Αν υπάρχει ένας λόγος για τον οποίο
βρισκόμαστε στη σημερινή μας κατάντια, αυτός δεν είναι άλλος από την
προθυμία με την οποία παραπλανιόταν μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας μας για
χρόνια.
Σήμερα, όμως, μετά από τέτοια κρίση, ποιος θα ισχυριστεί ότι «δεν γνωρίζει»;
Κομμάτι της δουλειάς των πολιτικών είναι να τάζουν. Να υπόσχονται.
Αν δεν τάξουν κάτι καλύτερο, εξάλλου, από όσα αντιμετωπίζει στην καθημερινότητά του ο εκάστοτε ψηφοφόρος, γιατί θα έπρεπε αυτός να τους προτιμήσει;
Ούτως ή άλλως... «τα λόγια τα μεγάλα» είναι κατά κανόνα περισσότερο εύηχα από ό,τι η στυγνή αποτύπωση της πραγματικότητας. Πολύ περισσότερο, δε, όταν σε κάνουν να ελπίζεις για κάτι καλύτερο.
Σήμερα, όμως, μετά από τόσα χρόνια κρίση, ποιος δικαιούται να λέει ότι παραπλανήθηκε;
Όχι μόνον ο πιθανός ψηφοφόρος της Χρυσής Αυγής, διότι για την περίπτωσή του δεν υπάρχει καμία πιθανότητα παραπλάνησης μετά από τόση βία και μίσος, αλλά κι ο ψηφοφόρος οποιουδήποτε κόμματος ή πολιτικής παράταξης.
Ποιος πιστεύει ακόμη και σήμερα σε ιαχές του τύπου «λεφτά υπάρχουν» ή ότι τα μνημόνια μπορούν να γίνουν κουρελόχαρτα, «με έναν νόμο και ένα άρθρο», δίχως η χώρα να γνωρίσει ιδιαίτερα επώδυνες επιπτώσεις;
Αυταπάτες στην εποχή μας δεν υπάρχουν ή εν τέλει όφειλαν να μην υπάρχουν.
Ουδεμία αμφιβολία υπάρχει για το 1,3 εκατ. ανέργους, για την απώλεια 25% του ΑΕΠ της χώρας στο διάβα αυτής της κρίσης, για την υπερφορολόγηση και για την ευθεία υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου της συντριπτικής πλειονότητας των κατοίκων αυτής της χώρας.
Όπως, αντίστοιχα, ουδεμία αμφιβολία οφείλει να υπάρχει πως ο κύριος λόγος για τον οποίο διαδραματίστηκαν όλα αυτά αφορά στην απροθυμία των δύο συγκυβερνώντων κομμάτων να χτυπήσουν τη ρίζα του κακού, συρρικνώνοντας τον μεγάλο και υπερτροφικό δημόσιο τομέα και χτυπώντας συντεχνίες, καρτέλ και φοροδιαφυγή.
Μπορεί η χώρα μας να εμφανίζει σήμερα ένα -θεμελιώδους σημασίας- πρωτογενές πλεόνασμα στον προϋπολογισμό της, όμως τούτο συνέβη χάρις στα οριζόντια μαχαίρια σε μισθούς και συντάξεις, στην υπερφορολόγηση και στη δραματική μείωση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, στη διάρκεια της τελευταίας τριετίας.
Πολιτικές οι οποίες, σε συνδυασμό με την πιστωτική ασφυξία και την αδυναμία του τραπεζικού συστήματος να διαδραματίσει τον ρόλο του, οδήγησαν στη δραματική μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος εκατομμυρίων ανθρώπων και κατά προέκταση βάθυναν την ύφεση και επέτειναν την ανεργία.
Είναι γνωστά και σαφή όλα αυτά και ουδεμία αμφιβολία όφειλε να υπάρχει σχετικά με την ύπαρξη και τα αίτιά τους.
Όμως, αντίστοιχα, ουδεμία αμφιβολία όφειλε να υπάρχει και για την άλλη πλευρά του νομίσματος.
Ούτε λεφτά υπάρχουν, ούτε και μπορούν να βρεθούν δίχως την παροχή δεσμεύσεων και έμπρακτων αποδείξεων ότι η χώρα τιμά τον λόγο της και την υπογραφή της.
Αν σήμερα μπορεί η Ελλάδα να δανείζεται ξανά, τούτο συνέβη διότι ξαναβρήκε ένα κομμάτι της χαμένης αξιοπιστίας της, η απώλεια της οποίας την είχε οδηγήσει εκείνην την αποφράδα ημέρα του Μαΐου του 2010 στο διάγγελμα του Καστελόριζου…
Και την είχαμε χάσει αυτήν την αξιοπιστία επειδή η χώρα δεν μπορούσε -για χρόνια- να παραγάγει πλούτο και οι πολιτικοί της δανείζονταν για λογαριασμό της, ώστε να μπορούν να τάζουν και να μοιράζουν.
