Ήταν ένας γείτονας με τ’ όνομα Κώστας –Κωστάρας το παρανόμι του γιατί ήτανε κοντός!– ένας γραφικός τύπος των Μητάτων. Είχε, μια φορά, την γιορτή του και κάλεσε τους φίλους του να φάνε και να πιούνε. Μαζεύτηκαν, λοιπόν, από νωρίς, αρχίσανε το φαγοπότι, μπήκανε στο κέφι. Ο Κωστάρας ήταν φανατικός λαγοκυνηγός, κι όταν το κέφι κορυφώθηκε, πήρε το δίκαννο, βγήκε έξω και άρχισε τα σμπάρα.
Πιο κάτω ήτανε το σπίτι του παπά του χωριού, του παπα-Αντώνη. Στο σπίτι του ο παπάς, κάτω απ’ το υπνοδωμάτιό του στο υπόγειο, είχε στάβλο που έκλεινε τον γάιδαρό του. Αυτός ο γάιδαρος ήτανε παλαβός και καμιά φορά βάραγε με τα πόδια του την πόρτα του στάβλου.
Εκείνη τη νύχτα, λοιπόν, ο παπάς κοιμόταν του καλού καιρού αλλά κάποια στιγμή ξύπνησε από τις ντουφεκιές και νόμισε ότι ήταν ο γάιδαρος που κλώτσαγε την πόρτα. Μια, δυο, τρεις –σου λέει– αυτός δεν θα με αφήσει να κοιμηθώ και κατεβαίνει κάτω και περιλαβαίνει τον γάιδαρο με το στειλιάρι. Αυτή η σκηνή επαναλήφθηκε πολλές φορές κατά τη διάρκεια της νύχτας, κάθε φορά που ο Κωστάρας αποφάσιζε ν’ αδειάσει το δίκαννό του στον αέρα.
Όταν μαθεύτηκε την άλλη μέρα το περιστατικό, ένας θυμόσοφος γέρος του χωριού σχολίασε: Εχθές το βράδυ άλλος έτρωγε κι έπινε κι άλλος –κι εννοούσε τον καημένο τον γαϊδαράκο– τις έτρωγε άδικα των αδίκων…
Τώρα πια δεν έχει απομείνει γάιδαρος στο χωριό αλλά αυτό που είπε ο ανώνυμος σχολιαστής ισχύει και με το παραπάνω! Πόσες φορές άλλος τρώει και χορταίνει κι άλλος τις τρώει χωρίς να φταίει…
---------------------------------------------------------------------------------
Πηγή: dragonerarossa.gr-Γιάννης Στέφ. Πρωτοψάλτης
---------------------------------------------------------------------------------
Πηγή: dragonerarossa.gr-Γιάννης Στέφ. Πρωτοψάλτης
---------------------------------------------------------------------------------