Παρασκευή 21 Αυγούστου 2015

Ποιος μας επιβάλλει τα μνημόνια;

Ο περισσότερος κόσμος στην Ελλάδα αντιμετωπίζει τα μνημόνια ως ένα ακραίο συμβάν που διατάραξε την κανονικότητα που επικρατούσε πριν. Τα μέτρα των μνημονίων ήρθαν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά ή όχι μια έκτακτη κατάσταση που έφερε η οικονομική κρίση. Πολλοί μάλιστα πιστεύουν ότι επιβάλλονται από έξω για να πλήξουν την Ελλάδα. Αυτές οι προσεγγίσεις όμως παραγνωρίζουν τα όσα έχουν συμβεί στην εγχώρια αγορά εργασίας τις τελευταίες δεκαετίες και ειδικά από το 1990 και μετά.

  
Συγκεκριμένα αν εξετάσουμε τους μισθούς των εργαζομένων η σύγκριση των ονομαστικών αυξήσεων των αμοιβών τους με το άθροισμα του ρυθμού πληθωρισμού και του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας δείχνει ότι οι απώλειες στη σχετική θέση των μισθωτών είναι συνεχείς και σημαντικές. Αυτό το γεγονός επηρεάζει αρνητικά την πρωτογενή διανομή εισοδήματος σε βάρος της εργατικής τάξης. Το μερίδιο της εργασίας μειώνεται από 48.9% το 1982 σε 34.02% το 2001 επίπεδο αντίστοιχο με εκείνο των χρόνων της δικτατορίας. Η δευτερογενής κατανομή εισοδήματος(το λεγόμενο κράτος πρόνοιας) είναι ακόμα χειρότερη αφού η αναλογία άμεσων και έμμεσων φόρων, η έλλειψη τιμαριθμικής αναπροσαρμογής της φορολογικής κλίμακας και η υπό-χρηματοδότηση των κοινωνικών υπηρεσιών υγείας, παιδείας και πρόνοιας αποτελούν τα βασικά συστατικά του τρόπου που γίνεται αυτή η αναδιανομή.

Η ανεργία σε όλη τη δεκαετία του 1990 αυξάνεται σταθερά το ίδιο και οι απολύσεις ανά μισθωτό. Ο κίνδυνος απόλυσης για κάθε μισθωτό αυξάνεται από 10% το 1990 σε 25% το 2001. Δεδομένου ότι ο κίνδυνος απόλυσης για τους δημόσιους υπαλλήλους τότε ήταν σχεδόν ανύπαρκτος καταλαβαίνουμε ότι τα ποσοστά για τους ιδιωτικούς υπαλλήλους είναι πολύ μεγαλύτερα. Το επίδομα ανεργίας κυμαίνεται στο 60% του ελάχιστου ημερομισθίου ενώ σύμφωνα με το νόμο θα έπρεπε να καλύπτει τα 2/3 των προηγούμενων αποδοχών. Παρόλα αυτά η ΓΣΕΕ δεν πίεσε ουσιαστικά για τη βελτίωσή του. 

Αντίθετα τα συνδικάτα συναίνεσαν στη μετατροπή του σε χρηματοδότηση των εργοδοτών για να προσφέρουν εργασία σε άνεργους, δηλαδή στη μετατροπή ενός κοινωνικού δικαιώματος σε ατομικό προνόμιο καθώς και στη χρηματοδότηση της εργοδοσίας από τις ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων. Επιπλέον στο όνομα της καταπολέμησης της ανεργίας τα συνδικάτα έκαναν αποδεκτή την προώθηση της μερικής απασχόλησης και της ευελιξίας του χρόνου εργασίας στο δημόσιο τομέα. 

Ο μέσος εβδομαδιαίος χρόνος εργασίας αυξάνεται στο σύνολο των κλάδων ( με εξαίρεση τις μεταφορές και τις επικοινωνίες ) ενώ αύξηση παρατηρείται και στον τριτογενή τομέα παρά τα υψηλά ποσοστά μερικής απασχόλησης που τον χαρακτηρίζουν. Παράλληλα αυξάνονται κατά 50% οι νόμιμες υπερωρίες ενώ το ποσοστό των παράνομων υπερωριών κυμαίνεται μεταξύ 50-60%. Ο συνδυασμός αυτών των δύο στοιχείων ίσως εξηγεί γιατί οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας δεν οδήγησαν σε νέες θέσεις εργασίας.

