Στο
θαλασσινό τοπίο απουσιάζει η μορφή της. Οι θαλασσαετοί μας έχουν να την
θυμούνται, αλλά αυτοί που θα ασκήσουν το επάγγελμα στο μέλλον δεν
πρόκειται να τη “γνωρίσουν” και να αποτελέσει μέρος των αναμνήσεων τους.
Αισθάνομαι όμως την ανάγκη να σας “μιλήσω” γι΄ αυτήν γιατί πραγματικά η
εικόνα, της μου λείπει.
Θα ξεκινήσω λοιπόν μια πορεία, προς το
απέραντο γαλάζιο της σφαίρας των αναμνήσεων γιατί κάποια πράγματα είναι
άρρηκτα δεμένα με τη ζωή μας.
Παγιδευμένοι ευχάριστα στη δίνη τους
και ταιριάζοντας τα κομμάτια του παζλ, απλά θα θυμηθούμε ότι, ακόμα και
τώρα στέκεται αέναη λύση (η θάλασσα μας) στον ονομαζόμενο “πολιτισμό”
αφού η οποιαδήποτε επαφή μαζί της μας προσφέρει γαλήνη.
Φταίει ο
Ζέφυρος που κλέβει τις οσμές της, κι απλόχερα μας τις προσφέρει και
εμείς τις απομυζούμε σε ανεξέλεγκτους βιαστικούς ρυθμούς πριν τελειώσει ο
χρόνος, και έρθει η ώρα του γυρισμού, για τη ρηχή ζωή που μας έχει
επιβληθεί.
Άλλοτε με χρώμα διαυγές και λαμπερό, κι άλλοτε θολό,
σκούρο και θυμωμένο μας “κοιτά” λες και μας λέει σας περιμένω. Αυτό
“φώναζε” και σ΄ αυτούς πιστεύω ξεφιλίζοντας το άλμπουμ των αναμνήσεων,
λίγα χρόνια πριν το 1900 που οι Βατικιώτες, οι Ελαφονιώτες και οι
Κυθηρίωτες είχαν έντονη δράση σε Πόρο, Ύδρα, Σπέτσες, Ερμιόνη, Αίγινα,
Κορινθιακό και στον Ευβοϊκό κόλπο.
Δούλευαν στις τράτες απουσιάζοντας για 6 και παραπάνω μήνες από τα σπίτια τους, τον τόπο τους.
Τα
πλοιάρια αυτά ήταν στενόμακρα και δουλεύονταν με τα κουπιά και με το
μονάκριβο πανί τους το “λατινάκι” αφού έχοντας μικρά βαθικά δεν
μπορούσαν να έχουν περισσότερα, και είχαν πολλούς κωπηλάτες.
Οι αλιεργάτες στα σκάφη αυτά υπολογίζονται από 12 έως και 32 σύμφωνα με τη χωρητικότητα τους.
Πληρώνονταν με μερτικά γιατί ο ιδιοκτήτης του κάθε σκάφους έπαιρνε το 70% και το 30% ήταν οι πληρωμές των πληρωμάτων τους.
Καταλαβαίνεται
φυσικά ότι μαζί τους έπαιρναν πολλές “κουμπανιές”.** “Υπήρχαν φορές που
στο πλήρωμα υπήρχε και κάθε καρυδιάς καρύδι και καθένας γινότανε δεχτός
δίχως να ρωτηθεί από που κρατάει η σκούφια του ή αν έχει ταυτότητα”
αναφέρει ο Ρέκτης Σαματούρας.
Με ποιο τρόπο τώρα ψάρευαν. Σε αυτό
το σημείο θέλω προσωπικά να ευχαριστήσω τον καθηγητή Φυσικής κ.
Παναγιώτη Κοντό γιο του αείμνηστου Ιωάννη Κοντού (Γιάγκος) που έδωσε την
συγκατάθεση του για να πάρω τις πληροφορίες από το βιβλίο που είχε εκ
δόση ο πατέρα του σε μια συνεργασία με το Σύνδεσμο “ΕΠΙΔΗΛΕΙΟΣ ΑΡΤΕΜΙΣ”
και τις εκδόσεις “Σ. ΒΟΓΙΑΤΖΗ & ΣΙΑ” Ο.Ε. “ΕΝΑΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
ΘΥΜΑΤΑΙ”. Ένα καταπληκτικό βιβλίο που τα παιδιά μας πρέπει να διαβάσουν.
