-Εντούτοις, είπε ο πατέρας, έχομε πει πως όπως τον βρίσκουμε τον καιρό θα τον αρμενίζουμε. Κι αφού αποφάσισε ο νέος χρόνος να μας έρθει ντυμένος στα πάλλευκα, εν λευκώ κι εμείς τον καλωσορίζουμε και βγάλτε γρήγορα τις μύτες κάτω από τα σεντόνια να πάμε να λειτουργηθούμε. Άγιος Βασίλης είναι αυτός, δεν θα τον αφήσουμε ατίμητο στην μέρα του.
- Μπαμπά γιατί τον βάλανε τον Άγιο Βασίλη την πρώτη τού χρόνου να τον γιορτάζουμε και δεν βάλανε τον Αη Γιώργη που είναι και δίπλα στο σπίτι μας η εκκλησία του, να μην τρέχουμε μέσα στα χιόνια, ρώτησε η εννιάχρονη Αργυρώ τον πατέρα της, ξεπροβάλλοντας το μελαχρινό της κεφαλάκι κάτω από τις κουβέρτες, με απροθυμία μεν στο να ξεφύγει από τη ζεστασιά του κρεβατιού , μα και με πόθο ταυτόχρονα να βγει γρήγορα έξω και να πιάσει τις χιονιές με τ’ άλλα τα παιδιά.
Σπάνιο ήταν στο νότιο νησί το να πέσει χιόνι, αλλ’ ευτυχώς το χωριό τους ήταν το ορεινότερο του νησιού κι όταν ευδοκούσαν ο Θεός κι ο Βοριάς και το έφερναν προς τα μέρη τους, άσπριζε πρώτο και καλύτερο το μικρό τους τούτο χωριό, που τα σπιτάκια του σαν πρόβατα έβοσκαν στη βορειοανατολική πλαγιά της Βίγλας, του ψηλότερου βουνού του νησιού. Επομένως, σκεπτόταν η Αργυρώ, καλό το χουζούρι, αλλά δεν πρέπει να χάσουμε και την ευκαιρία. Τα χιόνια μοιάζουν σαν όλες τις χαρές, σε δύο μέρες λιώνουν και τελειώνουν.
-Διότι ο Άη Βασίλης πάει παντού με τα πόδια ο καημένος κι επειδή κάποιος με άγια πόδια πρέπει να μας κάνει καλό ποδαρικό, γι’ αυτό τον βάλανε και τον γιορτάζουμε πρωτοχρονιά, Αργυρώ μου, είπε ο πατέρας. Να ‘ χουμε όλο το χρόνο ευλογία από καλό ποδαρικό. Ο Αη Γιώργης είναι καβάλα στ’ άλογο. Τ’ άλογο θέλατε να μας κάμει ποδαρικό με τα τέσσερά του πόδια; Άντε σηκωθείτε τώρα!
-Μπαμπά, ο Άγιος Βασίλης έχει φτερά και μπαίνει από τις καμινάδες, δεν έχει πόδια. Άλλα μας λες το βράδυ, άλλα το πρωί; φώναξε κάπως θυμωμένη με την ανακολουθία των λόγων τού πατέρα, η μικρότερη , η κοκκινομάλλα η Βασιλικούλα, χωμένη μέσα στις πατανίες ακόμα κι αυτή.
- Άντε χαδούλια μου, άντε πάνω τώρα, άντε κι έχουμε και τη γιορτούλα σου μικρό μου σήμερα και ποιος τις χάρες σου, τις χάιδεψε τρυφερά στα κεφαλάκια η μητέρα και τις δυο.
