Σάββατο 7 Μαΐου 2016

Eκδήλωση στη μνήμη της Ρόζας Κασιμάτη.

Μια υπέροχη και ιδιαιτέρως συγκινητική εκδήλωση είχαμε την τύχη να παρακολουθήσουμε την Παρασκευή 6 Μαϊου 2016, στην αίθουσα του Κυθηραϊκού Συνδέσμου στην Χώρα Κυθήρων,αφιερωμένη στην Ρόζα Κασιμάτη,μητέρα του Λευκάδιου Χερν, εθνικού ποιητή της Ιαπωνίας.
Στην εκδήλωση μας καλωσόρισε ο Κλεομένης Πετρόχειλος, Καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος και ιδιοκτήτης της ιστορικής οικίας της Ρόζας Κασιμάτη στα Κύθηρα.

Στην εκδήλωση χαιρέτησαν:
Παναγιώτης Χατζηπέρος,Αντιπεριφερειάρχης Αττικής,
Ευστράτιος Χαρχαλάκης, Δήμαρχος Κυθήρων και Αντικυθήρων,
Masuo Nishibayashi, Πρέσβης της Ιαπωνίας στην Ελλάδα,
Noel Kilkenny, Πρέσβης της Ιρλανδίας στην Ελλάδα,
Kλώντια Καρύδη, Αντιπρόεδρος Public Affairs στο Αμερικάνικο Κολλέγιο Ελλάδος.
Bon Koizumi,Καθηγητής του Πανεπιστημίου Shimane και δισέγγονος του Λευκάδιου Χερν,
Ελένη Χάρου-Κορωναίου, Φιλόλογος, Ιστορικός και Ερευνήτρια,
Γεώργιος Λεοντσίνης, Ομότιμος Καθηγητής της Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας και της Διδακτικής της Ιστορίας στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

















 Λευκάδιος Χερν:

Ο Χερν γεννήθηκε στη Λευκάδα, από όπου πήρε και το όνομά του, στις 27 Ιουνίου του 1850.
Ήταν γιος του χειρουργού ταγματάρχη Τσαρλς Μπους Χερν (από την Κομητεία Όφαλι της Ιρλανδίας) και της Ρόζας Αντωνίου Κασιμάτη, Ελληνίδας ευγενούς καταγωγής από τα Κύθηρα, από τον πατέρα της Αντώνιο Κασιμάτη.

Ο πατέρας του υπηρετούσε στη Λευκάδα, κατά τη διάρκεια της βρετανικής κατοχής των Επτανήσων, όπου ήταν ο πιο υψηλόβαθμος χειρουργός στο σύνταγμά του.
Ο Λευκάδιος βαφτίστηκε Πατρίκιος Λευκάδιος Χερν στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στη Λευκάδα, αλλά φαίνεται ότι στα Αγγλικά ονομαζόταν Patricio Lafcadio Tessima Carlos Hearn.
Οι γονείς του Χερν παντρεύτηκαν με ελληνικό ορθόδοξο γάμο στις 25 Νοεμβρίου 1849, μερικούς μήνες αφού η μητέρα του είχε γεννήσει το πρώτο παιδί του ζευγαριού και μεγαλύτερο αδελφό του Χερν, Τζορτζ Ρόμπερτ Χερν, στις 23 Ιουλίου 1849.

Ο Τζορτζ Χερν πέθανε στις 17 Αυγούστου 1850, δύο μήνες μετά τη γέννηση του Λευκάδιου. Το σπίτι όπου έζησε ο μικρός Λευκάδιος στη Λευκάδα υπάρχει ακόμα.
Μία πολύπλοκη σειρά διενέξεων και γεγονότων κατέληξαν να μετακομίσει ο Λευκάδιος Χερν, σε ηλικία δύο ετών, από την Ελλάδα στην Ιρλανδία, όπου εγκαταλείφθηκε πρώτα από τη μητέρα του (που τον άφησε στη φροντίδα της θείας του συζύγου της), στη συνέχεια από τον πατέρα του και τελικά από τη θεία του πατέρα του, η οποία είχε οριστεί κηδεμόνας του.