Θα σας αποκαλύψω και κάτι άλλο.
Καθώς μιλούσα με τον κ. Κοντό Παναγιώτη
μου αναφέρει το εξής: “κ. Κουντουρόγιαννη πριν λίγες μέρες σκεφτόμουν
αυτές τις μέρες και θυμάμαι κάποιο συγκεκριμένο γεγονός στη δική μου ζωή
όταν ήμουν μαθητής και ενώ ήμουν μέσα στην τάξη και ο δάσκαλος μας
παρέδιδε μάθημα σηκώθηκα και έφυγα χωρίς ρωτήσω και βγήκα γρήγορα έξω μη
και τυχόν δεν προλάβαινα να δω που “καλάριζε” η τράτα”. Τα λόγια του
μου προκάλεσαν μεγάλη συγκίνηση και ο σεβασμός μου δυνάμωσε ακόμη
περισσότερο για τους ανθρώπους αυτούς που έχουν αφιερώσει πολύ χρόνο από
το χρόνο τους γεμίζοντας σελίδες, με σκοπό να “γεμίσουμε” όλοι
καταπληκτικές εικόνες του παρελθόντος.
Μέρος των παρακάτω πληροφοριών
είναι και από τον κ. Ρέκτη Σαματούρα σε μια συνέντευξη που έδωσε στον κ.
ΚΩΣΤΑ ΠΡΟΜΠΟΝΑ στο περιοδικό Τύπος Κυνήγι και Ψάρεμα/Φεβρουάριος 2008.
Πώς ριχνόταν το δίχτυ της τράτας.
“Το
ρίξιμο του διχτυού της τράτας, το καλάρισμα, ξεκινούσε να πέφτει πρώτα
με το καλάρισμα των σχοινιών, που ο αριθμός τους ήταν ανάλογος με το
εμβαδόν που είχε στο βυθό της θάλασσας η καλάδα, η οποία έπρεπε να είναι
χωρίς εμπόδια στο βυθό για να σύρεται το δίχτυ.
- Αρχίζοντας η
τρατόβαρκα το καλάρισμα των σχοινιών πετούσε έξω στην παραλία ένα πολύ
ψιλό σχοινί το “Τσίμα”, το οποίο κρατούσε μέχρι και να ξαναγυρίσει από
την άλλη πλευρά η τρατόβαρκα, ένα μικρό παιδί ο “Μούτσος” της τράτας. Το
ψιλό αυτό σχοινί ήταν δεμένο στο χονδρό σχοινί, το οποίο στη συνέχεια
καλάριζε η τρατόβαρκα.
Για ακριβή προσδιορισμό η πλευρά αυτή
ονομαζόταν “πλευρά τη τσίμας”. Όταν τελείωναν τα σχοινιά η τρατόβαρκα
γύριζε οριζόντια για να καλάρι το δίχτυ της τράτας. Όταν τελείωνε και το
οριζόντιο καλάρισμα του διχτυού, η τρατόβαρκα γύριζε πάλι κάθετα προς
την ξηρά, για να καλάρει τα σχοινιά της άλλης πλευράς και να βγουν έξω
οι εργάτες που μοιράζονταν σε δύο ομάδες, οι μισοί να τραβήξουν την άλλη
πλευρά που για ακριβή προσδιορισμό λεγόταν πλευρά της “Βαρκός”.
Ο
καπετάνιος έπρεπε να παρακολουθεί σε όλη τη διάρκεια που συρόταν το
δίχτυ στο βυθό, να επιπλέουν σύμφωνα με τα σχοινιά στην επιφάνεια της
θάλασσας και να μη βυθίζονται, για το σκοπό αυτό ήταν ανά 50 μέτρα
περίπου δεμένα στα σχοινιά ξύλινα βαρελάκια, τα οποία παρακολουθούσε ο
καπετάνιος και έπρεπε τα βαρελάκια να είναι σύμφωνα και στις δύο
πλευρές. Όταν έβλεπε ότι δεν ήταν σύμφωνα, ανάλογα με την πλευρά που
έπρεπε να τραβήξει περισσότερο για να ευθυγραμμιστούν τα βαρέλια φώναζε:
“Άλα ή Τσίμα” ή αντίθετα “Άλα ή βαρκός”.