Οι εποχές λοιπόν εκείνες της υλικής φτώχειας και των ελλιπών μέσων, που οι άνθρωποι όμως ήσαν ήσυχοι και ήρεμοι και ευθείς και δίκαιοι και ζούσαν απλά, με αγάπη μέσα σε όμορφες και συμπαγείς οικογένειες που συνέθεταν μια ιδιαζόντως ανθρώπινη κοινωνία, με αξίες, με ήθη, με έθιμα πολλά κι όχι με πολλούς πολλούς νόμους, όχι ως πλήθη μέσα σε μία απρόσωπη πόλη, αλλά ως πρόσωπα μέσα σε ένα ανθρώπινο χωριό, χωρίς μεγάλη ευμάρεια αγαθών, αλλά με πλήρη ευδαιμονία πνευμάτων, οι εποχές εκείνες από απόψεως ευτυχίας ήσαν απείρως ευτυχέστερες από τις εποχές τούτες που πλούσιες και καλά οργανωμένες χώρες με πομπώδεις αγορές της αφθονίας και με χρήμα ρέον ως ποταμός, βρίθουν όμως από κακέκτυπα ανθρώπων, ανθρωπάρια φοβισμένα και δυστυχισμένα, χαμερπείς υπάρξεις που δεν ζουν, αλλ’ απλώς διαβιούν επί του φλοιού του δεδοξασμένου τούτου πλανήτη.
Οι λέξεις άστεγος, καταχρεωμένος, καταθλιπτικός, μάνατζερ, τεχνοκράτης, τρομοκράτης και άλλες πολλές παρόμοιες και εξίσου επώδυνες δεν ήσαν καταχωρημένες στο λεξιλόγιο του κόσμου εκείνου. Και ο πιθανός Θεός ήταν πολύ πιο πιθανόν ότι είναι εγκατεστημένος στις ψυχές εκείνων των αγνών και άρα υπαρκτός, παρά στα παλάτια των σημερινών ευδαιμόνων του χρήματος και της αδικίας που τον καθιστούν ανύπαρκτο και ξένον προς την ανθρώπινη φύση και φίλιο καθιστούν το δαίμονα με τις γελοίες υπάρξεις τους.
Μετά τον τριήμερο χιονιά, ένας Ήλιος εκλαμπρότατος είχε ανέβει σήμερα ψηλά, στο ημικύκλιο του Νότου και μία πλήρης νηνεμία επικρατούσε επί της λευκοφορεμένης νήσου. Ένας ολόλευκος παράδεισος με φόντο το απέραντο βαθύ μπλε των γύρω του νησιού τεσσάρων πελάγων και του Λακωνικού κόλπου προς βοράν συνέθεταν μία εικόνα απερίγραπτου κάλλους και μέσα στη θεία αυτή εικόνα, κυρίαρχες οι ψυχές των ανθρώπων πάνω σε σώματα σφριγηλά που εόρταζαν την έλευση ενός νέου χρόνου, χρόνου ατελεύτητου, απέραντου και μη μετρήσιμου μεν, μα για τις ανάγκες της ζωής, μετρημένου.
Κατά τις δέκα είχε τελειώσει η εκκλησία. Στο κατάλευκο προαύλιό της είχε ξεχυθεί χαρούμενος και φωτεινός όλος ο κόσμος του χωριού, γέροντες με τα κασκέτα τους και γριές με τις τσεμπέρες τους, μεσήλικες με όμορφη την ωριμότητα πάνω τους, έφηβοι θαλεροί με κατακόκκινα μάγουλα και χείλη, παιδιά όμοια με πουλιά της απεραντοσύνης κι όλοι αντάλλασαν μεταξύ τους φιλιά και ευχές και λόγια καλά αγάπης, χαρούμενοι που αξιώθηκαν σε άλλο ένα βήμα μέσα στο χρόνο που τους αναλογεί.
Τι όμορφο που είναι να ζεις!! Να ζεις και να χαίρεσαι μέσα στο άπλετο της φύσης το κάλλος, μέσα στις άδολες καρδιές συνανθρώπων μη εγωιστών. Να ευδαιμονείς ενώπιον του ελαχίστου νοιώθοντας πολύς. Ω, μέγα μυστήριο της ζωής, ας ήταν να μη σε εξευτέλιζαν ποτέ οι ζώντες. Και τούτοι δω οι ζώντες σε τούτο τον επίγειο παράδεισο, όχι μόνο δεν εξευτέλιζαν το μέγα μυστήριο της ζωής, όπως κάνουν οι τρέχουσες σήμερα κοινωνίες των πολλών καλοταϊσμένων, αλλά τουναντίον το αναδείκνυαν σε αυτό που πράγματι είναι. Ως μέγιστη εύνοια του σύμπαντος προς την ύλη, ως μέγα δώρο του άνω όντος στα όντα τα μικρά.
