Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014

ΡΙΖΕΣ ΕΛΛΗΝΩΝ - ΟΙ ΤΣΑΚΩΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΑΡΜΑΡΑ ΣΤΑ ΒΑΤΙΚΑ

Η περιφέρεια της σημερινής Τσακωνιάς με τους 15 οικισμούς, στους μεσαιωνικούς χρόνους, όπως παρουσιάζεται από τις πηγές, απλωνόνταν γεωγραφικά σε μια πιο ευρύτερη περιοχή, από τις βόρειες και δυτικές πλαγιές του Πάρνωνα, μέχρι τον κάμπο του Έλους και ίσως σε όλη τη λακωνική επαρχία της Επιδαύρου Λιμηράς. 

Τα όρια όμως που μιλιόταν η τσακώνικη διάλεκτος ήρθε να επεκτείνει το 1924 ο σπουδαίος βυζαντινολόγος Φαίδωνας Κουκουλές (1881-1956), όταν έκανε μια σημαντική παρουσίαση στο περιοδικό «Αθηνά» για τα Τσανακωχώρια της Προποντίδας. 

Έγραφε ότι δυτικά της Κυζικηνής χερσονήσου και πάνω στα μικρασιατικά παράλια «υπήρχε μέχρις εσχάτων συνοικισμός καλούμενος Βάτικα ή Μουσάτσα, ούτινος οι κάτοικοι διέσωζον εν τω ιδιώματί των λείψανα Τσακωνικής διαλέκτου. Ανατολικώτερον, περί την Απολλωνιάδα λίμνην, εις τα Πιστικοχώρια, μαρτυρείται ότι οικούσιν άποικοι Τσάκωνες …». Στηριζόμενος σε αυτή την αναφορά, ο πολυγραφότατος τσακωνολόγος Θανάσης Π. Κωστάκης, μελέτησε από το 1947 μέχρι το 1977 διεξοδικά την ιστορία, τους οικισμούς και τη γλώσσα των Τσακώνων της Προποντίδας. Μέσα από την καταγραφή των αφηγήσεων των προσφύγων από τα χωριά αυτά που ήρθαν το 1922 στην Ελλάδα, κατάφερε να αποτυπώσει τη ζωή των ανθρώπων, αλλά και να διαπιστώσει την ταυτότητα του γλωσσικού τους ιδιώματος με εκείνο που αιώνες μιλιέται στην Τσακωνιά της Πελοπονήσσου.

Το χωριό Βάτικα βρισκόταν στην παραλία της Προποντίδας στη θάλασσα του Μαρμαρά, 4 χλμ. Ανατολικά από τις εκβολές του ποταμού Γκιονέν, του Αίσηπου της αρχαιότητας. Στο χωριό πριν από την Καταστροφή ζούσαν 78 οικογένειες με 323 ψυχές. Νότια του οικισμού σε σχετικά κοντινή απόσταση βρίσκονταν το δεύτερο τσακώνικο χωριό, το Χαβουτσί που πήρε το όνομά του από το τουρκικό “havuc” που σημαίνει λάκκος, αφού ήταν χτισμένο σε ένα κοίλωμα στη νότια πλευρά του βουνού Κάκαρες. Κατοικούσαν εκεί 52 οικογένειες Ρωμιών με 170 περίπου κατοίκους.

Η απουσία γραπτών πηγών για την ιστορία των δύο τσακώνικων αποικιών της Προποντίδας, υποχρέωσε τον Θ. Κωστάκη να στηριχτεί στις πολύτιμες μαρτυρίες των «πληροφορητών» - προσφύγων. Οι ξεριζωμένοι αυτοί Μικρασιάτες, ύστερα από σύντομη παραμονή τους στο Αιγαίο, εγκαταστάθηκαν μόνιμα πια στη Μακεδονία. Αυτοί που κατάγονταν από το Χαβουτσί έμειναν στο Χιονάτο (πρώην Γκέρλιανη) του σημερινού Δήμου Ακριτών, κάτω από τη βουνοκορφή της Αμμούδας, σε μικρή απόσταση από τα ελληνοαλβανικά σύνορα.

