Τρίτη 21 Απριλίου 2015

Οι Εικόνες και η σημασία τους

Αν καταφύγει κανείς στα πρακτικά και τις αποφάσεις της 7ης Οικουμενικής Συνόδου, η οποία συνήλθε το 787 στη Νίκαια της Βιθυνίας, και ασχολήθηκε με το θέμα των εικόνων, θα βρει την σημασία τους. Είναι γνωστό ότι η Δυτική Εκκλησία ακολούθησε μια παράδοση μειωτική για τις εικόνες. Για πρώτη φορά ο πάπας Ιωάννης Παύλος ο Β΄, σε εγκύκλιο του προς τους ρωμαιοκαθολικούς επισκόπους με αφορμή των 12 αιώνων από τη σύγκληση της 7ης Οικ. συνόδου τολμά και διαγράφει τη μειωτική παράδοση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και προσπαθεί να οικειοποιηθεί τις παραδόσεις, που διατήρησε και κράτησε η Ορθόδοξη Εκκλησία.


Στην εγκύκλιο τονίζεται η θεολογική και παιδαγωγική αξία των εικόνων και προβάλλεται η παράδοση της αδιαίρετης Εκκλησίας. Αναγνωρίζεται ότι «ιδιαίτερα η ελληνική Εκκλησία αλλά και οι σλαβικές, στηριζόμενες στα έργα των μεγάλων εικονόφιλων θεολόγων, όπως ο άγιος Νικηφόρος της Κων/λεως και ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης, προσέλαβαν την προσκύνηση της εικόνας, ως ακέραιο μέρος της λειτουργίας, όπως ακριβώς συνέβαινε με τη λειτουργική τέλεση του λόγου». Αναφέρει δε ότι υπάρχει « κάποιο ανανεωμένο ενδιαφέρον για τη θεολογία και την πνευματικότητα των εικόνων της Ανατολής», δηλ. της Ορθόδοξης Εκκλησίας και ότι γίνεται μια «εκ νέου ανακάλυψη της Χριστιανικής εικόνας». Οι εκφράσεις αυτές μαρτυρούν την παραμέληση και παραγνώριση της αξίας των εικόνων στη Δύση αλλά και την ανακάλυψη ενός κρυμμένου θησαυρού.

Σήμερα πολλές προτεσταντικές Ομολογίες αν και απορρίπτουν φυσικά την τιμητική προσκύνηση χρησιμοποιούν όμως για διδακτικούς και κατηχητικούς σκοπούς τη ζωγραφική των εικόνων.

Οι Ορθόδοξοι, κρατήσαμε την παράδοση της Εκκλησίας από την ίδρυσή της μέχρι σήμερα και οι εικόνες του Χριστού, της Θεοτόκου και των αγίων, οι οποίες κοσμούν τους ναούς μας αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο της ταυτότητας και γνώρισμα γνησιότητάς της.

Η αλήθεια της πίστεως και της ζωής της Εκκλησίας είναι αυτό που ονομάζουμε Ορθοδοξία. Χωρίς την Ορθοδοξία δεν υπάρχει αληθινή κοινωνία με τον Θεό, άρα ούτε αληθινή θεολογία. Χωρίς αληθινή πίστη και ζωή δεν υπάρχει σωστή επικοινωνία με τον πλησίον. Χωρίς σωστή θεώρηση του Θεού δεν υπάρχει σωστή θεώρηση της κτίσεως (δημιουργίας). Ασέβεια προς τον Θεό σημαίνει ασέβεια προς τον άνθρωπο, πού είναι εικόνα του Θεού και ασέβεια προς τον φυσικό κόσμο.

Πρώτος ο Μ. Βασίλειος χαρακτηρίζει την παράδοση της Εκκλησίας για τις ιερές εικόνες «αποστολική». Οι εικόνες δηλαδή υπάρχουν μέσα στους ναούς προ του Μ. Κων/νου, από την εποχή των Αγίων Αποστόλων. Την παράδοση αυτή επικυρώνουν αρχαιολογικά ευρήματα των πρώτων μεταποστολικών χρόνων, τα οποία παρουσιάζουν απεικονίσεις του προσώπου του Ιησού Χριστού. 

