Τρίτη 27 Απριλίου 2010

"Υγείαν έχω ...."

Ανοίγω το φάκελο, ξεδιπλώνω το ριγωμένο χαρτί αλληλογραφίας που πουλούσαν παλιά στα ψιλικατζίδικα, διαβάζω τις λέξεις ανορθόγραφες "υγείαν έχομε και το αυτό ευχόμαστε και δι εσέ" τα γράμματα σκαμμένα θαρρείς στο χαρτί με το γαλάζιο μπικ, αρχίζουν να χορεύουν μπροστά στα μάτια μου. Είναι μια από τις τελευταίες επιστολές έλαβα, γύρω στα 1970.

"Εκεί που πας επιστολή να μην αλησμονήσεις, τα μαύρα μάτια που θα βρεις, γλυκά να τα φιλήσεις…"

Εκείνη την τόσο μακρινή και ξεχασμένη εποχή, δεν είχε ακόμα αυτόματο τηλεφωνικό δίκτυο. Είχε χειροκίνητο: Έπαιρνες το «κέντρο», στη Χώρα από του "Ξερού" έλεγες ποιος είσαι – κι αφού απαντούσες «καλά» στην ερώτηση «έλα τι κάνετε, καλά είσαστε;» έβαζε στον αρχαίο πίνακα το βύσμα και κουδούνιζε το τηλέφωνο.

Φυσικά το «παιδί», φοιτητής στη Αθήνα τηλεφωνούσε από περίπτερο γιατί ο ένδοξος ΟΤΕ (η απόλυτη ξεφτίλα του νέο – ελληνικού κράτους, διαχρονικά, από κάθε άποψη!) το είχε πολύ δύσκολο να συνδέσει μια νέα γραμμή: έκανα αίτηση για το πρώτο μου τηλέφωνο στα 1965 και το απόχτησα στα 1975!

Τα γράφω αυτά για να πάρουν μια ιδέα οι νέοι μπλογκεράδες που γεννήθηκαν καλωδιωμένοι, τι κατάσταση επικρατούσε μόλις 35 χρόνια πριν – αλλά και για να εξηγήσω γιατί γράφαμε γράμματα. Αλλά τα γράμματα ήταν μονάχα η αφορμή…

Γεννήθηκα λίγο πριν την δεκαετία του 50 και πρόλαβα να ζήσω τις τελευταίες μέρες του ομηρικού τρόπου ζωής και παραγωγής, πριν τον εξηλεκτρισμό και τις τουαλέτες με βόθρο.

Είδα τα αμπέλια και τις σταφίδες να σκάβονται με το ξινάρι, είδα τα σταροχώραφα να οργώνονται με το αλέτρι και το υνί – κι από πίσω η σβάρνα, ανεβαίναμε κιόλας απάνω… Είδα τα περιβόλια να ποτίζονται με το νερό που έβγαζε από τη δέση ένα πανάρχαιο μαγγάνι, είδα τις πλακοπαγίδες, με τις οποίες έπιαναν τα πουλιά για αιώνες.

Είδα την αυτάρκεια του σπιτιού σε όλο της το απέριττο μεγαλείο: κότες, κατσίκες, χοιρινά, κουνέλια, κασόνια για την αποθήκευση του σταριού, τυροκομιό, το μουλάρι και ο γάιδαρος στο λέστεκο.

Θέρισα με το δρεπάνι και έδεσα τα λιμάρια με τα στάχια (ακόμα πονάνε τα χέρια μου) και ύστερα τα κουβάλησα, φορτώνοντάς τα στα ζώα, στις θημωνιές.

Θυμάμαι τους ανθρώπους να δουλεύουν σκληρά, αλλά και να γελάνε πολύ, να γλεντάνε πολύ, να σκαρώνουν φάρσες ο ένας στον άλλον, να μιλάνε συνέχεια μεταξύ τους. Και ήμουν τυχερός γιατί άκουσα μερικούς καταπληκτικούς παραμυθάδες, είτε την ώρα της δουλειάς, είτε σε ώρες ξεκούρασης, πλάι στη γυμνή φωτιά του τζακιού η δίπλα στο ξύλινο μαγκάλι με τα ξυλοκάρβουνα.

