Η μειωμένη ποσότητα της παραγωγής της ελαιοκομικής περιόδου 2011/12, καθώς και η παγκόσμια κρίση, αποτελούν σημαντικά εμπόδια τόσο για την αύξηση, όσο και για την διατήρηση των ελληνικών εξαγωγών των επιτραπέζιων ελιών, που κυμάνθηκαν στα ίδια με τα περσινά επίπεδα.
Αυτό αναφέρει σε συνέντευξη που έδωσε στον ΑγροΤύπο ο πρόεδρος της ΠΕΜΕΤΕ κ. Νέλος Γεωργούδης. Πάντως οι επιτραπέζιες ελιές παραμένουν ένα σημαντικό εθνικό εξαγώγιμο προϊόν. Όμως την ίδια στιγμή οι ανταγωνίστριες ελαιοπαραγωγικές χώρες, αυξάνουν συστηματικά την καλλιέργειά τους.
Όπως επισημαίνει ο κ. Γεωργούδης «σε αυτό αν συνυπολογίσουμε το χαμηλό κόστος του παραγόμενου προϊόντος, γίνεται αμέσως αντιληπτή η αυξανόμενη «πίεση» που ασκείται πλέον στους Έλληνες εξαγωγείς επιτραπέζιων ελιών. Σε αυτή την κατάσταση η μόνη λύση είναι η προσπάθεια για διεύρυνση των αγορών του εξωτερικού.
Όμως η γραφειοκρατία και τα αντικίνητρα που μας δημιουργεί το ελληνικό κράτος δημιουργούν εμπόδια στις εξαγωγές. Σήμερα το μεγαλύτερο βάρος μας πέφτει στην διατήρηση και αύξηση του μεριδίου στις υπάρχουσες αγορές, ενώ παράλληλα καταβάλλεται προσπάθεια - λόγω του ισχυρού ανταγωνισμού - για την τοποθέτηση του προϊόντος σε νέες αγορές».
Απαντώντας, ο πρόεδρος της ΠΕΜΕΤΕ, στο αν υπάρχουν προοπτικές για το μέλλον της καλλιέργειας της επιτραπέζιας ελιάς, τόνισε ότι «υπάρχουν αλλά υπό προϋποθέσεις» και πρόσθεσε: «Αν και η επιτραπέζια ελιά είναι εθνικό μας προϊόν, με ιδιαίτερα ανταγωνιστικά ποιοτικά χαρακτηριστικά, εξάγεται σε ποσοστό σχεδόν 80% της ετήσιας παραγωγής, αντιπροσωπεύοντας το 7% (περίπου) των ελληνικών εξαγωγών αγροτικών προϊόντων (το 2010 οι εξαγωγές ήταν 95.000 τόνους, αξίας 250 εκατ. ευρώ) και συμπεριλαμβάνεται σταθερά τα τελευταία χρόνια στην πρώτη πεντάδα των ελληνικών τροφίμων που εξάγονται, εν τούτοις η ανταγωνιστικότητα της μειώνεται συνεχώς εξ΄ αιτίας παραγόντων όπως:
Η γραφειοκρατία, η πολυνομία και η πολυπλοκότητα των θεσμών που ευνοούν την αδιαφάνεια και την διαφθορά και αποτελούν τους κυριότερους ανασταλτικούς παράγοντες της υγιούς επιχειρηματικότητας.
Απαντώντας, ο πρόεδρος της ΠΕΜΕΤΕ, στο αν υπάρχουν προοπτικές για το μέλλον της καλλιέργειας της επιτραπέζιας ελιάς, τόνισε ότι «υπάρχουν αλλά υπό προϋποθέσεις» και πρόσθεσε: «Αν και η επιτραπέζια ελιά είναι εθνικό μας προϊόν, με ιδιαίτερα ανταγωνιστικά ποιοτικά χαρακτηριστικά, εξάγεται σε ποσοστό σχεδόν 80% της ετήσιας παραγωγής, αντιπροσωπεύοντας το 7% (περίπου) των ελληνικών εξαγωγών αγροτικών προϊόντων (το 2010 οι εξαγωγές ήταν 95.000 τόνους, αξίας 250 εκατ. ευρώ) και συμπεριλαμβάνεται σταθερά τα τελευταία χρόνια στην πρώτη πεντάδα των ελληνικών τροφίμων που εξάγονται, εν τούτοις η ανταγωνιστικότητα της μειώνεται συνεχώς εξ΄ αιτίας παραγόντων όπως:
Η γραφειοκρατία, η πολυνομία και η πολυπλοκότητα των θεσμών που ευνοούν την αδιαφάνεια και την διαφθορά και αποτελούν τους κυριότερους ανασταλτικούς παράγοντες της υγιούς επιχειρηματικότητας.