Ήταν στοιχείο της εκκλησιαστικής ζωής, όπως φαίνεται στους παλιούς ναούς και στα συγγράμματα των Πατέρων. Και η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος (692) στήριξε αυτήν την παράδοση με τον 82ο κανόνα της και απαγόρευσε να αγιογραφείται πάνω στον σταυρό ο Χριστός ως αμνός (πρόβατο), αλλά με την ανθρώπινη μορφή του. Οι πατέρες και οι πιστοί χριστιανοί για 800 χρόνια ανατράφηκαν μέσα σ’ αυτήν την παράδοση. Η εικονομαχία ήταν μια καινοτομία, που παρουσίαζε τους προηγούμενους Πατέρες και όλη την Εκκλησία να ζει μέσα στην πλάνη.

Πρέπει να διευκρινίσουμε σ’ αυτό το σημείο ότι άλλο είναι η εικόνα και άλλο το εικονιζόμενο πρόσωπο. Η εικόνα δεν ταυτίζεται με το πρωτότυπό της. Είναι δυο πραγματικότητες που διακρίνονται μεταξύ τους, αλλά είναι συγχρόνως αδιάσπαστα ενωμένες. Η εικόνα μοιάζει ως προς την μορφή με το πρωτότυπό της, αλλά διαφέρει ως προς τη φύση με το πρωτότυπο. Οι Πατέρες έδωσαν το παράδειγμα του καθρέφτη. Πάνω στον καθρέφτη διαγράφεται η μορφή του προσώπου που καθρεφτίζεται. Η μορφή αυτή έχει διαφορετική ουσία από το πρόσωπο που καθρεφτίζεται. Δεν έχει κοινή την ύλη και την ουσία το πρωτότυπο με το ομοίωμα.

Η εικόνα λοιπόν αναπαριστά το πρόσωπο. Στο ερώτημα ποιά φύση εικονίζεται στην εικόνα του Χριστού; Η θεία ή η ανθρώπινη ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης απαντά: Ούτε την θεία φύση εικονίζουμε ούτε την ανθρώπινη. Εικονίζουμε το πρόσωπο του Χριστού στο οποίο είναι ενωμένες ασύγχυτα, αχώριστα και αδιαίρετα οι δύο φύσεις. Η εικόνα του Χριστού δεν είναι δυνατόν να λατρεύεται, διότι δεν είναι της ίδιας φύσεως με το πρωτότυπο της. Η τυχόν λατρεία της εικόνας του Χριστού, θα σήμαινε, ότι η εικόνα αυτονομείται έναντι του πρωτοτύπου της, δηλ. αυτού του Χριστού, και συνιστά πλέον ιδιαίτερη ύπαρξη. Στην εικόνα του Χριστού προσκυνείται ο Χριστός, αλλά δεν λατρεύεται.

Τις εικόνες τις προσκυνούμε δεν τις λατρεύουμε. Η προσκύνηση είναι σημείο υποταγής, ταπεινώσεως. Στην προσευχή που κάνουμε μπροστά σε μια εικόνα καταθέτουμε τα αιτήματα μας, διότι η εικόνα λειτουργεί ως «μεσίτρια» στην απόλυτα προσωπική μας προσευχή. Η εικόνα γίνεται γέφυρα, πέρασμα, μια διάβαση μέσω της οποίας προσκυνούμε τον εικονιζόμενο άγιο και διά μέσου αυτού τον αληθινό Θεό. Δεν αποδίδεται λατρεία στην ύλη αλλά στο πρόσωπο που παριστάνεται.

Όπως είπε ο Μ. Βασίλειος « η τιμή προς την εικόνα διαβαίνει στο πρωτότυπο». Η θεολογία της εικόνας και της προσκυνήσεώς της γίνεται μια θεολογία σχέσεως προς το εικονιζόμενο πρόσωπο και σε τελική ανάλυση η προσκύνηση απονέμεται προς τον Τριαδικό Θεό. Το γεγονός, ότι η Θεοτόκος τιμάται ως «Μητέρα» του Υιού του Θεού και οι άγιοι ως «θεράποντες» (δούλοι) του ενός Θεού, φανερώνει ότι κάθε προσκύνηση έχει ως τελική αναφορά τον Θεό. Έτσι δεν αυτονομείται η τιμή των αγίων ή της Θεοτόκου έναντι της προσκυνήσεως του Θεού.

