Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2018

Εκτός Ευρώπης το 66% των ψαριών που τρώμε

Με δεδομένο ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των ψαριών που καταναλώνονται στην Ευρώπη δεν προέρχεται από τα εθνικά της ύδατα, η Ε.Ε. φέρει ευθύνη για τις κακές ή παράνομες πρακτικές που ακολουθούν αλιευτικοί στόλοι ανά τον κόσμο. Ενας νέος κανονισμός που εγκρίθηκε προχθές από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θέτει τη βάση για περισσότερη διαφάνεια και αυστηρότερους ελέγχους στους αλιευτικούς στόλους που δρουν εκτός κοινοτικών υδάτων. Ωστόσο, όπως επισημαίνει η Σουηδή εισηγήτρια του κανονισμού, η Ε.Ε. οφείλει να λάβει πιο τολμηρές αποφάσεις αν θέλει πραγματικά να συμβάλει στην καταπολέμηση της υπεραλίευσης.


Στην Ελλάδα το 66% των ψαριών που καταναλώνονται εισάγεται. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κάθε χρόνο εισάγονται 5 εκατ. τόνοι ψαριών, ενώ μόλις 2,75 εκατ. τόνοι αλιεύονται από κοινοτικά νερά (έκθεση WWF 2017). Επομένως, η ευθύνη της Ε.Ε. για το πώς αλιεύονται οι ποσότητες αυτές και τις επιπτώσεις των αλιευτικών πρακτικών στο περιβάλλον δεν είναι θεωρητική. Το ζήτημα έχει αρχίσει να ανεβαίνει στην ευρωπαϊκή ατζέντα τα τελευταία χρόνια και ως αποτέλεσμα γίνονται οι πρώτες συστηματικές προσπάθειες για να τεθούν κανόνες για την αλιεία εκτός ευρωπαϊκών υδάτων. Προχθές το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε έναν τέτοιο κανονισμό, που θεσπίζει αυστηρούς, διαφανείς και εναρμονισμένους κανόνες για την έκδοση και διαχείριση αδειών αλιείας για ενωσιακά αλιευτικά σκάφη που δραστηριοποιούνται εκτός ενωσιακών υδάτων και για ξένα σκάφη που αλιεύουν εντός ενωσιακών υδάτων. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην αποθάρρυνση των μετανηολογήσεων, της «αλλαγής σημαίας» δηλαδή από ευρωπαϊκές εταιρείες, ώστε να αποφύγουν τους κοινοτικούς κανόνες.

Πόσο αποτελεσματικές όμως είναι οι κινήσεις της Ε.Ε.; «Η πραγματικότητα είναι ότι εξακολουθούμε να μη διαχειριζόμαστε τα ιχθυοαποθέματά μας με βιώσιμο τρόπο», λέει στην «Κ» η Linnea Engstrom, εισηγήτρια του κανονισμού και ευρωβουλευτής των Πρασίνων. «Ιστορικά η κοινή αλιευτική πολιτική ξεκίνησε ως μια προσπάθεια να καλυφθούν οι ανάγκες σίτισης του ευρωπαϊκού πληθυσμού και τις πρώτες μετά τον πόλεμο δεκαετίες δεν υπήρχε πρόβλημα. Τα προβλήματα ξεκίνησαν τις δεκαετίες του ’80 και ’90, οπότε και άρχισαν να φαίνονται σημάδια υπεραλίευσης. Και παρότι από το 2012 έχουμε αναθεωρήσει την κοινή αλιευτική πολιτική, η κατάσταση παραμένει σήμερα ανησυχητική. Δεν διαχειριζόμαστε τα ιχθυοαποθέματά μας με αειφορικό τρόπο». Ενα από τα βασικά προβλήματα είναι ο τρόπος εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας, καθώς επιτρέπει μεγάλα περιθώρια παρεκκλίσεων.

«Πρόσφατα διαπραγματευθήκαμε δύο ετήσια σχέδια αλιείας, για τη Βαλτική και την προηγούμενη εβδομάδα για τη Βόρεια Θάλασσα. Ομως εξακολουθούν να επιτρέπουν την υπεραλίευση. Εχουμε δηλαδή μια οπισθοχώρηση», εξηγεί η κ. Engstrom.

Η Ε.Ε. έχει θέσει στόχο το 2020 η αλιεία να είναι βιώσιμη, δηλαδή να επιτρέπει την ανάκαμψη των πληθυσμών. Η κ. Engstrom εκτιμά ότι ο στόχος αυτός είναι εξαιρετικά απίθανο να επιτευχθεί. «Οι επισημάνσεις των επιστημόνων εξακολουθούν να αγνοούνται και τα όρια που τίθενται στην αλίευση παραμένουν πολύ υψηλά», εξηγεί. Κατά τη Σουηδή ευρωβουλευτή, η Ε.Ε. πρέπει να κάνει πιο αποφασιστικά βήματα, όπως να θέσει κανόνες για τα είδη και τις ποσότητες που εισάγονται στην Ε.Ε., επηρεάζοντας έτσι τις αλιευτικές πρακτικές. «Πλέον παίρνουμε μια πρωτοβουλία για να θέσουμε κριτήρια για τα ψάρια που αλιεύονται εκτός κοινοτικών υδάτων, γιατί είναι μια αλιεία με χαμηλότερα στάνταρ, κοινωνικά και περιβαλλοντικά. Είναι ένα ζήτημα που αφορά και την ανταγωνιστικότητα του ευρωπαϊκού αλιευτικού στόλου», αναφέρει.
-------------------------------------------------------
Πηγή: Καθημερινή-Γιώργος Λιάλιος 
--------------------------------------------------------