Στα Σέρβια της Κοζάνης βρήκαν καινούρια πατρίδα οι Βατικιώτες. Μέσα από επιτόπια έρευνα και τη συστηματική καταγραφή της προφορικής παράδοσης, προκύπτει ότι τα χωριά αυτά συνοικίστηκαν από αποίκους που υποχρεώθηκαν να μετοικήσουν στους σκοτεινούς χρόνους της τουρκοκρατίας. Η γλώσσα που μιλούσαν είναι ένας αδιάψευστος μάρτυρας ότι κατάγονταν από την Τσακωνιά της Πελοποννήσου. Η καταγωγή μας, έλεγε ο αιωνόβιος τότε Χαβουτζιώτης Ι. Κωστής, «είναι από την Πελοπόνησσο, από την Παλαιά Ελλάδα. Δεν ξέρουμε πώς βρεθήκαμε στην Τουρκία. Η γλώσσα μας, έλεγαν οι παλαιοί, ήταν ‘τζενεβιζί καλμά’ [εννοεί αιωνόβια], μεινεμένη από τους Γενοβέζους, αλλά στα 1920 ούτε το 1/3 από μας δεν ήξερε πια τη γλώσσα. Ήξεραν τα ελληνικά που μιλούσαν στο σχολείο, στα μαγαζιά. Αυτά άκουγαν στην εκκλησία…».

Ασφαλές συμπέρασμα για τον ακριβή χρόνο της εγκατάστασης τους στην Προποντίδα δεν υπάρχει. Επίσης δεν είναι δυνατόν να διακριβωθούν τα αίτια που τους οδήγησαν να ξεσηκωθούν από την Τσακωνιά. Αν και κάποιοι μελετητές, όπως ο Κουκουλές, τοποθετούσαν τη φυγή τους κατά τους βυζαντινούς χρόνους, αυτό φαίνεται να μην ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Η διατήρηση θολών αλλά ζωντανών αναμνήσεων για την πελοποννησιακή καταγωγή τους, αλλά και η διατήρηση της τσακώνικης διαλέκτου μέχρι και μετά το 1948 στο στόμα των γεροντότερων, μας οδηγεί να τοποθετήσουμε τον αποικισμό τους σε σχετικά πρόσφατη εποχή.

Οι συνθήκες εξάλλου στα Τσακωνοχώρια της Προποντίδας ήταν τελείως διαφορετικές από εκείνες στην ορεινή και αποκομμένη Τσακωνιά. Οι δυο κοινότητες ήταν εγκατεστημένες κοντά στη θάλασσα, σε μια εύφορη περιοχή που αναπόφευκτα τους έφερνε σε συνεχή επαφή με διάφορους ανθρώπους. Επομένως αν η εγκατάστασή τους είχε γίνει, σύμφωνα με τον Φ. Κουκουλέ, «προ και μετά του 13ου αιώνα», τότε το γλωσσικό τους ιδίωμα θα είχε εξαφανιστεί. Επίσης η γλωσσολογική έρευνα έδειξε ότι τα τσακώνικα της Προποντίδας διατήρησαν τη νεότερη διαφορά που παρατηρείται ανάμεσα στα δύο τσακώνικα γλωσσικά ιδιώματα Πραστού – Λεωνιδίου και Καστάνιτσας – Σίταινας.

Με βάση λοιπόν αυτά τα δεδομένα ο αποικισμός πρέπει να έγινε στα τέλη του 17ου αιώνα, ίσως μετά τα Ορλωφικά. Πράγματι τότε παρατηρείται μια μεγάλη έξοδος Πελοποννησίων στη Μικρά Ασία. Όπως σημείωνε ο Αναγν. Κοντάκης (1781-1854): «Διέταξεν όμως [ο μουσελίμης του Μοριά] και εισήλθον [το 1770] εις Πελοπόννησον 12.000 Αλβανοί, οι οποίοι, ως βάρβαροι και απάνθρωποι, έπρατταν τα μύρια κακουργήματα… Εκ τούτου ανεχώρησεν το πλείστον μέρος των κατοίκων από Πελοπόννησον διά τας νήσους και την Ανατολήν…». Όσον αφορά από ποια περιοχή της Τσακωνιάς αναχώρησαν αυτοί οι φυγάδες, την απάντηση τη δίνει μάλλον το όνομα του χωριού Βάτικα, που ο Εβλιγιά Τσελεμπή περιλάμβανε στα όρια της μεσαιωνικής Τσακωνιάς. Όπως είναι γνωστό, υπάρχει ακόμα και σήμερα ομώνυμος οικισμός στην επαρχία της Επιδαύρου Λιμηράς.

