Γεννήθηκε κάποτε ένα παιδί. Αφού μετεωρίσθηκε για λίγο ανάμεσα στο λεπτό διάστημα που χωρίζει τη ζωή από το θάνατο, έβγαλε μερικές γοερές κραυγές, πρώτο σημάδι της ορθής λειτουργίας των πνευμόνων του και άσφαλτο σημάδι επίσης πως αποφάσισε να ζήσει.
Οι μοίρες που ήρθαν να μοιράνουν το νεογέννητο έφυγαν κλαίγοντας μονολογώντας πως σ’ αυτούς τους καιρούς, είναι επικίνδυνο να βγαίνει ένας άνθρωπος έξω απ’ τη μήτρα του. Σα γεννήθηκε λοιπόν, πέσαν όλοι απάνω του να πούνε το κάτι τι τους. Ο παπάς είπε, ότι σα μεγαλώσει παπάς θα γίνει δίχως άλλο, να ποιμαίνει τους ανθρώπους στο δρόμο του Θεού, στον ίσιο το δρόμο.
Οι μοίρες που ήρθαν να μοιράνουν το νεογέννητο έφυγαν κλαίγοντας μονολογώντας πως σ’ αυτούς τους καιρούς, είναι επικίνδυνο να βγαίνει ένας άνθρωπος έξω απ’ τη μήτρα του. Σα γεννήθηκε λοιπόν, πέσαν όλοι απάνω του να πούνε το κάτι τι τους. Ο παπάς είπε, ότι σα μεγαλώσει παπάς θα γίνει δίχως άλλο, να ποιμαίνει τους ανθρώπους στο δρόμο του Θεού, στον ίσιο το δρόμο.
Η μάνα του είπε ότι θα γίνει δάσκαλος μεγάλος, καθηγητής με γυαλιά, να βγάζει τους ανθρώπους από την αμάθεια και την προκατάληψη κι ο πατέρας του, είπε ότι σα μεγαλώσει, πιλότος θα γίνει δίχως άλλο, να σκίζει τον αέρα και τις γυναικείες καρδιές. Μα κείνο, σε μια γλώσσα που κανένας τους δεν κάτεχε, που έμοιαζε περισσότερο με κλάμα, τους είπε ότι άλλος ήταν ο προορισμός του.
Και το παιδί μεγάλωνε μέρα με τη μέρα, τράνευε και γινόταν η χαρά της μάνας του και ο κρυφός θαυμασμός του πατέρα.
Να, τώρα πηγαίνει για πρώτη φορά στο σκολειό με την τσάντα στην πλάτη κι η μάνα το κοιτάζει και της χαίρονται τα μάτια, τώρα πάει με τον κύρη του στ’ αμπέλι, τώρα στο λιοτρίβι, τώρα παίρνει το πρώτο του κλεφτό φιλί, τώρα τον βλέπουμε άντρα ολάκερο, την καύτρα κοκκινωπή βλέπουμε από το πρώτο του τσιγάρο.
Κι ύστερα ήρθε ο πόλεμος. Μια φωτιά, παρασυρμένη από ανέμους, που διασχίζει πεδιάδες, σκαρφαλώνει σε χαμηλούς λόφους, διαβαίνει τους έρημους χωματόδρομους των χωριών και σταματά μόνο όταν σβήσει την ακόρεστη δίψα της. Έτσι κάπως έφτασε και στη χώρα μας. Έτσι κάπως βρέθηκε κι ο νέος στα βουνά της Αλβανίας.
Ύστερα ακούστηκε ο πυροβολισμός. Ένας πυροβολισμός που τη ζωή ξαφνιάζει. Μια καμουτσιά τον τίναξε κατάστηθα κι έπεσε εκεί.
Για μια στιγμή, μια τελευταία στιγμή, πέρασαν μερικές εικόνες απ’ τα μάτια του και μερικές σκέψεις απ’ το μυαλό του η μάνα που περιμένει βάζοντας αντήλιο την παλάμη, το σαγόνι που κλειδώνει στο γυναικείο ώμο, την προσμονή πού νιωθε πάντα όταν ήθελε ν` αγκαλιάσει τον κύρη του και δεν το κανε, άντρας βλέπεις αυτός, ντροπή…., το παιδί που φεύγει με τη σάκα για το σκολειό.... Μάνα μου δε θέλω, Πατέρα μου βόηθα με…. Κι ύστερα; Δεν υπάρχει ύστερα…
Το σύννεφο έριξε μερικές νιφάδες χιονιού φτιάχνοντας ένα πρόχειρο σεντόνι, τα γύρω δέντρα, πονετικά, σείστηκαν ρίχνοντας τα τελευταία τους φύλλα σκεπάζοντας το παλικάρι μη λάχει και κρυώσει.
Ήταν ήρωας είπανε…..
Όμως δεν υπάρχουν ήρωες. Οι ηρωικές πράξεις πέφτουν απλά πάνω στους ώμους μας όπως η βροχή στο χώμα κι άλλοι, τις ρίχνουν κάτω σαν ένα ξένο βάρος κι άλλοι, όσοι διαθέτουν τις πλάτες, κι αυτοί οι Έλληνες από παλιά, μέχρι χθες, όχι όμως και σήμερα, έτυχε τέτοιες να χουν, …. τις φορτώνονται και τραβούν το δρόμο που η μοίρα τους έχει ορίσει. Κι εμείς απλά πότε-πότε τους θυμόμαστε.
Είναι αυτές οι ατσαλάκωτες θύμησες, που ο χρόνος αντί να τις σβήσει με την πελώρια γόμα του και να τις τινάξει, τις χαϊδεύει γλυκά γυαλίζοντάς τες, φροντίζοντας να μην πειράξει τα γράμματα που ιστορούν, και τις εικόνες που τις στιγμές φυλακίζουν.
Το όνομά του ήρωά μας δεν το λέμε, δε χωράει εδώ, είναι πολλά, είναι όλα. Και δε χάθηκαν.
Η θυσία, ζει πάντα. Είναι αδελφή της γοργόνας, μικρανεψιά του δικού μας Αλέξανδρου. Είναι το αστέρι που δείχνει το διάβα, στους στρατοκόπους, τους τυχοδιώχτες, είναι ο φάρος που δείχνει το δρόμο, που ξέρα ο ίδιος, σου δείχνει ένα δρόμο μακριά από ξέρες, απλωμένο γαλαζένιο λιβάδι.
Το σπίτι του γέμισε φωτογραφίες κι η μάνα πηγαινοέρχεται σα φάντασμα στ’ αδειανά δωμάτια. Κι εκείνος, στέκεται στο κάδρο ψηλά στο σαλόνι, ορθομέτωπος.
Κοιτάζει πέρα μακριά, πέρα απ’ το χρόνο και το χάρο, τόσο μακριά όσο που να αχνίζει το μάτι του, σα να θέλει να σβήσει σ’ αυτό το μάκρος όλο το εύρος που του έλειπε, κοιτάζει πέρα εκεί μακριά ……στο περιβόλι με τους ροδώνες .
Κι αυτό που γυαλίζει στο παλιό το τζάμι του κάδρου τι να ναι; Μπορεί σταγόνα αγιασμού, μπορεί και δάκρυ. Δάκρυ που τού φυγε μάλλον από πίκρα.
Κοιτάζοντάς όλους εμάς του σήμερα, τους μοιραίους, τους άχρηστους και τους προσκυνημένους….
--------------------------------------
Δημήτρης Λουράντος
--------------------------------------