Κυριακή 24 Ιουλίου 2016

Περί γυμνισμού και άλλων (καινών) δαιμονίων

Τα καλοκαίρια είθισται οι δήμοι των νησιών της χώρας να τυπώνουν διαφημιστικά φυλλάδια στα οποία παινεύουν τις ομορφιές και τα προϊόντα του τόπου τους στους επίδοξους τουρίστες. Ένα αντίστοιχο τουριστικό φυλλάδιο τύπωσε και ο Δήμος Κυθήρων, μην αποφεύγοντας, ωστόσο, μια, εντυπωσιακή ομολογουμένως, παραδοξότητα και παραδοξολογία. 

Το τσιριγώτικο δημοτικό φυλλάδιο ολοκληρώνει την συνοπτική παρουσίαση του νησιού, προσφέροντας ως λαμπρό επιστέγασμα στον επισκέπτη, μια ρητή (πιο ρητή, δεν γίνεται) αυστηρή απαγόρευση:
Στα Κύθηρα απαγορεύεται ο γυμνισμός και το ελεύθερο κάμπινγκ!

 

Δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί πιο παράδοξο τρόπο υποδοχής από μια φωνακλάδικη απαγόρευση (με θαυμαστικό!)· δυστυχώς όμως, δεν πρόκειται για κάποιο κακόγουστο, απλώς και μόνο, αστείο. Ενδεχόμενη χιουμοριστική απάντηση για το κωμικοτραγικό χαρακτήρα της διακήρυξης (σε ύφος τουλάχιστον ανάλογο διακήρυξης εθνικής ανεξαρτησίας μετά θαυμαστικού), δεν φτάνει. Αλλά ούτε και φτουράει. Γιατί αυτό που χρήζει, νομίζω, επειγόντως απάντησης (πριν ανδρωθεί ακόμα περισσότερο και ξεσαλώσει εντελώς) είναι το ρατσιστικό κι επικίνδυνα μικρονοϊκό πνεύμα που υποφώσκει πίσω από τον τσαμπουκαλίδικο χαρακτήρα της κακόστομης δήλωσης. Μιας δήλωσης με την οποία –σημειωτέον– η δημοτική αρχή του τόπου υποδέχεται τον τουρίστα και βασικό χρηματοδότη της χειμερινής δυσπραγίας. Τον ξένο από τον οποίο περιμένει να αντισταθμίσει τα κεσάτια των μη καλοκαιρινών μηνών στο νησί.

Το χυδαίο πνεύμα που υποκρύπτει η όχι και τόσο φιλόξενη δήλωση του τουριστικού φυλλαδίου –πνεύμα, για να είμαστε δίκαιοι, όχι αποκλειστικά τσιριγώτικο, αλλά πανεθνικής δυστυχώς εμβελείας– είναι ότι πίσω από τα κουραφέξαλα περί φιλοξενίας (την οποία μάθαμε, πρώτοι εμείς οι κουτοπόνηροι ελλαδίτες, να συνοδεύουμε με βαθυστόχαστα αρχαιοελληνικά τσιτάτα στα οποία παραμένουμε παντελώς άνιωτοι) κρύβεται η φιλάνθρωπη εκείνη αντίληψη που ταυτίζει τον επισκέπτη με το πορτοφόλι του. Την ώρα που πλείστοι όσοι συμπατριώτες μας, όχι μόνον έχουν πάψει να ονειρεύονται διακοπές, αλλά εργάζονται αδιάκοπα σε δυο ή και τρεις δουλειές (κάνοντας και τον σταυρό τους που έχουν έστω και μία) για να επιβιώσουν, στο εν λόγω (και όχι μόνο) νησί συναντάς ακόμη ανθρώπους που έχουν την απαίτηση, (συγγνώμη, την ΑΠΑΙΤΗΣΗ), να εργάζονται δύο ή το πολύ τέσσερις μήνες και να στρογγυλοκάθονται τους υπόλοιπους.