Η χρήση διαλέκτου από τους πρόσφυγες αυτούς είχε αρχίσει να υποχωρεί ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα. Ακόμα όμως και μετά τον εκπατρισμό τους, μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, διατήρησαν τον ρωτακισμό, τη δασύτητα των συμφώνων κ,τ,π και κυρίως την ανοιχτή προφορά του α, μετά τη συνίζηση των συμπλεγμάτων ια και εα. Σταθερά όμως πια σταμάτησαν να ακούγονται λέξεις όπως τα «παιδιά», «σταρά», «μυγδαλέα», «σουτζέα», και τη θέση τους έδωσαν στα παιδιά, στάρια, μυγδαλιά, συκιά. Η ανάμειξη με το πολυπληθέστερο ντόπιο στοιχείο οδήγησε στην οριστική υποχώρηση του γλωσσικού ιδιώματος με την εξαφάνιση τόσο του λεξιλογίου, όσο και της φωνητικής του. Η πανάρχαια γλωσσική πολυφωνία του Ελληνισμού δέχτηκε ένα ακόμη πλήγμα και ένας πολύτιμος γλωσσικός θησαυρός χάθηκε για πάντα. Πάντως εκείνο που εντυπωσιάζει είναι ότι οι πρόσφυγες Τσάκωνες της Προποντίδας που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, μέχρι τη στιγμή που ο Θ. Κωστάκης άρχισε τις έρευνές του, «κανείς τους δεν είχε ακούσει και κανείς τους δεν γνώριζε τους όρους Τσάκωνες και Τσακώνικα»!

Η ΤΣΑΚΩΝΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ
Ατλάζια, μετάξια, ασήμια, βελούδα και μαλάματα. Αυτά έφερναν οι έμποροι και οι καραβοκύρηδες Τσάκωνες από την Πόλη, τη Βηρυτό, την Αφρική, την Προύσα. Και τα απόθεταν στα πόδια των κυράδων τους. Οι "αρχόγκισε", οι "καθούµενε", οι αρχοντοπούλες δηλαδή, έφτιαχναν µε αυτά τις περίτεχνες φορεσιές τους. 
Η τσακώνικη φορεσιά δεν ντύνει τη γυναικεία φιγούρα. Τη μετουσιώνει σε ζωντανό άγαλμα. Το χρώμα το εκλεκτό, το κόκκινο, μετατρέπει το ρούχο σε έναν ύμνο της γονιμότητας. Είτε πιο απλή και λαϊκή, είτε βαρύτιμη και πλουμιστή, η τσακώνικη ενδυμασία είναι µια έκφραση τιμής στη γυναικεία φύση. 
Στο πέρασμα του χρόνου μικρές παραλλαγές και βελτιώσεις έδωσαν τη σημερινή της μορφή. Τα καθημερινά ενδύματα ήταν από ριγωτό ύφασμα μικρασιάτικο, υφαντά. Τα επίσημα όμως, για τις χαρές και τις γιορτές, ήταν πραγματική έκρηξη. Δαντελωτό άσπρο πουκάμισο είναι η βάση της φορεσιάς, το "όγιουµα", ένδυμα δηλαδή. Έχει μακριά μανίκια που λέγονται καλκάνια και πάνω από αυτό φοριέται το φόρεμα από ατλάζι, σε χρώμα πράσινο βαθύ λαδί ή κίτρινο του ήλιου. Είναι φτιαγμένο έτσι που όταν το φοράει η κοπέλα να μοιάζει µε ιέρεια. Έχει ανοιχτό μπούστο και κλείνει σφιχτά µε τα τσαπράζια, μικρές πόρπες δηλαδή και αμέτρητα πιετάκια στη μέση. Τα μανίκια του ανοίγουν στο τελείωμα, δίνοντας κύρος. Κατόπιν το φόρεμα χύνεται σε µια φούστα κυκλική µε κόκκινο φαρδύ τελείωμα, σα γλώσσα φωτιάς.
 