Τα σχοινιά τα
τραβούσαν με τον “Κρόκο” που ήταν μια λουρίδα πλάτους περίπου 15 πόντους
φτιαγμένη είτε από τρίχινο ύφασμα, είτε από σακί, με ανάλογο μάκρος
ώστε να την ζώνεται ο εργάτης στην πλάτη. Στην άκρη της ζώνης ήταν ένα
μικρό σχοινί 15 πόντους περίπου, στην άκρη του οποίου ήταν περασμένο ένα
μικρό κομμάτι ξύλο στρογγυλό σαν καρύδι, για να το γαντζώνουν στο
σχοινί της τράτας.
Όσο πλησίαζε ο σάκος προς στην στεριά, τόσο
πλησίαζαν μεταξύ τους οι δύο σειρές των τρατάριδων που στην αρχή είχαν
αρκετή απόσταση μεταξύ τους.
Τα ανέσυραν με ρυθμικές κινήσεις και
ρυθμικό βάδισμα προς τα πίσω. Όλοι βάδιζαν με το ίδιο πόδι και με
ταυτόχρονα βήματα έχοντας γυμνά μέχρι τα γόνατα τα πόδια και μέχρι τους
αγκώνες τα χέρια.
Και όταν φαινόταν ο σάκος, έτρεχαν τα τρατόπουλα, μικροί βοηθητικοί ψαράδες και συγκέντρωναν και τα ψάρια στα πανέρια.
Τα
σχοινιά όταν έφθαναν έξω στην ξηρά μαζεύονταν κουλούρες για να τα
κουβαλήσουν στην τρατόβαρκα τα μικρά παιδιά τα “Μουτσάκια”, ώστε να
είναι έτοιμα στο επόμενο καλάρισμα της τράτας.
Οι τίτλοι
του τέλους γι' αυτό το τρόπο ζωής έχουν πέσει ήδη. Το πάθος της τέχνης
έχει και θα ασχοληθεί έντονα με το θεματολόγιο αυτό. Αφορμή οι δάσκαλοι
της γνώσης και τις νοσταλγίας. Και θα ξεδιπλώνονται οι πάπυροι από εμάς
συνεχώς ξέροντας πως η αξία τους είναι ανεκτίμητη.
Και εμείς οι εν
ζωή που συνηθίσαμε να ζούμε με απουσίες μέσα από τους πάπυρους αυτούς
θα αναζωπυρώνουμε μνήμες. Τα πορτραίτα τους δεν ξεθωριάζουν και ο βουβός
μας πόνος μπορεί έστω και στο απειροελάχιστο να απαλυνθεί στην κοινή
μοίρα μας κοιτάζοντας προς τον Αποσπερίτη.
Η Δημοτική ποίηση είναι αυτή που μας δίνει ένα εξίσου καθαρό πλάνο.
Σαράντα πιθαμές κουπί
τραβούσανε στην τράτα
και άμα σε καλοθυμηθώ
το κάνω δυο κομμάτια
Να το ΄ξερε η μανούλα μου
ότι τραβώ στην τράτα
να μου ΄στερνε το φέσι μου
και την καινούργια βράκα.
Την τράτα την πουλήσανε
μες στη Θεσσαλονίκη
και γύρισα στη μάνα μου
με δίχως χαρτζιλίκι.
Ξημέρωσε μαγκούφα αυγή
ξυπνάτε μαυρομάτες
βάλτε τα μπρίκια στη φωτιά
και πιάστε τις κομμάτες.
**ΚΟΥΜΠΑΝΙΕΣ:Μεγάλα καρβέλια των τριών οκάδων, λάδι μπόλικο, ελιές και φυσικά νερό.
----------------------------------------
Βασιλική Κουντουρογιάννη
----------------------------------------