Στα χρόνια των παχιών σοσιαλιστικών αγελάδων (τις οποίες απλώς έβαψε μπλε, το δεξιό τους κακέκτυπο) περνούσαμε τα καλοκαίρια στο νησί με τσιμπημένες τις τιμές της φιλοξενίας, αλλά και τη νοοτροπία, «μάζευε κι ας είν’ και ρώγες». Τα ύστερα όμως χρόνια της εθνικής παρακμής που αποκαλούμε άκριτα «κρίση», φαίνεται να αναβιώνει το παλιό καλό όνειρο του «κυκλαδίτικου», δηλαδή του τουρισμού υψηλού εισοδήματος. Ένα πανεθνικό (δυστυχώς και πάλι) όραμα που προϋποθέτει πως όλα τα ελληνικά νησιά θα θυμίζουν «μικρές Κυκλάδες», αναπαράγοντας στην εντέλεια όλα τα κλισέ των καλοκαιρινών διακοπών που αναζητεί (όπως ο Αμερικανός τα MacDonald απανταχού της γης) ο νεόπλουτος ακαλλιέργητος Νεοέλληνας. Ο εκτρωματικός αυτός Φράνκενστάιν, γέννημα του κατ’ επανάληψη και παρά φύσιν βιασμού της χώρας από σύσσωμο το πολιτικό προσωπικό των λεβεντοαχρείων που καταχράστηκε την εξουσία από τη Μεταπολίτευση και δώθε.

Και αναφέρομαι μονάχα στον νεόπλουτο Νεοέλληνα της ύστερης Μεταπολίτευσης και της αστ[ακ]ομακαρονάδας, γιατί μέσα από αυτήν ακριβώς την αντίληψη του πλούτου, αντιμετωπίστηκε στην Ελλάδα και ο εύπορος ξένος τουρίστας. Ως πνευματικός μακροσυγγενής, επιτήδειος, δηλαδή, της αρπαχτής απ’ τον οποίο δικαιωματικώ τω τρόπω μπορούμε με τη σειρά μας να τα αρπάξουμε. Τα συμπαρομαρτούντα λοιπόν κλισέ (πέραν της εθνικής αστ[ακ]ομακαρονάδας και του Μοχίτο με τριμμένο πάγο) είναι η παραδοσιακή νησιώτικη (βλέπε κυκλαδίτικη) κατοικία από μπετόν με ψεύτικες αψίδες και πισίνα, ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος μέχρι το σκάσιμο του κύματος, η ψευτο-χαβανέζικη ομπρέλα στην παραλία με την αντίστοιχη λατινοαμερικάνικης αισθητικής καντίνα και την απαραίτητη εκκωφαντική μουσική για να εδραιωθεί το άτοπο και άχρονο συναίσθημα της διασκέδασης δίχως αύριο, το chip & cookies παγωτό στο ζαχαρωμένο ηλιοβασίλεμα, το trekking (και όχι περίπατος), τα θαλασσινά σπορ μέσα στη μούρη των λουομένων και κυρίως τα υπερπολυτελή κότερα και ιστιοφόρα που μαζί με τα τερατώδη τζιπ και τις Porsche Cayenne, αποτελούν σήμα κατατεθέν της πολυπόθητης τρισευτυχισμένης ευμάρειας και ευζωίας – κάτι σαν τις ακριβοπληρωμένες γαλάζιες σημαίες σε αμφιλεγόμενης καθαρότητας παραλίες.
Θέλω να προλάβω όλους τους κακόβουλους που θα ανασύρουν πάραυτα από τα κιτάπια τους τον κιτρινισμένο και πολυχρησιμοποιημένο δεκάρικο για τις οπισθοδρομικές και ουτοπικές αντιλήψεις όσων (σαν εμένα) εχθρεύονται την ανάπτυξη και την εξέλιξη του νησιού παραμένοντας προσκολλημένοι σε μια νοσηρή νοσταλγία παρωχημένων εποχών. Δεν ισχυρίζομαι επ’ ουδενί ότι οι παγκοσμιοποιημένες ανέσεις και οι απολαύσεις του σημερινού τρόπου ζωής είναι όλες συλλήβδην για πέταμα. Να επιστήσω θέλω απλώς την προσοχή ενδεχόμενων αναγνωστών του περιορισμένου αυτού κομματιού, στο γεγονός ότι όλα τα συμπαρομαρτούντα που σέρνει πίσω της η «εξέλιξη» και η «ανάπτυξη» του τουρισμού και του τόπου, συνιστούν ένα μασκάρεμα, η παρατεταμένη εξοικείωση με το οποίο, έχει ως αποτέλεσμα την αλλοτρίωση, την απώλεια της αίσθησης της πραγματικότητας και κυρίως της ταυτότητάς μας. (Δηλαδή τη σταδιακή σμίλευση ενός εαυτού με βάση τις ανάγκες, τις αγάπες και τα οράματά μας).

