Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

Η Αννίτα Παναρέτου για το «Ψυχής Εγκώμιον»

Συνέντευξη στην Τίνα Πανώριου

Τελικά ο θάνατος της μητέρας σας στάθηκε τόσο «σπλαχνικός», ώστε να σας συμφιλιώσει με αυτή την γυναίκα, για την οποία συνεχώς αναρωτιέστε στο συγκλονιστικό σας βιβλίο;

-Ο θάνατός της ήρθε να συμπληρώσει και να επισφραγίσει τη συμφιλίωση που είχε ξεκινήσει μονομερώς –η ίδια έπασχε από άνοια- λίγα χρόνια νωρίτερα. Και ναι, στάθηκε σπλαχνικός, επειδή απομάκρυνε για πάντα μια παρουσία που με πλήγωνε, επιτρέποντας στις καλές αναμνήσεις να αναλάβουν το έργο της «επούλωσης», και στον χρόνο να αμβλύνει την οργή και το άλγος, μαζί και με όσα περιθώρια εξιδανίκευσης μου είχαν απομείνει.
«Και ξαναλέω: μήπως την αδίκησα;»

Και αναρωτιέμαι: Μα πως να αδικήσει κανείς μια μάνα που πλήρως ενσυνείδητα ισοπέδωνε καθημερινά την ζωή σας ; Γιατί τόσο μεγαλοψυχία ;

-Ισοπέδωνε τη ζωή μου χωρίς επίγνωση (ποτέ δεν αμφισβήτησα ότι μ΄ αγαπούσε αφάνταστα). Η ίδια κουβαλούσε μέσα της τρομερές ανασφάλειες, που την απέτρεπαν από την αυτοκριτική. Δεν έφταιγε η ίδια γι΄ αυτό, και ούτε ήταν κάτι που το επέλεξε.
Ό,τι αποκαλείτε μεγαλοψυχία, εγώ θα το αποκαλούσα ανάγκη: είχα ανάγκη να έχω μια μητέρα, τη μητέρα μου (κι εγώ την αγαπούσα πολύ). Οπότε ήμουν έτοιμη να κατανοήσω και να συγχωρήσω, έστω και καθυστερημένα.

Ίσως ενδόμυχα ανακουφιστήκατε όταν διαβάσατε τις επιστολές της μαμάς σας όταν ήταν κι αυτή νέα. Την χρειαζόσασταν αυτή την πτυχή για να απαλύνετε μέσα σας συναισθήματα εχθρικά;

-Ναι, ήταν μια μεγάλη, μια αναπάντεχη ανακούφιση η ανάγνωση των γραπτών της. Διότι επιβεβαίωσε το αυτονόητο: υπήρξε κι εκείνη κάποτε νέα, ευάλωτη, ερωτευμένη και κατ΄ επέκταση επιεικής, χωρίς δογματισμούς, χωρίς να διεκδικεί το αλάθητο. Την ένιωσα έτσι πιο ανθρώπινη και πιο κοντά μου.

«Όποτε την κλαίω, την κλαίω γι αυτό που δεν υπήρξε. Ίσως όταν πεθάνει να την κλάψω για ό,τι υπήρξε, είτε απωθώντας είτε-μακάρι νοσταλγώντας αυτό το “ό,τι υπήρξε”».
Γιατί όμως να πρέπει να φτάνουμε μάνες και κόρες σε ακραίες καταστάσεις για να «μάθουμε» να πλησιάσουμε έστω λιγάκι η μια την άλλη;

-Πιστεύω ότι, αν καταφέρουμε να ΑΚΟΥΜΕ η μία την άλλη (πράγμα που φυσικά ισχύει για κάθε ανθρώπινη σχέση), οι ακραίες καταστάσεις θα μπορούν να αποφεύγονται.

Κοιτάζοντας πίσω Αν είχατε έναν πιο σκληρό χαρακτήρα θα είχατε κατορθώσει να βάλετε ένα φρένο στην αλαζονική συμπεριφορά της μαμάς σας; Το αναρωτιέστε κι εσείς «όποιος επέτρεψε να δεχτεί τέτοιες επιδράσεις πρέπει να είναι θεόμουρλος η βαρέως ασθενής».

-Αν και δεν θα χαρακτήριζα την συμπεριφορά της αλαζονική –επικίνδυνα αντιφατική θα την έλεγα-, ναι, θα το είχα κατορθώσει. Αλλά η σχέση εξάρτησης ήταν, ατυχώς, αμφίδρομη. Και όπως όλες οι εξαρτήσεις, δεν μπορούσε να εκλογικευτεί τόσο, ώστε να με παρακινήσει σε μια «επανάσταση» που θα με λύτρωνε.