Αν εξετάσουμε τώρα το ασφαλιστικό σύστημα θα δούμε ότι κι εκεί τα ασφαλιστικά δικαιώματα των μισθωτών ψαλιδίστηκαν και οι εργαζόμενοι διαχωρίστηκαν σε νέους και παλιούς με τους πρώτους να αναλαμβάνουν τη χρηματοδότηση του ασφαλιστικού αλλά και να υφίστανται τις νέες “ευέλικτες” εργασιακές σχέσεις με τη σύμφωνη γνώμη των συνδικάτων. Η μερική απασχόληση, οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου, η ενοικίαση εργαζομένων, κλπ. τη δεκαετία του 1990 γίνονται καθεστώς και στο δημόσιο τομέα. Οι διαρθρωτικές αλλαγές στην απασχόληση και την αγορά εργασίας δε φαίνεται να δικαιολογούν τη χειροτέρευση της θέσης του κόσμου της εργασίας εφόσον ο δείκτης διαρθρωτικών μεταβολών της Ελλάδας έχει μικρότερες τιμές την περίοδο 1993-2002 από την περίοδο 1983-1992. Δηλαδή η πίεση εξαιτίας των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων ήταν μικρότερή την περίοδο που το συνδικαλιστικό κίνημα υποχώρησε περισσότερο.

Τέλος, με τη συναίνεση των συνδικάτων και πάλι, προχώρησαν οι ιδιωτικοποιήσεις πολλών δημοσίων επιχειρήσεων που είχαν ως συνέπεια τη δυσμενή αλλαγή των εργασιακών σχέσεων καθώς και των εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων των εργατών. Τέλος η συναινετική στάση των συνδικάτων οδήγησε σε ακόμα μεγαλύτερη μείωση τόσο της αξιοπιστίας τους όσο και της συνδικαλιστικής τους πυκνότητας.  Παράλληλα με τη στροφή των συνδικάτων προς πιο συναινετικές πρακτικές βλέπουμε λοιπόν τη χειροτέρευση των υλικών όρων ζωής και εργασίας των εργαζομένων. Η αξία της εργατικής δύναμης μειώνεται άμεσα και έμμεσα σε σύγκριση με την ολοένα αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας, ενώ το κύρος των εργοδοτικών οργανώσεων αυξάνεται μέσα από την αναγνώρισή τους από τις επίσημες οργανώσεις των εργαζομένων ως ισότιμων “κοινωνικών εταίρων” .
Αυτή ήταν η κατάσταση το 2008 όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση. Ας δούμε τώρα τα μέτρα που έφεραν τα μνημόνια: μείωση μισθών και συντάξεων, αλλά και  αύξηση των δημοσίων εσόδων, όχι μέσω ενός δικαιότερου φορολογικού συστήματος, αλλά με την αύξηση του ΦΠΑ και των ειδικών φόρων κατανάλωσης, μέτρο που επιβαρύνει δυσανάλογα τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα.  Υιοθέτηση μέτρων που διευκολύνουν τις απολύσεις, κατάργηση του κατώτατου μισθού που καθιερώνει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας για τους νέους, μείωση αμοιβών για την υπερεργασία και την υπερωριακή εργασία,  ενίσχυση των ευέλικτων εργασιακών σχέσεων στον δημόσιο τομέα,   υπερίσχυση των επιχειρησιακών έναντι των κλαδικών συμβάσεων εργασίας όταν οι πρώτες είναι χειρότερες για τους εργαζόμενους, κατάργηση της επέκτασης της εφαρμογής των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας,  νομοθετική παρέμβαση –πέρα από τη δραστική μείωση των οι αποδοχών– ολοκληρωτικής κατάργησης των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και εφαρμογής ενιαίου μισθολογίου στις επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα που διέπονται καθολικά από ΣΣΕ, η διαπραγμάτευση των οποίων έχει ήδη απαγορευθεί για μισθολογικές αυξήσεις και  κεκαλυμμένες ομαδικές απολύσεις χιλιάδων εργαζομένων στον δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, που εντάσσονται στο καθεστώς της “εργασιακής εφεδρείας”.

