Ένας άθεος περπατούσε στο δάσος θαυμάζοντας όλα όσα 'κατά τύχην' προέκυψαν από την εξέλιξη στη φύση..
'Τι πανέμορφα δέντρα! Τι μαγευτικά ποτάμια! Τι αξιοθαύμαστα ζώα!', έλεγε στον εαυτό του..
Περπατώντας κατά μήκος του ποταμιού άκουσε ένα θρόισμα στους θάμνους πίσω του. Γύρισε να δει και αντίκρισε μια αρκούδα δίμετρη να κατευθύνεται με μεγάλη ταχύτητα κατά πάνω του!
Άρχισε να τρέχει ανεβαίνοντας το μονοπάτι όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Βλέποντας πίσω του, κατάλαβε ότι η αρκούδα όλο και πλησίαζε.
'Τι πανέμορφα δέντρα! Τι μαγευτικά ποτάμια! Τι αξιοθαύμαστα ζώα!', έλεγε στον εαυτό του..
Περπατώντας κατά μήκος του ποταμιού άκουσε ένα θρόισμα στους θάμνους πίσω του. Γύρισε να δει και αντίκρισε μια αρκούδα δίμετρη να κατευθύνεται με μεγάλη ταχύτητα κατά πάνω του!
Άρχισε να τρέχει ανεβαίνοντας το μονοπάτι όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Βλέποντας πίσω του, κατάλαβε ότι η αρκούδα όλο και πλησίαζε.
Χεσμένος απ'το φόβο κατάφερε να τρέξει ακόμα πιο γρήγορα, ενώ δάκρυα άρχιζαν να τρέχουν στα μάτια του. Έριξε ακόμα ένα βλέμμα πίσω του, αλλά η αρκούδα απείχε μόλις μερικά βήματα.
Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά και γρήγορα. Πάνω που κατάφερνε να ανακτήσει λίγες δυνάμεις και να τρέξει με όλη του την ταχύτητα, σκοντάφτει, πέφτει στο έδαφος και κάνει δύο κωλοτούμπες. Προσπαθεί να σηκώσει το κουρασμένο του κορμί, όμως η αρκούδα είναι ήδη από πάνω του. Σηκώνει το δεξί μπροστινό της πόδι, έτοιμη να το κατεβάσει με δύναμη στο ανυπεράσπιστο θύμα της.
Εκείνη τη στιγμή, ο άθεος έβγαλε μια κραυγή: 'ΘΕΕ ΜΟΥ..!'
Αμέσως, ο χρόνος σταμάτησε. Η αρκούδα έμεινε ακίνητη.. Το δάσος σώπασε.. Ακόμα και το ποτάμι πάγωσε και σταμάτησε να κυλά.
Ένα δυνατό φως έπεσε στο πρόσωπο του άνδρα, σχεδόν τυφλώνοντας τον και μια φωνή εξ ουρανού ακούστηκε:
'Αρνείσαι την ύπαρξη μου σε όλη σου τη ζωή, διδάσκεις στους άλλους ότι δεν υπάρχω και αποδίδεις τη δημιουργία του κόσμου σε ένα συμπαντικό ατύχημα. Θες τώρα να σε βγάλω απ'αυτό το μπλέξιμο; Πες, λοιπόν, να σε υπολογίζω ανάμεσα στους πιστούς μου;'
Ο άθεος κοίταξε κατ'ευθείαν μέσα στο φως και είπε:
'Θα ήταν υποκριτικό εκ μέρους μου να γίνω θρήσκος μετά απ'όλα αυτά τα χρόνια άρνησης.. Όμως, τουλάχιστον, θα μπορούσες να κάνεις την αρκούδα θρήσκα;'
'Πολύ καλά', είπε η φωνή.
Το φως έσβησε. Ο ποταμός κύλησε. Οι ήχοι του δάσους επανήλθαν.
Και αμέσως, η αρκούδα κατέβασε το δεξί μπροστινό της πόδι, ένωσε και τα δύο μπροστινά της πόδια, τα ύψωσε στον ουρανό, έσκυψε και μίλησε:
'Ω Κύριε, ειλικρινά σε ευχαριστώ για την τροφή που μερίμνησες να μου έρθει σήμερα. Ευλόγησε το γεύμα μου..!!!!!!!!!!!!'