Δένει στη μέση µε "ασημοζούναρο" στολισμένο µε δίδυμες περίτεχνες πόρπες. Κάποτε από πάνω φορούσαν βαρύτιμα κοντογούνια, άλλοτε ζιπούνια από τσόχα. Οι Πραστιώτισσες πρώτα και μετά όλες οι κοπέλες καθιέρωσαν να φορούν πάνω από το φουστάνι έναν ολόκορμο επενδύτη που λέγεται τζουµπές. Από αυτόν είναι που ονομάστηκαν "τζουµπελούδες". Αυτός ο επενδύτης, ριχτός, βαρύς, κόκκινος σαν Ανάσταση, δίνει στις γυναίκες ομοιομορφία, σαν να είναι όντως µια παρέλαση από Καρυάτιδες.Πριν από τον Όθωνα και την Αμαλία οι γυναίκες έβαζαν κεφαλόδεσμο για στολίδι. 
Μετά επικράτησε το γνωστό φεσάκι µε τη σκουρόχρωμη φούντα. Στόλιζαν το μέτωπο µε την κορώνα, ένα κόσμημα μοναδικό. Κατέληγε σε πολλές αλυσίδες κι άλλοτε στο τελείωμά του είχε φλουριά, άλλοτε πάλι χάντρες. Στα πόδια φορούσαν άσπρες κάλτσες χειροποίητες µε φυτικά μοτίβα και τέλος πατούσαν τη γη µε τα χρυσοκέντητα παντοφλάκια τους.
Πάνω σε αυτό το βασικό μοτίβο "χτίζονταν" όλες οι φορεσιές. Διέφεραν τα στολίδια και τα είδη των υφασμάτων, ανάλογα µε την κοινωνική θέση και την ευμάρεια της οικογένειας της κοπέλας. Βαριά μεταξωτά βυσσινιά επιστρατεύονταν για τα αρχοντικά νυφικά. Άλλοτε πάλι, βαρύτιμα βελούδα µε συρματερά κεντήματα. 
Ο πλούτος όλος που συνέρευσε στην Κυνουρία από το ανθηρό εμπόριο, εκφράστηκε στην περίτεχνη γυναικεία φορεσιά, Κι όμως. Τίποτα δεν είναι εκτός μέτρου. Το σύνολο έχει µια σχεδόν αρχιτεκτονική δομή που κάνει τον άνθρωπο να προσανατολιστεί στο πρόσωπο της κοπέλας, στην έκφρασή της και εντέλει στην προσωπικότητά της. Στα πάμπολλα πανηγύρια και τις γιορτές που γίνονται στο Λεωνίδιο οι κοπέλες βάζουν την αρχαία τους αμφίεση και πιάνονται στο χορό. Μοιάζει σαν αυτός ο χορός που ξεκίνησε στην αυγή του κόσμου να µην έχει κάνει ακόμα την τελευταία στροφή, που όλο και χάνεται προς το μέλλον.
ΤΣΑΚΩΝΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ

Οι σημερινοί Τσάκωνες κατά μια επιστημονική άποψη είναι απ' ευθείας απόγονοι των Ελευθερολακώνων. Υπάρχει όμως και μια άποψη που τους συνδέει με τα πανάρχαια θρακικά φύλα. Η άποψη αυτή υποστηρίζεται και από τη μερική συγγένεια του γλωσσικού ιδιώματος και από την δεσπόζουσα λατρεία στον Διόνυσο. Η αλήθεια είναι ότι η καταγωγή του ονόματος "Τσάκωνες" είναι δυσερμήνευτη και δεν είναι σωστό να υιοθετούμε την ετοιμολογία άκριτα. Παρ' όλο που είναι γοητευτικό και ακούγεται εύλογο να έχει φτάσει το όνομα Λάκωνες παραφθαρμένο ως Τσάκωνες, οι μελετητές δεν το θεωρούν πιθανό. Το αδιαμφισβήτητο είναι η καταγωγή των Τσακώνων από τα Δωρικά φύλα. Μας το µμαρτυρά αυτό η ανόθευτη, πρωτογενής γλώσσα. Η τσακώνικη. 
Αυτή η διάλεκτος θεωρείται η αρχαιότερη ομιλούμενη ελληνική γλώσσα. Πολλοί μελετητές έχουν ασχοληθεί με το φαινόμενο της τσακώνικης κι έχουν συνεισφέρει
Στις γνώσεις  μας, όπως ο Γερμανός φιλόλογος Μιχαήλ Δέφνερ. Ο Δέφνερ γοητεύτηκε από τη συναναστροφή του με τους γέροντες Τσάκωνες. Κράτησε επιμελείς σημειώσεις από τις μαρτυρίες τους και θαύμασε το ιδίωμα που μιλούσαν. 

