Ο μικρός με
το μπαλωμμένο κοντό παντελονάκι χαμήλωσε στο φυτίλι της γκαζόλαμπας που
σιγόφεγκε και τυλίχτηκε στο παλιό κιλίμι προσπαθώντας να ξεχάσει το κρύο
που ένοιωθε.
Χώνοντας το κεφάλι κάτω από το σκέπασμα έχωσε το χέρι του στην τσέπη του παντελονιού του και άρχισε να μετράει μιά-μία τις δεκάρες που είχε μαζέψει το πρωϊ στα κάλαντα και τις είχε κρύψει από την μάνα του για να μπορέσει να μαζέψει το τίμημα για εκείνη την μπάλα την κόκκινη που έβλεπε στο μαγαζάκι του κυρ-Βασίλη στην πλατεία....
Μέτρησε 18 δεκάρες. Την ψυχή του πλάκωσε η στενοχώρια, δεν φτάνανε..... Σκέφθηκε ότι ευτυχώς θάρθουν και τα Φώτα που θα τα έλεγε πάλι και έτσι πάλι κάτι θα έβαζε στην άκρη και θα συμπλήρωνε τις 30 δεκάρες για να πάρει την μπάλα του.....
Κάπου μακρυά απέξω ακουγόντουσαν οι καμπάνες της πρωϊνής λειτουργίας του Αγίου Βασιλείου και σαν να κατάλαβε μισοκοιμισμένος την γερόντισσα γιαγιά του που σηκώθηκε να πάει στην εκκλησία. Μετά τίποτε τον πήρε ο ύπνος.......
Το βράδυ τα Φώτα έκανε πάλι ταμείο με τα δάκτυλα στην τσέπη, αλλά δυστυχώς δεν είχε κατορθώσει να συμπληρώσει το απαραίτητο ποσό....
Εκείνη την χρονιά η μικρή κόκκινη μπάλλα έμεινε στην μικρή βιτρίνα του κυρ-Βασίλη.....
Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν το ίδιο δύσκολα και ο μικρός με το μπαλωμένο παντελονάκι δεν απέκτησε ποτέ την πολυτέλεια να αποκτήσει εκείνη την κόκκινη μπάλλα γιατί οι ανάγκες της εποχής ήταν διαφορετικές και ότι περίσευε επήγαινε για λίγη τροφή γιατί τα παιχνίδια ήταν περιτά, ειδικά όταν πεινάς.....
Από
τότε πέρασαν πάρα πολλά χρόνια. Ο μικρός μεγάλωσε, παντρεύτηκε, έκανε
παιδιά και εγγόνια και στο τέλος επήρε και μια μικρή σύνταξη. Δυστυχώς η
γυναίκα του πέθανε γρήγορα αφήνοντας τον μόνο και έτσι η μόνη του
παρηγοριά ήταν η επαφή του με τα παιδιά του και τα εγγόνια του....
Τα τελευταία χρόνια ότι του περίσευε από την λιγοστή σύνταξη τα διέθετε για να παίρνει ότι μπορεί στα εγγόνια του που τα υπεραγαπούσε.......
Τα χρόνια δυστυχώς έγιναν και πάλι πολύ δύσκολα και επειδή κινδύνευε η πατρίδα αποφασίστηκε και μειώθηκαν πολύ ακόμη οι συντάξεις.....
Ο παππούς, πια, αφού επήρε την τελευταία σύνταξη των Χριστουγέννων επλήρωσε ότι χρωστούσε, ώσπου να πάρει την σύνταξη του, και του έμειναν και μερικά ευρώ.....
Το βράδυ της Παραμονής έκλεισε το φωτάκι από το φαναράκι με την μπαταρία, τούχανε κόψει 3 μήνες το ηλεκτρικό γιατί δεν είχε να το εξωφλήσει.....
Σκεπάσθηκε κάτω από την κουβέρτα και στα σκοτεινά άρχισε να μετράει στην τσέπη του τα λίγα ευρώ που είχαν απομείνει. Όταν τέλειωσε το μέτρημα είχε ακόμα 12 ευρώ.
Ένα φάρνακο που χρειαζότανε έκανε 5 ευρώ συμμετοχή και ένα πυροσβεστικό που ήθελε ο Γιωργάκης ο εγγονός του έκανε 10 ευρώ......
Κάπου μακρυά ακούγονταν κάποια ακριβά βεγγαλικά που βόηθαγαν κάποιους ανθρώπους να αισθάνονται ότι έτσι γιορτάζεται η Νέα Χρονιά..... Σε λίγο ακούστηκαν και οι καμπάνες της πρωϊνής λειτουργίας του Αγίου Βασιλείου....
Ο παππούς δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Όταν ξημέρωσε σηκώθηκε, πλύθηκε, ντύθηκε και τράβηξε για το μαγαζάκι της γειτονιάς. Εκεί αγόρασε το πυροσβεστικό του Γιωργάκη......