Ειδικά ως προς τους μισθούς των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα  το κράτος παρενέβη στο ύψος του κατώτατου μισθού αναθεωρώντας προς τα κάτω την Εθνική Συλλογική Σύμβαση εργαζομένων – εργοδοτών. Ο βασικός μηνιαίος μισθός σύμφωνα με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου ( ΦΕΚ 38/Α, 28/2/2012 ) μειώθηκε κατά 22% από το ποσό της ισχύουσας ΕΓΣΕΕ της 15/7/2010 φθάνοντας τα 585,11 ευρώ μεικτά και κατά 32% για τους εργαζομένους κάτω των 25 ετών φθάνοντας τα 357 ευρώ μεικτά. Οι μειώσεις αυτές ίσχυσαν αναδρομικά από 14/2/2012 και η προσαρμογή προς τα κάτω των μισθών δεν προϋποθέτει τη συμφωνία των εργαζομένων. Αναλογικά φυσικά με τον κατώτατο μισθό μειώθηκαν το επίδομα ανεργίας και διάφορα άλλα επιδόματα.

Από τη συνοπτική παρουσίαση των μέτρων των δύο μνημονίων βλέπουμε ότι αποτελούν τη συνέχεια των μέτρων που εφαρμόζονται στον ελλαδικό χώρο τις τελευταίες δεκαετίες με τη συναίνεση των συνδικάτων σε βάρος των εργαζομένων τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα. Δεν αποτελούν λοιπόν κάποια διατάραξη της προηγούμενης κανονικότητας τα μνημόνια ούτε κάτι που ήρθε απ’ έξω. 

Αντίθετα μεταφέρουν το βάρος της οικονομικής κρίσης και της χρεωκοπίας των τραπεζών στις πλάτες της εργατικής τάξης εντείνοντας τις πολιτικές λιτότητας που ακολουθούσαν το κράτος και οι εργοδότες απέναντι στον κόσμο της εργασίας από το 1990 μέχρι σήμερα. Άλλωστε αν κάποιος εργοδότης ήθελε να κάνει “αντίσταση στην τρόϊκα” θα μπορούσε να μην μειώσει τον μισθό των υπαλλήλων του, να πληρώσει τις εισφορές του στα ασφαλιστικά ταμεία,κλπ. 

Είναι προφανές ότι τα μνημόνια ωφελούν τους Έλληνες εργοδότες ως τάξη και αυτό δεν αναιρείται από το κλείσιμο κάποιων επιχειρήσεων αφού η εκκαθάριση σε περιόδους κρίσεων των πιο αδύναμων μερίδων του κεφαλαίου είναι κάτι που μακροπρόθεσμα ωφελεί συνολικά την εργοδοσία ως τάξη.

Στην ίδια κατεύθυνση με τα δύο προηγούμενα μνημόνια κινείται και το τρίτο που έρχεται σύμφωνα με τα μέτρα που ψηφίστηκαν ή συζητιούνται να αυξήσει κι άλλο τους έμμεσους φόρους χτυπώντας έτσι το εισόδημα των κατώτερων τάξεων, να μειώσει κι άλλο τις συντάξεις, να αυξήσει  τα όρια συνταξιοδότησης, να καταργήσει το εκας, να εφαρμόσει τη ρήτρα μηδενικού ελλείμματος για επικουρικές αλλά και κύριες συντάξεις, να μειώσει το επίδομα θέρμανσης, να επιβάλλει το “ενιαίο” μισθολόγιο στο δημόσιο, κα. Τα συνδικάτα που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν τους εργαζόμενους όπως και σε όλα τα προηγούμενα μέτρα των τελευταίων δεκαετιών  έτσι και τώρα βάζουν πλάτη. 

Ενδεικτική ήταν η ανακοίνωση της ΓΣΕΕ για το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου. Αντί λοιπόν οι εργαζόμενοι να βρίζουμε τους κακούς ξένους και να κοιτάμε ποιο κόμμα θα μας σώσει είναι επιτακτική ανάγκη να χτίσουμε εκείνες τις εργατικές και συνδικαλιστικές δομές που θα αποκρούσουν τις επιθέσεις που δεχόμαστε ως τάξη. Αν δεν το κάνουμε εμείς οι ίδιοι κανείς σωτήρας δε θα βρεθεί να το κάνει για εμάς.
----------------------------------------------
Πηγή:   kollectnews.org-Γιώργος Σάρτας
----------------------------------------------