Το 1850 ο πατέρας του Χερν προήχθη σε Υπηρεσιακό Χειρουργό Δεύτερης Τάξης και μετατέθηκε από τη Λευκάδα στις Βρετανικές Δυτικές Ινδίες (στην Καραϊβική). Καθώς η οικογένειά του δεν ενέκρινε τον γάμο και ανησυχούσε ότι η σχέση του θα μπορούσε να βλάψει τις προοπτικές για τη σταδιοδρομία του, ο Τσαρλς Χερν δεν ενημέρωσε τους ανωτέρους του για το γιο του ή την έγκυο σύζυγό του και άφησε πίσω του την οικογένειά του.

Το 1852 ο Τσαρλς Χερν κανόνισε να στείλει το γιο και τη σύζυγό του να ζήσουν μαζί με την οικογένειά του στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας, όπου έτυχαν ψυχρής υποδοχής. Η μητέρα του Τσαρλς Χερν, Ελίζαμπεθ Χολμς Χερν, δυσκολευόταν να αποδεχθεί τον καθολικισμό της Ρόζας Χερν και την έλλειψη παιδείας της (ήταν αναλφάβητη και δε μιλούσε καθόλου Αγγλικά). Και η Ρόζα δυσκολευόταν να υιοθετήσει μια ξένη κουλτούρα και τον προτεσταντισμό της οικογένειας του συζύγου της και τελικά περιήλθε υπό την προστασία της αδερφής της Ελίζαμπεθ, Σάρας Χολμς Μπρέναν, χήρας που είχε προσηλυτισθεί στον καθολικισμό.
Παρά τις προσπάθειες της Σάρας Μπρέναν, η Ρόζα υπέφερε από νοσταλγία για την πατρίδα της. Όταν ο σύζυγός της επέστρεψε στην Ιρλανδία με αναρρωτική άδεια το 1853, κατέστη σαφές ότι το ζευγάρι είχε αποξενωθεί. Ο Τσαρλς Χερν μετατέθηκε στην Κριμαία, αφήνοντας πάλι έγκυο γυναίκα και παιδί στην Ιρλανδία.

Όταν επέστρεψε το 1856, σοβαρά τραυματισμένος, η Ρόζα είχε επιστρέψει στην πατρίδα της στα Κύθηρα, στην Ελλάδα, όπου γέννησε τον τρίτο γιο τους, Ντάνιελ Τζέιμς Χερν. Ο Λευκάδιος είχε αφεθεί στη φροντίδα της Σάρας Μπρέναν.

Ο Τσαρλς Χερν υπέβαλε αίτηση να ακυρωθεί ο γάμος με τη Ρόζα, στηριζόμενος στην απουσία της υπογραφής της από το γαμήλιο συμβόλαιο, πράγμα που τον καθιστούσε άκυρο, σύμφωνα με τον αγγλικό νόμο. Όταν πληροφορήθηκε την ακύρωση η Ρόζα παντρεύτηκε αμέσως τον Τζιοβάνι Καβαλίνι, Έλληνα πολίτη ιταλικής καταγωγής, που αργότερα διορίστηκε από τους Βρετανούς κυβερνήτης των Αντικυθήρων. Ο Καβαλίνι έθεσε ως προϋπόθεση του γάμου να παραδώσει την επιμέλεια και του Λευκάδιου και του Τζέιμς. Έτσι ο Τζέιμς στάλθηκε στον πατέρα του στο Δουβλίνο και ο Λευκάδιος παρέμεινε υπό τη φροντίδα της Σάρας Μπρέναν (η Μπρέναν είχε αποκληρώσει τον Τσαρλς λόγω της ακύρωσης του γάμου). Ούτε ο Λευκάδιος ούτε ο Τζέιμς ξαναείδαν ποτέ τη μητέρα τους, που απέκτησε τέσσερα παιδιά από τον δεύτερο σύζυγό της.