Όμως εκτός από το δυσθεώρητο δημόσιο χρέος, ύψους περίπου 320 δισ. ευρώ, παρά το προ διετίας «κούρεμά» του, στη χώρα μας εισέρρευσαν κοινοτικά κονδύλια άνω των 200 δισ. ευρώ τα τελευταία 30 χρόνια..
Πρόκειται, όμως, για χρήματα που κατά κανόνα μοιράστηκαν και «φαγώθηκαν» και δεν επενδύθηκαν και τελικώς οδήγησαν στην υπερχρέωση και στη χρεοκοπία…
Αυτό, όμως, είναι το κόστος του λαϊκισμού. Αυτό είναι το κόστος των αφειδών υποσχέσεων και των μεγάλων λόγων δίχως πραγματικό αντίκρισμα.
Ποιος, όμως, δικαιούται να δηλώνει ότι «δεν γνώριζε», άρα ότι «παραπλανήθηκε», από εκείνους που σήμερα ανέξοδα τάζουν, προσδοκώντας την αναρρίχησή τους στην εξουσία;
Ποιος δικαιούται να πιστεύει ότι οι μισθοί και οι συντάξεις θα επανέλθουν στα προ κρίσης επίπεδά τους ή ότι θα ανακτήσουν τουλάχιστον ένα τμήμα των απωλειών τους, απλώς και μόνον επειδή κάποιος το τάζει;
Πού θα τα βρουν τα λεφτά οι πολιτικοί που εξακολουθούν να τάζουν και τι κόστος θα έχει για τη χώρα μας η προσπάθειά τους να απομακρυνθούν από τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί από αυτήν;
Ας μην γελιόμαστε.. Η παραπλάνηση συχνά είναι μια αυτοεπιβεβαιούμενη προφητεία…
Κι αν κάποιοι δηλώνουν παραπλανημένοι, είναι επειδή το θέλουν.
Το κόστος όμως της παραπλάνησής τους το επωμιζόμαστε όλοι…
--------------------------------------------------------
Πηγή: greece-salonika.blogspot.com-Ν.Γ.Δρόσος
Σήμερα, όμως, μετά από τέτοια κρίση, ποιος θα ισχυριστεί ότι «δεν γνωρίζει»;
Κομμάτι της δουλειάς των πολιτικών είναι να τάζουν. Να υπόσχονται.
Αν δεν τάξουν κάτι καλύτερο, εξάλλου, από όσα αντιμετωπίζει στην καθημερινότητά του ο εκάστοτε ψηφοφόρος, γιατί θα έπρεπε αυτός να τους προτιμήσει;
Ούτως ή άλλως... «τα λόγια τα μεγάλα» είναι κατά κανόνα περισσότερο εύηχα από ό,τι η στυγνή αποτύπωση της πραγματικότητας. Πολύ περισσότερο, δε, όταν σε κάνουν να ελπίζεις για κάτι καλύτερο.
Σήμερα, όμως, μετά από τόσα χρόνια κρίση, ποιος δικαιούται να λέει ότι παραπλανήθηκε;
Όχι μόνον ο πιθανός ψηφοφόρος της Χρυσής Αυγής, διότι για την περίπτωσή του δεν υπάρχει καμία πιθανότητα παραπλάνησης μετά από τόση βία και μίσος, αλλά κι ο ψηφοφόρος οποιουδήποτε κόμματος ή πολιτικής παράταξης.
Ποιος πιστεύει ακόμη και σήμερα σε ιαχές του τύπου «λεφτά υπάρχουν» ή ότι τα μνημόνια μπορούν να γίνουν κουρελόχαρτα, «με έναν νόμο και ένα άρθρο», δίχως η χώρα να γνωρίσει ιδιαίτερα επώδυνες επιπτώσεις;
Αυταπάτες στην εποχή μας δεν υπάρχουν ή εν τέλει όφειλαν να μην υπάρχουν.
Ουδεμία αμφιβολία υπάρχει για το 1,3 εκατ. ανέργους, για την απώλεια 25% του ΑΕΠ της χώρας στο διάβα αυτής της κρίσης, για την υπερφορολόγηση και για την ευθεία υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου της συντριπτικής πλειονότητας των κατοίκων αυτής της χώρας.
