεις τι σκέφτομαι;» απαντά το παιδί. «Πως τα πολλά χρόνια που χρειάζονται για να γίνω γιατρός, ίσως να είναι και προνόμιο αυτή την εποχή. Ισως να περάσω την κρίση διαβάζοντας». 

Ο Νίκος δεν έχει αυταπάτες - καταλαβαίνει πολύ καλά πως έχει το περιθώριο να βλέπει τα πράγματα έτσι γιατί «οι γονείς μου έχουν οικονομική ευχέρεια, δεν θα πεινάσουμε, ούτε και θα χρειαστεί να δουλέψω στις σπουδές μου. Είμαι τυχερός». Και ξέρει, βέβαια, πως δεν είναι όλοι έτσι. Για τον Παντελή, ας πούμε, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά.

Ολα για τη μόστρα

«Για τη μόστρα γίνονται όλα», λέει όταν τον ρωτάω πώς διάλεξε τη σχολή που θέλει να πάει. «Ηρθα να δώσω», λέει ξύνοντας το γενάκι του, «αλλά κι αν μπω, μπορεί και να μην πάω. Μπορεί να πάω να γίνω βενζινάς. Μπορεί να παίζω και κιθάρα στο μετρό». 

Ο Μάκης πίσω του χασκογελάει - «μαζί σου, κι εγώ θα παίζω συνθεσάιζερ!» λέει. «Να τις τρελάνουμε τις γριές στο βαγόνι!». Οι δυο τους είναι φίλοι απ’ το Γυμνάσιο, ο Μάκης θέλει να μπει στο Φυσικό, ο Παντελής σκέφτεται να γίνει χημικός. Οταν δεν ασχολούνται με τα μαθήματά τους, έχουν ένα γκρουπ που παίζει λάιβ σε μπαράκια. «Αφού σου είπα», επιμένει ο Παντελής όταν τον ρωτάω πώς προλαβαίνουν τις πρόβες μέσ’ στις Πανελλαδικές. 

«Για τη μόστρα γίνονται όλα. Πρέπει να παίζουμε συχνά, για να έχουμε καλή σκηνική παρουσία. Οπως και όλοι οι άλλοι σ’ αυτόν τον κόσμο» λέει. Στο απορημένο ύφος μου, το παιδί απαντά γελώντας. «Ολα μια παράσταση είναι, τι το ψάχνεις;». Λέει πως οι γονείς του παράσταση δίνουν: «ευτυχισμένοι να δείχνουμε, υγεία να έχουμε, και όλα θα πάνε καλά σου λένε. Και από πίσω σου ψάχνουν δανεικά απ’ τον γείτονα».

Η Ερη παρεμβαίνει - «σιγά ρε σοφέ του βουνού!» κάνει όπως περνάει πίσω απ’ τον Παντελή. Χωρίς εκείνος να το περιμένει, η Ερη του φοράει ξαφνικά την κουκούλα που κρέμεται πίσω απ’ το φούτερ του. 

Ο Μάκης ξεκαρδίζεται με την έκπληξη του φίλου του που βρέθηκε απρόσμενα κουκουλωμένος, αλλά η Ερη έχει ήδη έρθει προς το μέρος μου. «Αν θες τη γνώμη μου», λέει, «το μόνο που περιμένω είναι να περάσω ωραία φοιτητικά χρόνια. Απ’ τα 16 μου κάθε μέρα κάνω φροντιστήριο. "Παιδί μου διάβασες;” πίεση, βιβλία, και πάλι απ’ την αρχή. Τώρα, τέλος. Να βγω απ’ την πρίζα. Μόνο αυτό θέλω». «Και μετά;» τη ρωτάω. «Κάτσε να βγουν οι βαθμοί να δούμε τι κάναμε...» λέει. 

Τη ρωτάω ποιο είναι το χειρότερο σενάριο. Η Ερη το σκέφτεται μια στιγμή, και... «το χειρότερο είναι να δουλεύω χωρίς ωράριο», λέει, «να παίρνω από 300 έως 600 ευρώ, να μην έχω να πάρω στην κόρη μου τα βιβλία που θέλει, να έρχεται το τέλος του μήνα και να μου χτυπάει την πόρτα ο σπιτονοικοκύρης για το νοίκι και να μην του ανοίγω». 
Πριν προλάβω να πω τίποτα, «δηλαδή, να ζω τη ζωή που ζει τώρα η μάνα μου», κάνει η Ερη...
---------------------------------------------------------
Πηγή: kathimerini.gr-Της Μαριλης Μαργωμενου
---------------------------------------------------------