Η Ρόζα τελικά εισήχθη στο Δημόσιο Ψυχιατρείο-Άσυλο στην Κέρκυρα, όπου πέθανε το 1882.
Ο Τσαρλς Χερν, που είχε αφήσει τον Λευκάδιο στη φροντίδα της Σάρας Μπρέναν τα τελευταία τέσσερα χρόνια, την όρισε τώρα μόνιμη κηδεμόνα του. Παντρεύτηκε την παιδική του αγάπη Αλίσια Γκόσλιν, τον Ιούλιο του 1857, και έφυγε με τη νέα του σύζυγο για απόσπαση στο Σεκουντεραμπάντ της Ινδίας, όπου απέκτησαν τρεις κόρες πριν τον θάνατο της Αλίσια το 1861. Ο Λευκάδιος δεν ξαναείδε ποτέ τον πατέρα του: o Tσαρλς Χερν πέθανε από ελονοσία στον Κόλπο του Σουέζ το 1866.

Το 1857, σε ηλικία επτά ετών, και παρά το γεγονός ότι και οι δύο γονείς του ζούσαν ακόμη, ο Χερν έγινε μόνιμα κηδεμονευόμενος της γιαγιάς-θείας του Σάρας Μπρέναν που μοίραζε τη διαμονή της μεταξύ του Δουβλίνου τους χειμερινούς μήνες, του κτήματος του συζύγου της στο Τράμορ στις ακτές της Νότιας Ιρλανδίας και μιας κατοικίας στο Μπάνγκορ της Βόρειας Ουαλλίας. Η Μπρέναν απασχολούσε επίσης ένα δάσκαλο κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς, για να παρέχει τη βασική εκπαίδευση και τα βασικά στοιχεία του καθολικού δόγματος. Ο Χερν άρχισε να εξερευνά τη βιβλιοθήκη της Μπρέναν και να διαβάζει πολύ ελληνική λογοτεχνία, ιδιαίτερα μυθολογία.

Το 1861 η θεία του Χερν, γνωρίζοντας ότι ο Χερν απομακρυνόταν από τον καθολικισμό και με την παρότρυνση του Χένρι Χερν Μολινέ, συγγενούς του τελευταίου συζύγου της και μακρινού ξάδερφου του Χερν, τον ενέγραψε στο Εκκλησιαστικό Ινστιτούτο, καθολική εκκλησιαστική σχολή στο Υβετό της Γαλλίας. Οι εμπειρίες του Χερν στη σχολή επιβεβαίωσαν την ισόβια πεποίθησή του ότι η χριστιανική εκπαίδευση αποτελείτο από «συμβατική βαρεμάρα και ασχήμια και βρώμικη αυστηρότητα και μούτρα και ιησουιτισμό και φοβερή στρέβλωση των παιδικών εγκεφάλων».

Ο Χερν έμαθε άπταιστα Γαλλικά και θα μετέφραζε αργότερα στα Αγγλικά τα έργα του Γκυ ντε Μωπασσάν, που συμπτωματικά φοίτησε στη σχολή αμέσως μετά την αποχώρηση του Χερν.
Το 1863, πάλι με υπόδειξη του Μολινέ, ο Χερν ενεγράφη στο Σεντ Κάθμπερτς Κόλετζ στο Άσοου, καθολική θεολογική σχολή, το σημερινό Πανεπιστήμιο του Ντάραμ στη βορειοανατολική Αγγλία. Στο περιβάλλον αυτό ο Χερν υιοθέτησε το παρατσούκλι Πάντι, για να προσαρμοσθεί καλύτερα, και ήταν ο πρώτος μαθητής στην αγγλική έκθεση επί τρία χρόνια.

Σε ηλικία δεκαέξι ετών, στο Άσοου, ο Χερν τραυμάτισε το αριστερό του μάτι από ατύχημα στην αυλή του σχολείου. Το μάτι μολύνθηκε και, παρά τις επισκέψεις σε ειδικούς στο Δουβλίνο και στο Λονδίνο και ένα χρόνο αναρρωτικής απουσίας από το σχολείο, τυφλώθηκε. Ο Χερν είχε επίσης αυξημένη μυωπία, έτσι ο τραυματισμός του τον άφησε με μόνιμα μειωμένη όραση, αναγκάζοντάς τον να μεταφέρει ένα μεγεθυντικό φακό για κοντινή εργασία και ένα τηλεσκόπιο τσέπης για να βλέπει οτιδήποτε σε μη κοντινή απόσταση (ο Χερν απέφευγε τα γυαλιά, πιστεύοντας ότι σταδιακά θα αδυνάτιζαν περισσότερο την όρασή του). Η ίριδα ήταν μόνιμα ξεθωριασμένη και έκανε τον Χερν νευρικό για την εμφάνισή του για το υπόλοιπο της ζωής του, κάνοντάς τον να καλύπτει το αριστερό του μάτι όταν συνομιλούσε και να ποζάρει για φωτογραφίες προφίλ, ώστε να μη φαίνεται το αριστερό του μάτι.