Ενώ από τον τρίτο αιώνα προ Χριστού σε όλο τον ελλαδικό Χώρο επικράτησε η κοινή αλεξανδρινή, στην Κυνουρία διατηρήθηκε αυτούσια η δωρική ντοπιολαλιά. Αυτό το ιδίωμα ξεπέρασε και το σκόπελο της μεσαιωνικής γλώσσας, που εξελίχθηκε στην γνωστή μας ελληνική, λόγω της σχετικής απομόνωσης της Κυνουρίας. Το 16ο  αιώνα υπάρχει αναφορά του πάστορα Stephan Gerlach από την γερμανική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη προς τον ελληνιστή Μαρτίνο Κρούσιο, με την οποία τον ενημερώνει για την ύπαρξη αυτόχθονος ιδιότυπου γλωσσικού οργάνου στην Τσακωνιά.
Το ίδιο βεβαιώνει, παραξενεμένος μάλιστα, ο μεγάλος περιηγητής Εβλιγιά Tσελεµπή. 
 
Η τσακώνικη γλώσσα μπόρεσε να φτάσει ως εμάς ζωντανή και δυναμική.
Τα τσακώνικα επιβίωσαν και όπου, εκτός ελλαδικού χώρου, υπήρξαν αποικίες Τσακώνων, όπως στην θάλασσα του Μαρμαρά. Όπως μιλάνε οι Τσάκωνες σήμερα, μιλούσε ο Λεωνίδας. Είναι χαρακτηριστική και αξίζει να αναφερθεί µία φράση πάρα πολύ κοινή στην καθομιλουμένη τσακώνικη γλώσσα. Όταν θέλουν να πουν πως κάποιος εξαφανίστηκε, λένε «έγινε άρατος». Κι εννοούν τον Άρατο, τον αρχιστράτηγο της Αχαϊκής συμπολιτείας που τράπηκε σε φυγή τον τρίτο αιώνα προ Χριστού, προκαλώντας μεγάλη εντύπωση στους άφοβους Κυνουριάτες.
Πολλοί ερευνητές και ρέκτες ασχολούνται µε την τσακώνικη διάλεκτο. 
"Ο φιλόλογος Θανάσης Π. Κωστάκης (1906-16 Δεκεμβρίου του 2006), από τα Πέρα Μέλανα, µε το Τρίτομο Λεξικό της Τσακώνικης Διαλέκτου που εξέδωσε η Ακαδημία Αθηνών το 1986 θεωρείται ο εγκυρότερος Τσακωνολόγος.
Το Αρχείο Τσακωνιάς τον τίμησε εν ζωή τοποθετώντας την προτομή του (μαζί µε εκείνη του Τσάκωνα Ιατρού-Ακαδημαϊκού Γεωργίου Μερίκα) στην προ του Μετοχίου Αγίου Νικολάου Καρυάς Πλατεία, στον Τίμιο Πρόδρομο Λεωνιδίου." 
Τα Τσακώνικα είναι µια διάλεκτος που μιλιέται συνεχώς εδώ και 3.000 περίπου χρόνια στην Τσακωνιά της Αρκαδίας που σήμερα περιλαμβάνει µια έκταση μήκους 30-40 χλμ. και πλάτους 15-20 χλμ. και εκτείνεται από τις ανατολικές υπώρειες του Πάρνωνα (Μαλεβός ή Κρόνιον Ορος) μέχρι τον Αργολικό Κόλπο και από τον Άγιο Ανδρέα μέχρι το Λεωνίδιο, χωρίς να υπάρχει γραπτό κείμενο μέχρι το 1837 όταν ο Κωνσταντίνος Οικονόμου ο εξ Οικονόμων καταγράφει επιστολές Λενιδιωτών ιερέων (Τροχάνη και Αλτηγού)." 