Τα παιδιά έμπαιναν αμέσως στη δουλειά, από μια σταλιά – δεν περίμεναν να …τριανταρίσουν, όπως συνηθίζεται σήμερα. Το κρέας, το γάλα, το τυρί, τα αυγά, το κρασί, τα ζαρζαβατικά, τα σιτηρά – όλα τα παρήγαγε η οικογένεια και μάλιστα σε περίσσεια, για να μπορεί πουλώντας τη να προμηθεύεται ό,τι άλλο της χρειαζόταν: λάδι, κυρίως, αλλά και όσα είδη οικιακού εξοπλισμού και ρουχισμού δε μπορούσε να εξασφαλίσει η χειροτεχνία και ο σπιτικός αργαλιός. Και την προίκα των κοριτσιών…

Έτσι κατάφεραν οι άνθρωποι του παλιού χωριού να επιβιώσουν σχετικά άνετα, όλη τη δύσκολη δεκαετία της κατοχής και του εμφυλίου – και την επίσης δύσκολη δεκαετία του ‘50, που ακολούθησε, με τη μεγάλη φτώχεια .

Σήμερα όλα αυτά φαίνονται μακρινά μαζί με τα ποταμάκια λάσπης που έτρεχαν στους δρόμους όταν έβρεχε και ήταν τύχη σε όσους φορούσαν παπούτσια να μην βρέχουν τα πόδια τους.

Σήμερα το μόνο που σκάβει είναι τα μηχανήματα που φτιάχνουν θεμέλια για πολυτελή σπίτια η μπουλντόζες και γκρέιντερ που ανοίγουν δρόμους για να απολαμβάνουμε άνετα τις παραλίες. Η ακόμη τα μηχανήματα που εγκαθιστούν τις οπτικές ίνες.

Οι καλλιέργιες εγκαταλείφθηκαν και "οι ελιές δεν συμφέρουν" - σε λίγο θα εισάγουμε και λάδι από άλλες χώρες, "τα αμπέλια δεν αποδίδουν" - τα εμφιαλωμένα κρασιά με τα αμφίβολα χημικά η το ξενικό κρασί είναι φθηνά, "οι μπαμπακίες και τα περιβόλια είναι μπελάς με πολύ κόπο" - άλλωστε τα λαχανάκια βρυξελλών, οι ολλανδέζικες πλαστικές ντομάτες και τα αιγυπτιακά κρεμμύδια έρχονται φτηνότερα.....

Τα ζώα περιορίστηκαν σε μερικούς βοσκούς και είναι πια ντεμοντέ νάχεις κατσίκα, αρνάκι η ακόμη και κότες, μια και μπορείς στην θέση τους να πας στο σούπερμαρκετ και να τα πάρεις όλα χωρίς κόπο. Εξάλου με ένα-δυό ενοικιαζόμενα δωμάτια εκεί που υπήρχε το κοτέτσι παίρνεις αυγά για μια ζωή....

Όσο για στάρι και άλλα γεννήματα δεν το συζητάμε πια, τόσοι φούρνοι υπάρχουνε.... Κάποια αλωνιστική που υπάρχει μάλλον για το ..μουσείο είναι κατάλληλη πια...

Τα κεντήματα και ο αργαλειός ...συναντώνται στα τοπικά μουσεία η σε κάποιες παλιές γεροντικές κασέλες που σε λίγο θα πάψουν να υπάρχουν και αυτές....

Όλα αυτά μας τα θυμίζουν οι τελευταίες εξελίξεις στην ελληνική οικονομία και εάν δεν γυρίσουμε σε μερικές παλιές και καλές συνήθειες, εάν δεν απεξαρτηθούμε από την άφρονα κατανάλωση και εάν ξεχάσουμε τελείως από που ξεκινήσαμε και πως φθάσαμε σε αυτό το τελευταίο σκαλοπάτι, τότε μοιραία θα κυλήσουμε πάλι σαν την λάσπη στους παλιούς χωμάτινους δρόμους.....

Το ριγωμένο χαρτί αλληλογραφίας που πουλούσαν παλιά στα ψιλικατζίδικα με το "υγείαν έχω και υγεία δι' εσάς ποθώ" θα γεμίσει με δάκρυα, αλλά δάκρυα πικρά και το ξεθωριασμένο μελάνι θα γίνει υγρό και θα μουτζουρώσει κάθε ανάμνηση και κάθε ελπίδα....
------------------------
Αντώνης Λαμπρινίδης
------------------------