Το 1867 ο Χένρι Μολινέ, που είχε γίνει οικονομικός διαχειριστής της Σάρας Μπρέναν, χρεοκόπησε μαζί της. Δεν υπήρχαν χρήματα για δίδακτρα και ο Χερν εστάλη στο Ηστ Εντ του Λονδίνου να ζήσει με την πρώην υπηρέτρια της Μπρέναν. Αυτή και ο σύζυγός της δεν είχαν χρόνο ή χρήματα για τον Χερν, που περιφερόταν στους δρόμους, περνούσε την ώρα του σε πτωχοκομεία και γενικά ζούσε ξεριζωμένος άσκοπα. Κυριότερες πνευματικές του δραστηριότητες αποτελούσαν επισκέψεις σε βιβλιοθήκες και στο Βρετανικό Μουσείο.
Το 1869 ο Χένρι Μολινέ είχε ανακτήσει κάποια οικονομική σταθερότητα και η Μπρέναν, στα 75 της, ήταν ανάπηρη. Αποφασίζοντας να σταματήσει να ξοδεύει για τον δεκαεννιάχρονο Χερν, αγόρασε ένα μονής κατεύθυνσης εισιτήριο για τη Νέα Υόρκη και έδωσε οδηγίες στον Χερν να πάει στο Σινσινάτι, να βρει την αδελφή του Μολινέ και τον σύζυγό της, Τόμας Κάλιναν, και να έχει τη βοήθειά τους για να ζήσει. Οταν συναντήθηκε με τον Χερν στο Σινσινάτι, η οικογένεια δεν είχε πολλά να του δώσει. Ο Κάλιναν του έδωσε 5 δολάρια και του ευχήθηκε καλή τύχη. Όπως θα έγραφε αργότερα ο Χερν «Πετάχτηκα για να αρχίσω τη ζωή μου άφραγκος στο πεζοδρόμιο μιας αμερικανικής πόλης».

Για κάποιο διάστημα ήταν εξαθλιωμένος, ζούσε σε στάβλους ή αποθήκες σε αντάλλαγμα για χαμαλοδουλειές. Τελικά έγινε φίλος με τον Άγγλο τυπογράφο και κοινοτιστή Χένρι Γουότκιν, που τον απασχόλησε στο τυπογραφείο του, τον βοήθησε να βρει διάφορες δουλειές του ποδαριού, του δάνειζε βιβλία από τη βιβλιοθήκη του, περιλαμβανομένων των ουτοπιστών Φουριέ, Ντίξον και Νόις, και του έδωσε ένα παρατσούκλι, που του κόλλησε για το υπόλοιπο της ζωής του, Το Κοράκι, από το ποίημα του Πόε.

Ο Χερν σύχναζε επίσης στη Δημόσια Βιβλιοθήκη του Σινσινάτι, που εκείνη την εποχή είχε περίπου 50.000 τόμους. Την άνοιξη του 1871 μια επιστολή από τον Χένρι Μολινέ τον πληροφόρησε για το θάνατο της Σάρας Μπρέναν και τον ορισμό του Μολινέ ως μοναδικού εκτελεστή της διαθήκης. Αν και η Μπρέναν τον είχε ορίσει ως δικαιούχο μιας ετήσιας προσόδου όταν έγινε κηδεμόνας του, ο Χερν δεν πήρε τίποτα από την περιουσία και δεν ξαναείχε ποτέ νέα από τον Μολινέ.