Αύξηση του κόστους παραγωγής, καθώς καθημερινά δεχόμαστε έντονες πιέσεις από τις αυξήσεις ενέργειας, υλικών, χρήματος και καλούμαστε να λειτουργήσουμε σε ένα δύσκαμπτο και συνεχώς μεταβαλλόμενο φορολογικό και διοικητικό περιβάλλον.
Αντικίνητρα
Το εξαγωγικό εμπόριο των αγροτικών προϊόντων της χώρας χρειάζεται στήριξη και στοχευμένη εθνική πολιτική. Χρόνια αντικίνητρα, που η ΠΕΜΕΤΕ έχει τονίσει επανειλημμένα, δημιουργούν ανυπέρβλητα εμπόδια στις εξαγωγικές επιχειρήσεις. Αναφέρουμε τα πιο σημαντικά:
1) Έγκαιρη και σε αντίθετη περίπτωση έντοκη επιστροφή ΦΠΑ
Διογκώνεται συνεχώς το ήδη τεράστιο πρόβλημα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι εξαγωγικές επιχειρήσεις αγροτικών προϊόντων. Εδώ και πολλούς μήνες δίνουμε άνισο αγώνα επιβίωσης απέναντι στην κρίση, έχοντας φθάσει πλέον στα όρια μας. Σε συνδυασμό δε και με τις απεργίες ή και στάσεις των εμπλεκόμενων στις εξαγωγές κλάδων (τελωνειακοί, γεωπόνοι, φορτηγά, λιμάνια, κ.α.), έχουν σαν αποτέλεσμα τον περιορισμό τόσο της εξαγωγικής δραστηριότητας και την απώλεια μεριδίων των ελληνικών αγροτικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές.
2) Ανταποδοτικό τέλος 1 ευρώ/ τόνο για τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές:
Εφαρμόσθηκε για την αντικατάσταση της επιβάρυνσης του κρατικού σήματος για τις τρίτες χώρες. Τελικά εφαρμόστηκε όμως και στις ενδοκοινοτικές πωλήσεις επιτραπέζιων ελιών. Σημειώνουμε ότι, δεν εφαρμόζεται σε καμιά άλλη χώρα της Ε.Ε.
3) Εισφορά 0,6% του Ν. 128/75
Ως γνωστό, η εισφορά του Ν. 128/75, ανέρχεται σε ποσοστό επί του ανεξόφλητου ποσού του δανείου και προστίθεται στους τόκους που χρεώνει η Τράπεζα στους δανειολήπτες. Η τελευταία, αφού το εισπράξει με τους τόκους, το αποδίδει στο Δημόσιο. Η εν λόγω εισφορά ανέρχεται σε 0,6% για πάσης φύσεως επιχειρηματικά και καταναλωτικά δάνεια. Αυτό φέρνει σημαντική επιβάρυνση των εξαγωγικών επιχειρήσεων και δυσκολία να ανταγωνιστούν ομοειδείς επιχειρήσεις του εξωτερικού. Επιβάλλεται άμεσα η κατάργηση του.
4) Προστασία νόμιμων Εξαγωγικών Μονάδων:
Η λειτουργία μονάδων μεταποίησης χωρίς τις απαραίτητες προδιαγραφές, οι οποίες δεν διαθέτουν αποδεδειγμένη τεχνογνωσία και ικανότητα (άδεια λειτουργίας, HACCP, νόμιμο εκπαιδευμένο προσωπικό, κ.α.) για την προβολή και διακίνηση των ελληνικών αγροτικών προϊόντων, τόσο στην εσωτερική αγορά (Ε.Ε.), όσο και στις διεθνείς αγορές (τρίτες χώρες), δημιουργεί σοβαρά ποιοτικά προβλήματα στις διεθνείς αγορές (τρίτες χώρες & Ε.Ε.), με αντίκτυπο στις εξαγωγικές επιχειρήσεις της χώρα μας, καθώς και αθέμιτο ανταγωνισμό στο εσωτερικό αυτής.
Η δημιουργία Μητρώου Μεταποιητικών Μονάδων, θα λύσει το πρόβλημα, ώστε να εξασφαλίζει την εφαρμογή του κοινοτικού και εθνικού πλαισίου για τους κανόνες ποιότητας, τυποποίησης, ιχνηλασιμότητας, HACCP, κ.α.
5) Φόρος Ακίνητης Περιουσίας (ΕΤΑΚ)
Ζητάμε την κατάργηση της επιβάρυνσης στις μεταποιητικές μονάδες, τουλάχιστον στους αποθηκευτικούς χώρους, καθώς διαθέτουν μεγάλες επιφάνειες κτισμάτων, αποκλειστικά για την αποθήκευση του προϊόντος».
--------------------------------------------------
Πηγή: agrotypos.gr - Σταύρος Παϊσιάδης
--------------------------------------------------