Τα χρόνια πάλι ήταν δύσκολα, αυτή την φορά ο παππούς απλά δεν πήρε το φάρμακο του, όπως απλά δεν είχε πάρει ποτέ του και εκείνη την κόκκινη μπάλλα από το μαγαζί του κυρ-Βασίλη.....
------------------------------------
Αντώνης Λαμπρινίδης
------------------------------------
Χώνοντας το κεφάλι κάτω από το σκέπασμα έχωσε το χέρι του στην τσέπη του παντελονιού του και άρχισε να μετράει μιά-μία τις δεκάρες που είχε μαζέψει το πρωϊ στα κάλαντα και τις είχε κρύψει από την μάνα του για να μπορέσει να μαζέψει το τίμημα για εκείνη την μπάλα την κόκκινη που έβλεπε στο μαγαζάκι του κυρ-Βασίλη στην πλατεία....
Μέτρησε 18 δεκάρες. Την ψυχή του πλάκωσε η στενοχώρια, δεν φτάνανε..... Σκέφθηκε ότι ευτυχώς θάρθουν και τα Φώτα που θα τα έλεγε πάλι και έτσι πάλι κάτι θα έβαζε στην άκρη και θα συμπλήρωνε τις 30 δεκάρες για να πάρει την μπάλα του.....
Κάπου μακρυά απέξω ακουγόντουσαν οι καμπάνες της πρωϊνής λειτουργίας του Αγίου Βασιλείου και σαν να κατάλαβε μισοκοιμισμένος την γερόντισσα γιαγιά του που σηκώθηκε να πάει στην εκκλησία. Μετά τίποτε τον πήρε ο ύπνος.......
Το βράδυ τα Φώτα έκανε πάλι ταμείο με τα δάκτυλα στην τσέπη, αλλά δυστυχώς δεν είχε κατορθώσει να συμπληρώσει το απαραίτητο ποσό....
Εκείνη την χρονιά η μικρή κόκκινη μπάλλα έμεινε στην μικρή βιτρίνα του κυρ-Βασίλη.....
Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν το ίδιο δύσκολα και ο μικρός με το μπαλωμένο παντελονάκι δεν απέκτησε ποτέ την πολυτέλεια να αποκτήσει εκείνη την κόκκινη μπάλλα γιατί οι ανάγκες της εποχής ήταν διαφορετικές και ότι περίσευε επήγαινε για λίγη τροφή γιατί τα παιχνίδια ήταν περιτά, ειδικά όταν πεινάς.....
Τα τελευταία χρόνια ότι του περίσευε από την λιγοστή σύνταξη τα διέθετε για να παίρνει ότι μπορεί στα εγγόνια του που τα υπεραγαπούσε.......
Τα χρόνια δυστυχώς έγιναν και πάλι πολύ δύσκολα και επειδή κινδύνευε η πατρίδα αποφασίστηκε και μειώθηκαν πολύ ακόμη οι συντάξεις.....
Ο παππούς, πια, αφού επήρε την τελευταία σύνταξη των Χριστουγέννων επλήρωσε ότι χρωστούσε, ώσπου να πάρει την σύνταξη του, και του έμειναν και μερικά ευρώ.....
Το βράδυ της Παραμονής έκλεισε το φωτάκι από το φαναράκι με την μπαταρία, τούχανε κόψει 3 μήνες το ηλεκτρικό γιατί δεν είχε να το εξωφλήσει.....
Σκεπάσθηκε κάτω από την κουβέρτα και στα σκοτεινά άρχισε να μετράει στην τσέπη του τα λίγα ευρώ που είχαν απομείνει. Όταν τέλειωσε το μέτρημα είχε ακόμα 12 ευρώ.
Ένα φάρνακο που χρειαζότανε έκανε 5 ευρώ συμμετοχή και ένα πυροσβεστικό που ήθελε ο Γιωργάκης ο εγγονός του έκανε 10 ευρώ......
Κάπου μακρυά ακούγονταν κάποια ακριβά βεγγαλικά που βόηθαγαν κάποιους ανθρώπους να αισθάνονται ότι έτσι γιορτάζεται η Νέα Χρονιά..... Σε λίγο ακούστηκαν και οι καμπάνες της πρωϊνής λειτουργίας του Αγίου Βασιλείου....
Ο παππούς δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Όταν ξημέρωσε σηκώθηκε, πλύθηκε, ντύθηκε και τράβηξε για το μαγαζάκι της γειτονιάς. Εκεί αγόρασε το πυροσβεστικό του Γιωργάκη......
Τα χρόνια πάλι ήταν δύσκολα, αυτή την φορά ο παππούς απλά δεν πήρε το φάρμακο του, όπως απλά δεν είχε πάρει ποτέ του και εκείνη την κόκκινη μπάλλα από το μαγαζί του κυρ-Βασίλη.....
------------------------------------
Αντώνης Λαμπρινίδης
------------------------------------