Με τη δύναμη του ταλέντου του ως συγγραφέα, ο Χερν έπιασε δουλειά ως δημοσιογράφος στο The Cincinnati Enquirer, εργαζόμενος για την εφημερίδα από το 1872 ως το 1875.
Γράφοντας με δημιουργική ελευθερία σε μια από τις μεγαλύτερες εφημερίδες που κυκλοφορούσαν στο Σινσινάτι, έγινε γνωστός για τις μακάβριες περιγραφές τοπικών φόνων, καλλιεργώντας τη φήμη του κορυφαίου συγκλονιστικού δημοσιογράφου της εφημερίδας, καθώς και του συγγραφέα των ευαίσθητων περιγραφών μερικών από τα μειονεκτούντα άτομα του Σινσινάτι.

Αφότου μία από τις ιστορίες του φόνων, ο Φόνος του Τάνιαρντ, είχε διαρκέσει επί μήνες το 1874, ο Χερν εδραίωσε τη φήμη του ως ο τολμηρότερος δημοσιογράφος του Σινσινάτι και το Enquirer αύξησε το μισθό του από 10 σε 25 δολάρια τη βδομάδα.
Η Βιβλιοθήκη της Αμερικής (μη κερδοσκοπικός εκδότης αμερικάνικης λογοτεχνίας) επέλεξε μία από αυτές τις περιγραφές φόνων, το Gibbeted, για να τη συμπεριλάβει στην ανασκόπηση δύο αιώνων Αμερικανικού Αληθινού Εγκλήματος, το 2008.

Το 1874 ο Χερν και ο νεαρός Χένρι Φάρνι (1847-1916, γεννημένος στη Γαλλία, ζωγράφος και εικονογράφος), αργότερα διάσημος ζωγράφος της Αμερικάνικης Δύσης, έγραψαν, εικονογράφησαν και εξέδωσαν ένα οχτασέλιδο εβδομαδιαίο περιοδικό τέχνης, λογοτεχνίας και σάτιρας με τον τίτλο Ye Giglampz. Το έργο θεωρήθηκε από ένα κριτικό του εικοστού αιώνα «Ίσως το συναρπαστικότερο έργο διαρκείας που ανέλαβε ο Χερν.

Η Δημόσια Βιβλιοθήκη του Σινσινάτι ανατύπωσε ένα αντίγραφο των εννέα συνολικά τευχών το 1983.
Στις 14 Ιουνίου 1874 ο Χερν, 24 ετών, παντρεύτηκε την Αλίθια (Μάτι) Φόλεϊ, μια εικοσάχρονη Αφροαμερικανίδα, πράξη που παραβίαζε τον νόμο του Οχάιο κατά της επιμειξίας, την εποχή εκείνη. Τον Αύγουστο του 1875, ανταποκρινόμενο σε παράπονα του τοπικού κλήρου για τις αντιθρησκευτικές του απόψεις και σε πίεση πολιτικών του τόπου, προσβεβλημένων από μερικά σατιρικά του κείμενα στο Ye Giglampz, το Enquirer τον απέλυσε, επικαλούμενο ως αιτία τον παράνομο γάμο του. Έπιασε δουλειά στην αντίπαλη εφημερίδα The Cincinnati Commercial.

Το Enquirer προσφέρθηκε να τον ξαναπροσλάβει όταν οι ιστορίες του άρχισαν να εμφανίζονται στο Commercial και η κυκλοφορία του άρχισε να αυξάνεται, αλλά ο Χερν, εξοργισμένος από τη συμπεριφορά της εφημερίδας, αρνήθηκε. Ο Χερν και η Φόλεϊ χώρισαν, αλλά προσπάθησαν αρκετές φορές να τα ξαναβρούν πριν πάρουν διαζύγιο το 1877. Η Φόλεϊ ξαναπαντρεύτηκε το 1880.

Ενώ εργαζόταν για το Commercial ο Χερν δέχθηκε να μεταφερθεί στην κορυφή του ψηλότερου κτιρίου του Σινσινάτι, στην πλάτη ενός επισκευαστή καμπαναριών, του Τζόζεφ Ροντρίγκεζ Γουέστον, και έγραψε μια μισοτρομακτική, μισοκωμική περιγραφή της εμπειρίας του. Την ίδια επίσης εποχή ο Χερν έγραψε μια σειρά περιγραφές των συνοικιών Μπακτάουν και Λίβι του Σινσινάτι «... μια από τις λίγες εικόνες που έχουμε της ζωής των μαύρων σε μια μεθοριακή πόλη την περίοδο μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο». Κατέγραψε επίσης αμέτρητους στίχους τραγουδιών που άκουσε να τραγουδούν μαύροι μουσικοί της εποχής.

