Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος, Προστάτης τῶν Κυθήρων, σύμφωνα μέ τό βίο του, γεννήθηκε στήν Κορώνη μεταξύ τῶν ἐτῶν 870-890.
Μεγάλωσε καί σπούδασε στό Ναύπλιο, ὅπου παντρεύτηκε καί ἀπέκτησε δύο παιδιά.
Ή ἐπιθυμία του νά μονάσει τόν ἔφερε στή Ρώμη καί κατόπιν στή Μονεμβασία, ὅπου κλείστηκε σ' ἕνα κελλί τῆς ἐκκλησίας τῆς Θεοτόκου τῆς Διακονίας.
Ἀπό ἐκεῖ ἦρθε στά Κύθηρα περί τό 921, ὅταν ἡ νῆσος ἦταν «ἔρημος καί ἀοίκητος» λόγῳ τῶν ἐπιδρομῶν τῶν Σαρακηνῶν τῆς Κρήτης καί ἐμόνασε στόν παλαιό χριστιανικό Ναό τῶν ἁγίων Σεργίου καί Βάκχου.
Τό 922, στίς 12 Μαΐου ό Ὅσιος Θεόδωρος ἀπέθανε καί λίγο καιρό μετά τό θάνατό του ναῦτες περαστικοί ἀπό τά Κύθηρα βρῆκαν ἄθικτο τό λείψανό του.
Τρία χρόνια ἀργότερα, τό 925, Μονεμβασιῶτες ἔθαψαν τό λείψανο τοῦ ἁγίου.
Ἡ παλιά ἐκκλησία τῶν ἁγίων Σεργίου καί Βάκχου ξαναχτίστηκε ἀπό Μονεμβασιῶτες καί ἀφιερώθηκε στόν Ὅσιο Θεόδωρο.
Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου δημιουργήθηκε μοναστήρι, τό ὁποῖο ἀπέκτησε περιουσία, τήν ὁποία καλλιεργοῦσαν οἱ ἱερωμένοι, κοσμικοί καί μοναχοί.
Τό χρονικό τοῦ Κυθήριου μονάχου Χειλᾶ ἀποτελεῖ πολυτιμότατη πηγή γιά τήν ἱστορία τοῦ μοναστηριοῦ.
Εἶναι μιά ἔκθεση - ἀναφορά πρός τούς Βενιέρους, ἡ ὁποία ἐγράφη περί τό 1460.
Γύρω στά 1630 ὁ Ἐπίσκοπος Κυθήρων Ἀθανάσιος Βαλεριανός ἀνακαίνισε τό Ναό τοῦ Ὁσίου, στόν ὁποῖο ἔγιναν διάφορες μετατροπές καί προσθῆκες.
Γύρω στά 1630 ὁ Ἐπίσκοπος Κυθήρων Ἀθανάσιος Βαλεριανός ἀνακαίνισε τό Ναό τοῦ Ὁσίου, στόν ὁποῖο ἔγιναν διάφορες μετατροπές καί προσθῆκες.
-----------------------------------
Πηγή: imkythiron.gr
-----------------------------------