- Μπάρμπα Παπά, από κόρακα σε κάμαμε γλάρο , φώναζε και γελούσε ο μικρός ο Δημητρός κι όλα μαζί τα παιδιά είχαν περιλάβει στις χιονομπαλιές τον αγαθό παπα Μανώλη που έσκυβε από εδώ, έσκυβε από εκεί, μα δεν τις απέφευγε τις μπαλιές και κάθε φορά που του ερχόταν μια στα ράσα, ευλόγαγε γελώντας τον πιτσιρικά που την αμόλυσε κι όλο μουρμούριζε:
-Ευλοημένα να είστε παιδία μου αγαπητά, λευκά σαν τα χιόνια, ψυχούλες μου γλυκές, ασπρίστε τον, ασπρίστε τον και τον παπά που είναι μαύρος από τις αμαρτίες των μεγάλων και τις δικές του. Που να φανταζόταν , ο αείμνηστος , ποιες είναι αληθώς οι αμαρτίες, που να ‘βλέπε τούτες, που συλλήβδην πια τις ζει ο εκπολιτισμένος κόσμος που όλο για πρόοδο ομιλεί κι όλο φθορά παράγει.
Η γειτονιά τώρα μοσχομύριζε παντού ξύλο ελιάς που καιγόταν στο τζάκι. Και μέσα στα γιορτινά τραπέζια τής κάθε οικογένειας μοσχομύριζαν οι βασιλόπιτες και τα άλλα αγνά εδέσματα που όλα ήταν παράγωγα των χειρών και του ιδρώτος των ανθρώπων που καλλιεργούσαν τη γη, των ωραίων εκείνων γυναικών που μετέτρεπαν τα δώρα της γης σε εκλεχτά τραπεζώματα, όλα ήσαν παράγωγα και όχι αγοραία. Κι η ευτυχία τού να παράγεις τα όσα σε θρέφουν είναι ανεκτίμητη.
Και στο γιορτινό τραπέζι της οικογένειας του Νικόλα Καρσούρη ήσαν όλα έτοιμα, καλοστρωμένα και ευωδιαστά , αγνά και όμορφα σαν το κάλλος της ζωής. Οι δυο γονείς και τα δυο κορίτσια είχαν πάρει θέση γύρω από το τραπέζι. Έλειπε μόνο το παλληκάρι τους, ο Γιώργης. Ο γλυκύς και ευαίσθητος εκείνος δεκαπεντάχρονος έφηβος που μέσα του ήδη είχε αρχίσει και παλλόταν ο έρωτας με όλα του τα ταμπούρλα καλοκουρδισμένα. Εκείνος είχε πάει και είχε κλειστεί στην κάμαρά του και έγραφε.
Του άρεσε να γράφει, σε απομίμηση τροπαρίων, ύμνους. Αλλ’ ύμνους για εκείνον τον Θεό που τώρα κυριαρχούσε στην ύπαρξή του. Τον φώναξαν δύο τρεις φορές, μα εκείνος αργούσε. Ο πατέρας έτρεξε προς την κάμαρά του. Τον είδε που έγραφε.
-Άσε μωρέ λεβέντη μου το γράψιμο κι έλα στο τραπέζι. Πάλι τροπάρια γράφεις;
Ο Γιώργης τσαλάκωσε βιαστικά το χαρτί, μα ο πατέρας τού το πήρε από τα χέρια. Ο νεαρός έγινε παντζάρι. Τον πήρε από το χέρι και πήγαν στο τραπέζι που η μητέρα με τις δυο κόρες τους τούς περίμεναν. Ο πατέρας ξετσαλάκωσε το χαρτί και άρχισε να απαγγέλει:
Τροπάριο έρωτος
Με καταφιλείς με το στόμα των ουρανών σου,
ωραιότητα
κι από τα μάτια σου στάζει βροχή της ψυχής,
αστερόμορφή μου αγάπη,
άχραντη κι αγνή και μεγάλη
σαν του Θεού τη φωνή.