Καθώς και στο γεγονός ότι δεν καθίσαμε ποτέ να σκεφτούμε (πριν μασκαρευτούμε) τι είναι και τι θέλουμε να είναι το νησί και κατά προέκταση η χώρα που κατοικούμε. Ποιος είναι ο χαρακτήρας του, οι ιδιαιτερότητές του (δηλαδή οι αρετές και οι ανάγκες του) και ποιος ο δικός μας (αυτό που είμαστε και ονειρευόμαστε να γίνουμε) και πού και πώς θα μπορέσουμε ομαλώς να συναντηθούμε. Τα διαφορετικά μασκαρέματα καταλήγουν στο καραγκιοζιλίκι. Και καθώς δεν υπάρχει κανένα όραμα για το νησί, τη χώρα και τον εαυτό μας, ο καθένας παλεύει να επιβάλει τη δική του λιγότερο ή περισσότερο στενοκέφαλη αντίληψη στου κασίδη το κεφάλι. Καταλήγοντας ενίοτε σε ένα έκτρωμα που φέρνει περισσότερο στον Κασιδιάρη.

Ο καθένας μ’ άλλα λόγια προσπαθεί είτε με έμμεσο κουτοπόνηρο τρόπο, είτε ασκώντας την όποια εξουσία διαθέτει, να επιβάλλει τις δικές του απαγορεύσεις. Ο ζηλωτής και βαθιά θρησκόληπτος μητροπολίτης της νήσου οραματίζεται ενδεχομένως τη μετατροπή των Κυθήρων σε προσκυνηματικό τουριστικό προορισμό τύπου Τήνου, με απαγορεύσεις εισόδου στους ναούς δίχως την πρέπουσα ενδυμασία – την ορθόδοξη εκδοχή της μπούρκας. Ο ψοφοδεής μα και οργίλος δήμαρχος τις απαγορεύσεις εκείνες που θα ικανοποιήσουν αφενός τον δεσπότη και το συντηρητικό του ποίμνιο, κι αφετέρου τους ξενοδόχους, τους εμπόρους και τους δωματιάδες που εν καιρώ κρίσης αποφάσισαν πως μοναδική λύση για την εξασφάλιση του πλούσιου επιούσιου είναι η θέσπιση «πόρτας».

Διότι αυτό ακριβώς είναι το ρατσιστικό κι επικίνδυνα μικρονοϊκό πνεύμα που εκφράζει υπόρρητα αν όχι ρητά, η απαγορευτική ρήτρα του τουριστικού φυλλαδίου. Πώς από τούδε και στο εξής στο νησί υπάρχει «πόρτα» (τον ρόλο του πορτιέρη φαίνεται να έχει καπαρώσει ο δήμαρχος καθότι στα κυβικά του), όπως ακριβώς και στα περίοπτα και περιμάχητα ιδιωτικά μπαρ (club privé, τα ονομάζουν εκεί) που συναντά κανείς στα απλησίαστα θερινά θέρετρα του διεθνούς τζετ σετ, προκειμένου να εμποδίζεται η είσοδος στους απένταρους και λοιπούς λεχρίτες που βάζουν στο νου τους ότι μπορούν να επισκεφτούν νησιά σαν τον Άγιο Δομήνικο, το Σαν Μαρτέν κλπ.

Γιατί τόσο η απαγόρευση του ελεύθερου κάμπινγκ, όσο και του γυμνισμού, πίσω από την κραυγαλέα όσο και ψεύτικη σεμνοτυφία ενός νησιού χωρίς μεταφυσική αγωνία, στην ουσία ταυτίζει – εντελώς αυθαίρετα και μικρονοϊκά, κοντολογίς κοντόφθαλμα – τον γυμνιστή και τον θιασώτη του ελεύθερου κάμπινγκ με τον απένταρο και κατ’ επέκταση άπλυτο, λεχρίτη, δηλαδή το οιονεί κακοποιό στοιχείο που αν μη τι άλλο αμαυρώνει την εικόνα του πολυτελώς περιποιημένου νησιού που πασχίζουμε να στήσουμε στα πόδια της. (Άλλο αν αφήνουμε τα λύματα να ξεχύνονται στις παραλίες με τις γαλάζιες σημαίες ή χειρότερα τα κρύβουμε κάτω από το κόκκινο χαλί που στρώνουμε για να παραπλανήσουμε τον ανόητο επισκέπτη, πετώντας τα κρυφά σε κάποιο φαράγγι. Ο βιολογικός καθαρισμός αφορά το μισό «εξευγενισμένο» τάχα κομμάτι του νησιού).