Το φθινόπωρο του 1877, πρόσφατα διαζευγμένος από τη Μάτι Φόλεϊ και ανήσυχος, ο Χερν είχε αρχίσει να παραμελεί τη δουλειά του στην εφημερίδα για να μεταφράζει στα Αγγλικά έργα του Γάλλου συγγραφέα Γκωτιέ. Απογοητευόταν επίσης όλο και περισσότερο από το Σινσινάτι, γράφοντας στο Χένρι Γουότκιν, «Είναι ώρα να φεύγεις από το Σινσινάτι, όταν αρχίζουν να το αποκαλούν Παρίσι της Αμερικής». Με την υποστήριξη του Γουότκιν και του εκδότη του Cincinnati Commercial Μίρατ Χάλστεντ ο Χερν έφυγε από το Σινσινάτι για τη Νέα Ορλεάνη, όπου αρχικά έγραψε ανταποκρίσεις για το Commercial στη στήλη Gateway to the Tropics.
Μία από τις περίπου διακόσιες ξυλογραφίες που φιλοτέχνησε ο Λευκάδιος Χερν στη Νέα Ορλεάνη για την εφημερίδα Daily City Item.

Ο Χερν έζησε στη Νέα Ορλεάνη για μια σχεδόν δεκαετία, γράφοντας πρώτα για την εφημερίδα Daily City Item, αρχίζοντας τον Ιούνιο του 1878 και αργότερα για τον Times Democrat.
Καθώς το Item ήταν μια τετρασέλιδη έκδοση, το συντακτικό έργο του Χερν άλλαξε θεαματικά τον χαρακτήρα της εφημερίδας. Ξεκίνησε στο Item ως συντάκτης ειδήσεων και στη συνέχεια επεκτάθηκε σε κριτικές βιβλίων του Φράνσις Μπρετ Χαρτ και του Εμίλ Ζολά, περιλήψεις κομματιών σε εθνικά περιοδικά όπως το Harper’s και δημοσιογραφικά άρθρα εισαγωγικά βουδιστικών και σανσκριτικών κειμένων.
Ως συντάκτης ο Χερν δημιούργησε και δημοσίευσε σχεδόν διακόσια χαρακτικά από την καθημερινή ζωή και τους ανθρώπους της Νέας Ορλεάνης, καθιστώντας το Item την πρώτη εφημερίδα του Νότου που εισήγαγε σκίτσα και της έδωσε άμεση κυκλοφοριακή ώθηση.

Ο Χερν σταμάτησε να σκαλίζει τις ξυλογραφίες μετά από έξι μήνες, όταν διαπίστωσε ότι η καταπόνηση ήταν πολύ μεγάλη για το μάτι του.
Στα τέλη του 1881 ο Χερν πήρε μια θέση συντάκτη στον Times Democrat της Νέας Ορλεάνης και εργαζόταν μεταφράζοντας άρθρα από γαλλικές και ισπανικές εφημερίδες, καθώς και γράφοντας άρθρα και κριτικές για θέματα της επιλογής του. Συνέχισε επίσης το μεταφραστικό έργο του Γάλλων συγγραφέων στα Αγγλικά: του Ζεράρ ντε Νερβάλ, του Ανατόλ Φρανς και ιδιαίτερα του Πιέρ Λοτί, συγγραφέα που επηρέασε το συγγραφικό ύφος του ίδιου του Χερν.