Πώς με αυτές τις δύσκολες αν -και όχι και τόσο σπάνιες – εμπειρίες για- τις σχέσεις μάνας- κόρης -τις δεκαετίες του 60 και 70, αποφασίσατε να κάνετε δικά σας παιδιά; Δεν τρομάξατε λίγο τη επανάληψη λαθών;

-Ακριβώς επειδή εγώ είχα αυτή την εμπειρία, ήξερα τι ΔΕΝ θα ήθελα να επαναλάβω στα παιδιά μου. Φυσικά έχω κάνει λάθη σε ό,τι αφορά στο μεγάλωμά τους –όλοι κάνουμε λάθη. Τουλάχιστον όμως νομίζω ότι απέφυγα κάποια σφάλματα που θα μπορούσαν να τα βλάψουν σοβαρά.

Η βοήθεια, η αγάπη του άνδρα σας καταλυτική. Νομίζω, ότι και χωρίς την συνδρομή του ψυχαναλυτή σας, θα είχατε βρεί μέσω εκείνου ,και της κατανόησης του απέναντι σας, την ισορροπία να συνεχίσετε την ζωή σας χωρίς ρωγμές… Είναι έτσι όμως;

-Η αρωγή των δικών μας ανθρώπων είναι πραγματικά αποφασιστική. Μας οπλίζει με θάρρος και βεβαιότητα. Όμως η συνδρομή του ειδικού είναι καθοριστική, ακριβώς επειδή είναι ειδικός. Γνωρίζει πώς να κατευθύνει μια συζήτηση, πώς να ερμηνεύσει, πού να επιμείνει και πώς να επιμείνει. Και ο αναλυόμενος γνωρίζει ότι δεν θα πληγώσει, στενοχωρήσει, εκνευρίσει τον αναλυτή, όπως θα φοβόταν στην περίπτωση ενός δικού του ανθρώπου –ενώ επιπλέον ξέρει ότι δεν θα κριθεί ή και επικριθεί.

Το κοριτσάκι στο εξώφυλλο του Εγκωμίου ψυχής είστε αλήθεια εσείς;

-Ναι, είμαι εγώ σε ηλικία περίπου 4 ετών. Κατά –ευτυχή- σύμπτωση, η φωτογραφία αυτή, την οποία θεωρώ ως την χαρακτηριστικότερη από τις πολυάριθμες της παιδικής μου ηλικίας, είναι και η μοναδική μου έγχρωμη εκείνης της εποχής.

Κλείνοντας Με το χέρι στην καρδιά. Αν η μητέρα σας ήταν ακόμα εν ζωή θα τολμούσατε να γράψετε αυτές τις αλήθειες;

-Το βιβλίο αυτό –επομένως και οι αλήθειες για τις οποίες κάνετε λόγο- γράφτηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος του όταν η μητέρα μου ΗΤΑΝ εν ζωή. Και γράφτηκε για να μπορέσω να της μιλήσω -πρώτα σ΄εκείνη και ύστερα στους δυνητικούς αναγνώστες μου. Αν μπορούσε να έχει την επίγνωση για την οποία μίλησα παραπάνω, ξέρω ότι πιθανότατα θα το έβλεπε και η ίδια ως κάθαρση.

Ψυχής Εγκώμιον

Θυμάμαι, νιόπαντρη, μια καρτούλα που συνόδευε ένα ζευγάρι γάντια: "Στο αγαπημένο Ναυσικάκι μου, για να μην κρυώνουν τα χεράκια του". 

Την έσκισα και την πέταξα -δεν άντεχα τη μητέρα μου ανθρώπινη. Όποτε θυμάμαι την καρτούλα από τότε, με παίρνουν τα δάκρυα. 

Όποτε, δυστυχώς, θυμάμαι άλλες παρεμβάσεις της όταν ήμουν νιόπαντρη, σκέφτομαι πόσο θα ήθελα να είχα χίλιες καρτούλες για να σκίσω.
Όποτε την κλαίω, την κλαίω γι' αυτό που δεν υπήρξε. Ίσως, όταν πεθάνει, να την κλάψω για ό,τι υπήρξε, είτε απωθώντας είτε -μακάρι- νοσταλγώντας αυτό το "ό,τι υπήρξε".
Αυτή η αφήγηση σκιαγραφεί το χρονικό μιας σχέσης που παραμένει δυναμική και ενεργή, ακόμα και όταν είναι φαινομενικά απούσα: της σχέσης με τη μητέρα.
Παράλληλα, η αφήγηση αυτή, φιλτραρισμένη μέσα από την ψυχαναλυτική εμπειρία, σκιαγραφεί και το χρονικό μιας προσωπικής μεταμόρφωσης, δηλαδή της μετάβασης απ' αυτό που ήμουν ή που ήθελα να είμαι σ' αυτό που προσπάθησα ή που μπόρεσα να γίνω.

Σας την απευθύνω, σίγουρη ότι θα φτάσετε κι εσείς στην ίδια χαρμόσυνη κι ελπιδοφόρα διαπίστωση, που σας αφορά όσο κι εμένα: σαν πεταλούδα ευαίσθητη, αλλά και σαν βράχος ανθεκτική, η ψυχή αντιστέκεται. Η ψυχή θέλει. Η ψυχή δύναται, ανεβαίνει στο φως, ελευθερώνεται και εορτάζει. 
----------------------------------
Πηγή: liberty-news.gr
----------------------------------