Στη ορθόδοξη θεολογία υπάρχει η διάκριση ανάμεσα στη λατρευτική και στην τιμητική προσκύνηση των εικόνων της Θεοτόκου και των Αγίων. Η τιμητική προσκύνηση της Θεοτόκου και των Αγίων πηγάζει από το γεγονός ότι τιμήθηκαν και οι ίδιοι από τον ίδιο τον Θεό. Οι εικόνες φανερώνουν αυτή την τιμή και μας οδηγούν να κάνουμε την ίδια κίνηση. 

Οι άγιοι άλλωστε είναι χριστοποιημένες υπάρξεις και παρουσίες και είναι παρόντες εκεί κατά χάριν. Μας βλέπουν. Ακούν τις προσευχές μας και μας καλούν σα αγαπητική κοινωνία και σχέση. «Όπου είναι οι Άγιοι, εκεί είναι και όλος ο Κύριος και Θεός. Κάθε άγιος είναι Χριστός επαναλαμβανόμενος» λέει ο π. Ιουστίνος Πόποβιτς. Τιμώντας λοιπόν τους αγίους και προσκυνώντας τις άγιες εικόνες τους, τιμούμε και προσκυνούμε τον ίδιο τον αληθινό Θεό. Η λατρεία απονέμεται μόνο στον Τριαδικό Θεό. 

Η Θεοτόκος, η οποία έχει θέση μετά την Αγία Τριάδα έχει και τα πρωτεία στην τιμητική προσκύνηση, γι’ αυτό υπερβολικά τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Έφ’ όσον στην εικόνα είναι παρόν το θείο πρωτότυπο, είναι παρούσα σ’ αυτήν η θεία δύναμη του πρωτοτύπου. Η εικόνα γίνεται φορέας θείας Χάριτος. Όταν προσευχόμαστε μπροστά σε μια εικόνα προσκαλούμε τον άγιο να έλθει σ’ αυτήν. Οι εικόνες δεν είναι μόνο διδακτικά βιβλία για τους αγραμμάτους, αλλά και ύλη γεμάτη από τη θεία χάρη. Η εικόνα δεν είναι μόνον ύλη και χρώματα, αλλά συγχρόνως και παρουσία πνευματικής πραγματικότητας. Μέσα στις εικόνες παραμένει η ενέργεια της θείας Χάριτος. Όποιος προσεύχεται μπροστά στις εικόνες αναπαύεται ψυχικά βλέποντας τις συγκεκριμένες μορφές των αγίων και διδάσκεται πόσο επιβραβεύει ο Θεός και η Εκκλησία όλους εκείνους οι οποίοι έμειναν στην γη πιστοί στο θέλημά του. Την επιβράβευση φανερώνει ο φωτοστέφανος που υπάρχει στη εικόνα.

Η χαρισματική παρουσία των εικονιζόμενων αγίων εξηγεί και την ύπαρξη των θαυματουργών εικόνων μέσα στην Εκκλησία. Πολλά αγιολογικά κείμενα, συναξάρια κλπ, αναφέρουν πολλά θαύματα των ιερών εικόνων. Αναβλύσεις μύρου, δακρύων, αίματος, ευωδίας, τα οποία γίνονται θεραπευτικά μέσα για τους πιστούς. Ακόμη και το λάδι από τα κανδήλια που καίνε μπροστά στις εικόνες θαυματουργεί. Φυσικά η πραγματοποίηση του θαύματος ανήκει στις ανεξερεύνητες βουλές του Θεού. 

Πολλοί ασθενείς και πονεμένοι παρακαλούν, αλλά δεν γίνεται το θαύμα, όπως το ζητούν. Ουσιαστικά, όλες οι εικόνες είναι θαυματουργές, διότι θαύματα δεν είναι μόνο οι θεραπείες σωματικών ασθενειών και η αποτροπή κάποιας συμφοράς, αλλά και η ενίσχυση της πίστεως και ελπίδος και η ψυχική ανακούφιση των πιστών. Οι ιερές εικόνες δίνουν αμέσως τη θεία ενέργειά τους στους χριστιανούς που προσέρχονται σ’ αυτές με καθαρή συνείδηση.