Ο Χερν δημοσίευσε επίσης στο Harper's Weekly το πρώτο γνωστο άρθρο (1883) για τους Φιλιππινέζους στις Ηνωμένες Πολιτείες, τους Μανίλαμεν ή Ταγκάλογκ, ένα από τα χωριά των οποίων είχε επισκεφθεί στο Σαιν Μαλό της Λουϊζιάνα.
Ο τεράστιος αριθμός των κειμένων του για τη Νέα Ορλεάνη και τα περίχωρά της, πολλά από τα οποία δεν έχουν συγκεντρωθεί, αφορούν, μεταξύ άλλων, τον κρεολικό πληθυσμό της πόλης και την ιδιαίτερη κουζίνα του, τη Γαλλική Όπερα, το Βουντού της Λουϊζιάνα και τη Μαύρη Μουσική.

Τα κείμενα του Χερν για εθνικές εκδόσεις, όπως τα Harper's Weekly και Scribner's Magazine, βοήθησαν στη δημιουργία της φήμης της Νέας Ορλεάνης ως μιας πόλης με ξεχωριστή κουλτούρα, που έμοιαζε περισσότερο με εκείνη της Ευρώπης και της Καραϊβικής παρά με εκείνη της Βόρειας Αμερικής.
Ο Χερν έγραφε ενθουσιωδώς για τη Νέα Ορλεάνη, αλλά έγραφε επίσης και για την παρακμή της πόλης, «μια νεκρή νύφη στεφανωμένη με άνθη πορτοκαλιάς».

Τα κείμενα του Χερν για τις εφημερίδες της Νέας Ορλεάνης περιελάμβαναν ιμπρεσσιονιστικές περιγραφές τόπων και χαρακτήρων και πολλά άρθρα που κατήγγειλλαν την πολιτική διαφθορά, την εγκληματικότητα στους δρόμους, τη βία, τη μισαλλοδοξία και τις αποτυχίες των υπεύθυνων της δημόσιας παιδείας και υγείας.
Παρά το γεγονός ότι πιστώνεται με την «εφεύρεση» της Νέας Ορλεάνης ως τόπου εξωτικού και μυστηριώδους, οι νεκρολογίες του των ηγετών του βουντού Μαρί Λεβό και Δρ. Τζον Μοντενέ ήταν πραγματιστικές και απομυθοποιητικές. Συλλογές κειμένων του Χερν για τη Νέα Ορλεάνη έχουν συγκεντρωθεί και δημοσιευθεί σε πολλά έργα, αρχίζοντας με τα Κρεολικά Σκίτσα το 1924 και πιο πρόσφατα (2001) στο Εφευρίσκοντας τη Νέα Ορλεάνη: Κείμενα του Λευκάδιου Χερν.

Τα γνωστότερα βιβλία του Χερν στη Λουϊζιάνα είναι:

Gombo zhèbes: Μικρό λεξικό κρεολικών παροιμιών (1885).
Η Κρεολική Κουζίνα (1885), συλλογή συνταγών μαγειρικής από κορυφαίους σεφ και διάσημες Κρεολές νοικοκυρές, που συνέβαλαν να γίνει η Νέα Ορλεάνη διάσημη για την κουζίνα της.
Τσίτα: Μια Ανάμνηση του Χαμένου Νησιού (1889), μια νουβέλα βασισμένη στον τυφώνα του 1856, που πρωτοδημοσιεύθηκε στο Harper's Monthly το 1888.
Την εποχή που ζούσε εκεί ο Χερν ήταν ελάχιστα γνωστός, όπως ακόμη και σήμερα για τα γραπτά του για τη Νέα Ορλεάνη, εκτός από τους ντόπιους θιασώτες του πολιτισμού. Εντούτοις, από όσους έχουν ζήσει στη Νέα Ορλεάνη, μόνο για τον Λούις Άρμστρονγκ έχουν γραφτεί περισσότερα βιβλία από όσα για τον Χερν.
Το Harper's έστειλε τον Χερν στις Γαλλικές Δυτικές Ινδίες ως ανταποκριτή το 1887. Πέρασε δύο χρόνια στη Μαρτινίκα και, εκτός από τα κείμενά του για το περιοδικό, έγραψε δύο βιβλία: Δυο Χρόνια στις Γαλλικές Δυτικές Ινδίες και Γιούμα, η Ιστορία μιας Σκλάβας των Δυτικών Ινδιών, που δημοσιεύθηκαν το 1890.