Όπως, αντίστοιχα, ουδεμία αμφιβολία οφείλει να υπάρχει πως ο κύριος λόγος για τον οποίο διαδραματίστηκαν όλα αυτά αφορά στην απροθυμία των δύο συγκυβερνώντων κομμάτων να χτυπήσουν τη ρίζα του κακού, συρρικνώνοντας τον μεγάλο και υπερτροφικό δημόσιο τομέα και χτυπώντας συντεχνίες, καρτέλ και φοροδιαφυγή.
Μπορεί η χώρα μας να εμφανίζει σήμερα ένα -θεμελιώδους σημασίας- πρωτογενές πλεόνασμα στον προϋπολογισμό της, όμως τούτο συνέβη χάρις στα οριζόντια μαχαίρια σε μισθούς και συντάξεις, στην υπερφορολόγηση και στη δραματική μείωση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, στη διάρκεια της τελευταίας τριετίας.
Πολιτικές οι οποίες, σε συνδυασμό με την πιστωτική ασφυξία και την αδυναμία του τραπεζικού συστήματος να διαδραματίσει τον ρόλο του, οδήγησαν στη δραματική μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος εκατομμυρίων ανθρώπων και κατά προέκταση βάθυναν την ύφεση και επέτειναν την ανεργία.
Είναι γνωστά και σαφή όλα αυτά και ουδεμία αμφιβολία όφειλε να υπάρχει σχετικά με την ύπαρξη και τα αίτιά τους.
Όμως, αντίστοιχα, ουδεμία αμφιβολία όφειλε να υπάρχει και για την άλλη πλευρά του νομίσματος.
Ούτε λεφτά υπάρχουν, ούτε και μπορούν να βρεθούν δίχως την παροχή δεσμεύσεων και έμπρακτων αποδείξεων ότι η χώρα τιμά τον λόγο της και την υπογραφή της.
Αν σήμερα μπορεί η Ελλάδα να δανείζεται ξανά, τούτο συνέβη διότι ξαναβρήκε ένα κομμάτι της χαμένης αξιοπιστίας της, η απώλεια της οποίας την είχε οδηγήσει εκείνην την αποφράδα ημέρα του Μαΐου του 2010 στο διάγγελμα του Καστελόριζου…
Και την είχαμε χάσει αυτήν την αξιοπιστία επειδή η χώρα δεν μπορούσε -για χρόνια- να παραγάγει πλούτο και οι πολιτικοί της δανείζονταν για λογαριασμό της, ώστε να μπορούν να τάζουν και να μοιράζουν.
Όμως εκτός από το δυσθεώρητο δημόσιο χρέος, ύψους περίπου 320 δισ. ευρώ, παρά το προ διετίας «κούρεμά» του, στη χώρα μας εισέρρευσαν κοινοτικά κονδύλια άνω των 200 δισ. ευρώ τα τελευταία 30 χρόνια..
Πρόκειται, όμως, για χρήματα που κατά κανόνα μοιράστηκαν και «φαγώθηκαν» και δεν επενδύθηκαν και τελικώς οδήγησαν στην υπερχρέωση και στη χρεοκοπία…
Αυτό, όμως, είναι το κόστος του λαϊκισμού. Αυτό είναι το κόστος των αφειδών υποσχέσεων και των μεγάλων λόγων δίχως πραγματικό αντίκρισμα.
Ποιος, όμως, δικαιούται να δηλώνει ότι «δεν γνώριζε», άρα ότι «παραπλανήθηκε», από εκείνους που σήμερα ανέξοδα τάζουν, προσδοκώντας την αναρρίχησή τους στην εξουσία;
Ποιος δικαιούται να πιστεύει ότι οι μισθοί και οι συντάξεις θα επανέλθουν στα προ κρίσης επίπεδά τους ή ότι θα ανακτήσουν τουλάχιστον ένα τμήμα των απωλειών τους, απλώς και μόνον επειδή κάποιος το τάζει;
Πού θα τα βρουν τα λεφτά οι πολιτικοί που εξακολουθούν να τάζουν και τι κόστος θα έχει για τη χώρα μας η προσπάθειά τους να απομακρυνθούν από τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί από αυτήν;
Ας μην γελιόμαστε.. Η παραπλάνηση συχνά είναι μια αυτοεπιβεβαιούμενη προφητεία…
Κι αν κάποιοι δηλώνουν παραπλανημένοι, είναι επειδή το θέλουν.
Το κόστος όμως της παραπλάνησής τους το επωμιζόμαστε όλοι…
--------------------------------------------------------
Πηγή: greece-salonika.blogspot.com-Ν.Γ.Δρόσος
--------------------------------------------------------