Τα Τσακώνικα είναι ένα μοναδικό γλωσσολογικό φαινόμενο που αξίζει την μελέτη και την προσοχή των ειδικών. Κυρίως όμως αξίζει τη διαιώνισή του. Τα τσακώνικα είναι η ευκαιρία µας να ακούσουμε τη γλώσσα των προγόνων µας όπως αυτή μιλιόταν χιλιάδες χρόνια πριν, αυτούσια, απαράλλαχτη και σφριγηλή, χωρίς τις παρερμηνείες των λογίων και των σχολαστικών. Μια κουβέντα µ' ένα γέροντα Τσάκωνα στη μητρική του την τσακώνικη γλώσσα είναι πιο σπουδαία για την αυτογνωσία µας από πολλές ώρες στα σπουδαστήρια και τις βιβλιοθήκες.
Πολλοί ξένοι ελληνιστές έχουν ασχοληθεί µε αυτό το ιδίωμα. Η δυσκολία της καταγραφής της γλώσσας έγκειται κυρίως στο γεγονός ότι έχει διατηρήσει 33 σύμφωνα τα οποία δεν αποδίδονται µε ακρίβεια από τα υπάρχοντα του αλφαβήτου. Ωστόσο γίνονται μεγάλες προσπάθειες να διασωθεί ο πλούτος της µε την αποθησαύριση των τραγουδιών και µε την σύνταξη λεξικών. Το πλήθος των Τσακώνων που στοχάζονται στην μητρική τους γλώσσα αναγκαστικά μειώνεται. Όμως ευτυχώς το μεγάλο κύμα της ομογενοποίησης έχει καταλαγιάσει διεθνώς.
 Έχει γίνει φανερό πως χρειαζόμαστε όλες τις ψηφίδες του πολιτισμού.
 Έτσι η τάση είναι τα ιδιώματα να µην απορροφηθούν, αλλά να παραμείνουν ως κρίκοι που συνδέουν το σήμερα µε το απώτατο παρελθόν. Μέσα στην προσπάθεια να διασωθεί η κελτική γλώσσα, η σκωτσέζικη, η μαλτέζικη και οι λοιπές κοινοτικές γλώσσες, θα διασωθεί και η τσακώνικη. Άλλωστε το αξίζει. Έρχεται από πολύ παλιά και μιλάει πολύ ζωντανά.

ΤΣΑΚΩΝΙΚΟΣ ΧΟΡΟΣ
Ο τσακώνικος χορός είναι παραδοσιακός χορός με ρίζες στα αρχαία ελληνικά χρόνια. Ιδιαίτερα δημοφιλής στην Τσακωνιά, όπου χορεύεται μέχρι σήμερα σε 5/8 ή 5/4, ανάλογα με το αν χορεύεται αργά ή γρήγορα. Οι χορευτές κρατιούνται σφιχτά, σαν να προσπαθούν να μη χάσει ο ένας τον άλλο και η πρωτοχορεύτρια κρατά ένα μαντήλι στο χέρι. Ο χορός είναι ανοιχτός κυκλικός. Άλλοτε, πάλι, σχηματίζει ένα σαλίγκαρο (σπείρα) σε αργό ρυθμό και ξεδιπλώνεται σε γρήγορο ρυθμό, αναπαριστώντας τη ζωή, την ανάπτυξη, τη νίκη.
  Η παράδοση λέει πως ο χορός αυτός σχετίζεται με ένα επεισόδιο της μυθολογίας: την έξοδο του Θησέα από το Λαβύρινθο. Πολλοί μελετητές πιστεύουν ότι πρόκειται για τον αρχαίο Γέρανο που είχαν χορέψει ο Θησέας και οι σύντροφοί του. Γι’ αυτό έχει διατυπωθεί η άποψη ότι οι ρίζες του χορού αυτού βρίσκονται στην Κρήτη. Γεγονός, πάντως, είναι πως υπήρχε και σε άλλα μέρη της Ελλάδας και της Μικράς Ασίας από πολύ παλιά. Η Δώρα Στράτου γράφει, σχετικά, στο βιβλίο της "Μια ζωή, μια περιπέτεια": 