Κι ενώ κανείς δεν εννοεί την ανάπτυξη του τουρισμού με το εκούσιο κατέβασμα των εσωρούχων στις ορδές των ξένων εκείνων που έρχονται στη χώρα μας επιζητώντας μονάχα φτηνές μποτιλομονομαχίες και το μπεκρούλιασμα μέχρι λιποθυμίας, όπως στα Μάλια, όπου τα κάνουν εθιμικά κάθε χρόνο μαλλιά κουβάρια, είναι αδιανόητο να στήνεις την «τουριστική» σου «πολιτική» με άξονα τη θέσπιση έμμεσων ή άμεσων οικονομικών κριτηρίων για την είσοδο στο νησί. Οικονομικών κριτηρίων, τα οποία προσπαθείς εντελώς ηλιθιωδώς να προσδιορίσεις με γνώμονα το εάν και κατά πόσο ο τουρίστας φοράει μαγιώ στην παραλία. Κι αυτό ενώ πολύ καλά γνωρίζουμε πως αν αύριο το πρωί, ένας οικονομικός γαλαζοαίματος, όπως λ.χ. η Αθηνά Ωνάση ζητούσε την αποκλειστικότητα κάποιας κυθηραϊκής παραλίας για να κάνει γυμνισμό, ειδική μονάδα της αστυνομίας θα εκκένωνε εν ριπή οφθαλμού, μια παραλία σαν τον Χαλκό ή το Μελιδόνι, διώχνοντας με τον βούρδουλα, τους (αναλογικά πάντα μιλώντας) τζαμπατζήδες που θα έλιαζαν ανύποπτοι το κορμάκι τους εκεί. Κι αυτό, όσο σεμνότυφο κι αν είναι μαγιώ που φορούν.

Ο γυμνισμός και η εδεμική επιθυμία να ζήσεις – έστω για λίγο – σε μια αδιαμεσολάβητη επαφή με τη φύση, αφήνοντας πίσω σου τα βάρη αλλά και τις ανέσεις του τεχνολογικού πολιτισμού, ουδεμία σχέση έχει με την οικονομική επιφάνεια του ανθρώπου που κατακλύζεται απ’ αυτή, αλλά ούτε εξηγείται μέσα από την επιδερμική προσέγγιση ευκαιριακών κοινωνιολογικών και ψυχολογικών αναλύσεων. Απηχεί μονάχα την ολοένα διογκούμενη δυσανεξία του σύγχρονου ανθρώπου ο οποίος μοιάζει να μην βρίσκει την ψυχική εκείνη πληρότητα που του υπόσχεται σε κάθε του βήμα, το κυνήγι του χρήματος και η ατέρμονη αύξηση της καταναλωτικής ευχέρειας. Εν ολίγοις πρόκειται για ένα υπερταξικό φαινόμενο το οποίο απαιτεί σοβαρή και εμπεριστατωμένη σκέψη, έρευνα και μελέτη για να φωτιστεί επαρκώς.

Το θέμα είναι ότι ούτε τα ήθη προσβάλλονται, αλλά ούτε και χρήματα χάνονται από τον τουρίστα εκείνον που ψάχνει μια ήρεμη παραθαλάσσια γωνιά να απομονωθεί και να γδυθεί μακριά από τα όποια φιλοπερίεργα μάτια. Όσο για την ρύπανση των παραλιών από το ελεύθερο κάμπινγκ, είναι αφενός κωμικό να το ισχυρίζεται ένας δήμος που δεν έχει μπει στον κόπο να βρει τελεσίδικη και αποτελεσματική λύση για τα λύματα, αφετέρου είναι ζήτημα δικής του αρμοδιότητας – η τοποθέτηση χημικών αποχωρητηρίων – το οποίο είναι ανεπίτρεπτο να μετακυλίει είτε στις πλάτες του κάθε καντινιέρη, είτε σε εκείνες του τουρίστα. Η λύση του παραπετάματος του θιασώτη του ελεύθερου κάμπινγκ σε ένα απαρχαιωμένο – με την κυριολεκτική σημασία τη φορά αυτή, της λέξης – αποχωρητήριο, στο αλσύλλιο του Καψαλιού, δεν συνιστά επί της ουσίας ούτε κάμπινγκ, αλλά ούτε ελεύθερο.

Και μιας και περί ελευθερίας ο λόγος, να υπενθυμίσουμε απλώς στην ανησυχητικά θερμόβουλη δημοτική αρχή που απ’ ότι ακούγεται έχει βγάλει στη γύρα τα όργανα της τάξης να κυνηγούν γδυτούς και δεμένους τεντοπασσάλους στις παραλίες, να της υπενθυμίσουμε λοιπόν, ότι αυτή δεν συνάδει με ρητές απαγορεύσεις και τις οικονομικές ή άλλες διακρίσεις.

Καλό καλοκαίρι.
Σπύρος Γιανναράς, Αρωνιάδικα, Ιούλιος 2016