Τα ματόκλαδά σου…τα ματόκλαδά σου
τα γεμάτα με φως προσκυνώ,
θυγατέρα του έρωτά μου,
μέγα μυστήριο της ζωής,
θηλυκό μου απέραντο.
Μες στο χορό των ωρών,
μέσα στο άνακρο σύμπαν,
ας είναι αιώνια η ορμή σου,
η που κουμαντάρει τα σπλάχνα μου,
Έρωτα και Θεέ μου,
συ της ζωής χορηγέ,
θείε κι ακατάληπτε!
Με καταφιλείς με το στόμα των ουρανών σου,
ωραιότητα
κι από τα μάτια σου στάζει βροχή της ψυχής,
αστερόμορφή μου αγάπη,
άχραντη κι αγνή και μεγάλη
σαν του Θεού τη φωνή.
Τα ματόκλαδά σου…τα ματόκλαδά σου
τα γεμάτα με φως προσκυνώ,
θυγατέρα του έρωτά μου,
μέγα μυστήριο της ζωής,
θηλυκό μου απέραντο.
Μες στο χορό των ωρών,
μέσα στο άνακρο σύμπαν,
ας είναι αιώνια η ορμή σου,
η που κουμαντάρει τα σπλάχνα μου,
Έρωτα και Θεέ μου,
συ της ζωής χορηγέ,
θείε κι ακατάληπτε!
-Εύγε, Γιώργη μου, εύγε! Μου αρέσει που θα γίνεις ποιητής, του είπε ο πατέρας και τον φίλησε στο μέτωπο. Το ποίημά σου το αφιερώνω στη μητέρα σας, τον θησαυρό του σπιτικού μας.
Οι δύο γονείς δάκρυσαν. Τι ευτυχία! Η ευλογία του έρωτα, λευκή σαν το χιόνι στην αυλή τους, είχε επικαθήσει και στην ψυχή του γιου τους. Δάκρυσαν και τα δύο κοριτσάκια, μη ξέροντας τίποτα ακόμα για τον έρωτα, μα λευκά ως η χιών, έτοιμα να τον υποδεχθούν μετά από λίγες ακόμα Πρωτοχρονιές ήσαν. Δάκρυσε και κοκκίνισε πολύ και ο Γιώργης κι είπε ψιθυριστά.
-Σ’ ευχαριστώ πατέρα που δεν με μάλωσες, που με παίνεσες. Σας αγαπώ πολύ όλους εσάς, άνθρωποί μου!
Όταν είσαι ερωτευμένος με τη ζωή, αγαπάς όλην την ανθρωπότητα!
Ω , ανθρωπιά! Κι εσύ, ω μέγιστη αγία αμαρτία, πόσο όμορφα ξεφύτρωσες και σήμερα μέσα σε τούτο το πάλλευκο νησιώτικο τοπίο! Πόσο αισιόδοξα πρόβαλες σαν ανεμώνη μέσα στο χιόνι κάτω από αυτόν τον υπέρθεο ουρανό, περιτριγυρισμένη από τούτη τη γαλάζια απεραντοσύνη της θάλασσας!
Μέσα σε τούτα τα Αγιοβασιλιάτικα χιόνια πόσο λαμπρά δόξασες πάλι τη ζωή!
-------------------------------------------------------------------------------------------
Διήγημα του Γιώργη Δρυμωνιάτη από τη συλλογή: "Με ρακί και με στραγάλια"
(αφηγήσεις τσιριγώτικης κουλτούρας)
-------------------------------------------------------------------------------------------
-------------------------------------------------------------------------------------------
Διήγημα του Γιώργη Δρυμωνιάτη από τη συλλογή: "Με ρακί και με στραγάλια"
(αφηγήσεις τσιριγώτικης κουλτούρας)
-------------------------------------------------------------------------------------------