Όταν στα 1100 π.Χ. κατέβηκαν τα τελευταία Ελληνικά φύλα, οι Δωριείς, και κατέκτησαν την Πελοπόννησο και διάφορα νησιά, οι παλιοί Μυκηναίοι, κάτοικοι της Λακωνίας, Αχαιοί και Μινωίτες άποικοι, κατέφυγαν στα γύρω βουνά, για να αποφύγουν την υποδούλωση. Με τον καιρό όμως υποτάχθηκαν και αυτοί. Παρ' όλα αυτά οι Τσάκωνες κράτησαν πολλά από τα βιώματά τους και τις συνήθειες της προηγούμενης ζωής και αυτό αποδεικνύεται από τον Τσακώνικο χορό, που χορεύεται μόνο στην περιοχή αυτή και αναβιώνει ένα γεγονός συγκλονιστικό, που μέσα στο πέρασμα των αιώνων δεν λησμονήθηκε: Το Θησέα και τον χορό του.

Χορευτικό συγκρότημα του Πολιτιστικού Συλλόγου Μελάνων Για την προέλευση, ωστόσο, του Τσακώνικου χορού οι μελετητές δεν έχουν καταλήξει σε μια οριστική και τεκμηριωμένη θέση. Σίγουρα είναι πανάρχαιος χορός που χορεύεται σε όλα τα τσακωνοχώρια σήμερα, όπως τον χόρευαν πριν από χιλιάδες χρόνια οι πρόγονοι μας και τον θαυμάζουν οι επισκέπτες καθώς βλέπουν τις τσακωνοπούλες, ντυμένες τζουμπελούδες, να τον χορεύουν στις εθνικές και τοπικές γιορτές καθώς και στα θρησκευτικά πανηγύρια του Τυρού, του Πραστού, των Μελάνων, του Λεωνιδίου, της Σίταινας.

Όσο για τα μουσικά όργανα και τα τραγούδια που τον συνοδεύουν δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι είναι τόσο παλιά όσο ο χορός.
ΠΗΓΗ: Ambrosia Publication: Βάτικα και Χαβουτσί ...
Title: Βάτικα και Χαβουτσί : τα τσακωνοχώρια της Προποντίδας / Θανάση Π. Κωστάκη.
Author: Κωστάκης, Θανάσης Π.
Publisher: Αθήνα : Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών,
Series: Εκδόσεις Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών 22
Βιθυνία 1
Date: 1979
Description: Includes bibliographical references and index.
gen0613
Subject: Βάτικα (Προποντίς)
Χαβούτσι (Προποντίς)
Τσακωνοχώρια (Προποντίς)
Marmara, Sea of (Turkey)
Greeks; Turkey
Refugees; Greece; Peloponessus
Refugees; Greece; Macedonia
Format: 418, [2] p. :
Notes: Βιθυνία (Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών) 1
Εκδόσεις Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών (Αθήνα) 22
Call Number: HG 663 T/K 86 (Gennadius Library)
Ambrosia: http://ambrosia.ascsa.edu.gr:8991/F/?func=item-global...
ASCSA/BSA Catalogue - Holdings
"); w.document.close(); } else { var w = window.open (loc,"win1","height=500,width=500,scrollbars,resizable"); }...
ambrosia.ascsa.edu.gr
2 λεπτά · Μου αρέσει! · Αφαίρεση προεπισκόπησης
Silias Sili Λυκούργος Χατζηγιαννάκης >
Οι Τσάκωνες της Προποντίδας
(από το βιβλίο «ΡΙΖΕΣ ΕΛΛΗΝΩΝ -ΤΣΑΚΩΝΕΣ», Αντώνιος Δίκαιος, ΠΗΓΑΣΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Ε.)
ΠΗΓΗ: LEONIDIO.GR
ΠΗΓΗ: Μηλιώ Κουνιά
----------------------------------------------------
Βασιλική Κουντουρογιάννη
----------------------------------------------------