Για τους Κυθήριους το αίσθημα της θείας ενέργειας της Εικόνας της Μυρτιδιώτισσας είναι ένα αίσθημα βαθειά ριζωμένο και εδραιωμένο για πολλές γενιές και η συσχέτιση του είναι απόλυτα ταυτισμένη με την ζωή και τις εκδηλώσεις του τόπου.

Καλό όμως θα ήταν να επισημάνουμε όμως μια παρατήρηση που μας απασχολεί έντονα.

Παρατηρώντας τις τελευταίες μέρες το παλαιό έθιμο της περιφοράς της Εικόνας της Μυρτιδιώτισσας στα χωριά των Κυθήρων μας γεννιούνται ανάμεικτα συναισθήματα.
Κατ' αρχήν είναι πολύ θετικό το γεγονός ότι οι νέες γενιές συνεχίζουν τα έθιμα των παλαιότερων.
Όμως πόσο θετικό είναι το να μεταφέρεται ένα τόσο σπουδαίο κειμήλιο της Ορθοδοξίας πάνω σε αγροτικά οχήματα και αυτοκίνητα; 

Πόσο τιμάμε την Παναγία όταν την τοποθετούμε πάνω σε καρότσες αγροτικών που πριν βάζαμε άχυρα ή κλαδιά η σακιά με ελιές;
Έχει αναρωτηθεί ποτέ κανείς αν αυτή η ενέργεια είναι διαφήμιση ή προσβολή για τον τόπο μας;

Και κάτι άλλο. Μέχρι πότε θα μεταφέρεται εκτός Ιεράς Μονής Μυρτιδίων η πρωτότυπη εικόνα της Παναγίας;
Μήπως είναι καιρός να κατασκευαστεί ένα πιστό αντίγραφο και η πρωτότυπη εικόνα να μην βγει ποτέ ξανά έξω από τη Μονή κυρίως για λόγους ασφαλείας. 

Πηγαίνει π.χ. η Εικόνα και διανυκτερεύει σε 10-15 Ναούς με ελλιπέστατη φύλαξη και χωρίς τα ελάχιστα μέτρα ασφαλείας. Και αν κάποια στιγμή (γιατί μία φορά θα γίνει) η Εικόνα κλαπεί, τότε σε ποιούς θα ανήκει η ευθύνη; 

Γιατί καλές οι παραδόσεις αλλά να σκεφτούμε ότι οι παλαιοί την πρόσεξαν την Εικόνα και μας την παρέδωσαν για να την παραδώσουμε και εμείς στα δικά μας παιδιά και σε όλες τις επόμενες γενιές.
Η Εικόνα φθείρεται διαρκώς, το έχουν επισημάνει και παρατηρήσει πάρα πολλοί Κυθήριοι και μάλιστα γνώστες κειμηλίων, αλλά ουδείς ασχολείται. Με το να κατασκευαστεί ένα αντίγραφο ούτε η πίστη θα μειωθεί ούτε η Παναγία θα προσβληθεί, ίσα - ίσα μάλιστα. 

Η Παναγία, όπως και όλοι οι Άγιοι, δεν εξαντλείται σε μία συγκεκριμένη Εικόνα, αλλά βρίσκεται παντού και κυρίως μέσα στις ανθρώπινες ψυχές.
Η υπερλατρεία των Εικόνων - όπως και αν λέγονται - οδηγεί πολλές φορές δυστυχώς σε παράκαμψη του ονόματος και της αξίας της ιδίας της Θεοτόκου, που είναι μόνο μία, η Παναγία, χωρίς ονόματα και επιθετικούς προσδιορισμούς.
Εάν το όνομα π.χ. Πορταίτισσα, Σουμελά, Μυρτιδιώτισσα κλπ υπερισχύει του ονόματος της Παναγίας τότε κάπου χανόμαστε... 

Ίσως ο προβληματισμός μας αυτός να συντελέσει έτσι ώστε να ληφθεί μια πιο σωστή απόφαση χωρίς όμως να επηρεάσει σε τίποτε τα ίδια τα έθιμα και τις παραδόσεις του νησιού μας. 
Πιστεύω ότι η Παναγία θα μας οδηγήσει σε αυτή την απόφαση κοιτώντας βαθειά μέσα μας και γνωρίζοντας ότι τιμούμε και προσκυνούμε την θέληση Της.