Ιαπωνία (1890-1904):
Το 1890 ο Χερν πήγε στην Ιαπωνία σε μια αποστολή ως ανταποκριτής εφημερίδας, που γρήγορα τερματίστηκε. Στην Ιαπωνία βρήκε όμως μια εστία και τη μεγαλύτερή του έμπνευση. Με τη βοήθεια του Μπάζιλ Χολ Τσάμπερλεν (Άγγλου καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Τόκιο) ο Χερν απέκτησε μια θέση καθηγητή το καλοκαίρι του 1890 στη Νομαρχιακή Σχολή του Σιμάνε στο Ματσούε, πόλη της δυτικής Ιαπωνίας, στις ακτές της Ιαπωνικής Θάλασσας.

Κατά τη δεκαπεντάμηνη διαμονή του στο Ματσούε ο Χερν παντρεύτηκε την Σέτσου Κοϊζούμι (1868-1932), κόρη μιας τοπικής οικογένειας σαμουράι, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά, τον Κάζουο (1893-1965), τον Ιβάο (1897-1937), τον Κιγιόσι (1900-1962) και την Σουτζούκο (1903-1944).
Το Μουσείο Μνήμης Λευκάδιου Χερν και η παλιά του κατοικία είναι ακόμη δύο από τα δημοφιλέστερα τουριστικά αξιοθέατα του Ματσούε.

Στα τέλη του 1891 ο Χερν μετακόμισε στο Κουμαμότο του Κιούσου, όπου, με τη βοήθεια του Τσάμπερλεν, εξασφάλισε θέση καθηγητή στην Πέμπτη Ανώτερη Σχολή. Στο Κουμαμότο έζησε τα επόμενα τρία χρόνια και ολοκλήρωσε το πρώτο του βιβλίο για την Ιαπωνία, Ματιές στην Άγνωστη Ιαπωνία (1894).
Τον Οκτώβριο του 1894 προσλήφθηκε ως δημοσιογράφος στην αγγλόφωνη εφημερίδα The Kobe Chronicle και μετακόμισε στο Κόμπε.

Τον Ιανουάριο του 1896 ο Λευκάδιος Χερν πολιτογραφήθηκε Γιαπωνέζος, παίρνοντας το όνομα Γιάκουμο Κοϊζούμι, και τον Αύγουστο, με κάποια βοήθεια από τον Τσάμπερλεν, άρχισε να διδάσκει αγγλική λογοτεχνία στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκιο, εργασία που είχε μέχρι το 1903.
Το 1904 ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ουασέντα στο Σιντζούκου στο Τόκιο.

Ο τάφος του Λευκάδιου Χερν, στο νεκροταφείο Ζοσιγκάγια στο Τόκιο.
Στις 26 Σεπτεμβρίου 1904 πέθανε από καρδιακή ανακοπή σε ηλικία 54 ετών. Ο τάφος του είναι στο Νεκροταφείο Ζοσιγκάγια, στο Τοσίμα του Τόκιο[50].

Μία μικρή νεκρική πομπή μετέφερε τη σορό του στον παλιό ναό Κομπουπέρα. Μπροστά υπήρχαν τα βουδιστικά λάβαρα, πίσω δυο μικρά παιδιά που κουβαλούσαν ζωντανά πουλιά σε μικρά κλουβιά που θα τα άφηναν ελέυθερα συμβολίζοντας τη φυγή της ψυχής από τα δεσμά της.

Ακολουθούσαν τα άτομα που κουβαλούσαν το φέρετρό του, πιο πίσω οι ιερείς με τα κουδουνάκια τους και το φαγητό για τον νεκρό, ενώ την πομπή έκλειναν η οικογένεια και οι φίλοι του νεκρού. Στην πλάκα που έστησαν οι φοιτητές του υπήρχε το εξής κείμενο:

Στον Λευκάδιο Χερν, του οποίου η πένα υπήρξε πιο ισχυρή ακόμα και από τη ρομφαία του ένδοξου έθνους που αγάπησε, έθνους που πιο μεγάλη τιμή του υπήρξε ότι τον δέχτηκε στις αγκάλες του ως πολίτη και του πρόσφερε, αλίμονο, τον τάφο.
------------------------------
Τίνα Ταμβάκη
------------------------------