Κοινοτικά και ιδεολογικά προβλήματα στα Κύθηρα τον 15ο αι.
Γύρω στα 1457, λίγα δηλαδή χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης άπο τους Τούρκους, Ινας Κυθήριος μοναχός, ό Χειλάς, απευθύνει προς τους άρχοντες τοΰ νησιοΰ, τους εξάρχοντας από μέρους, δπως τους αποκαλεί, δεκαεξασέλιδη έκθεση, δπου εξιστορεί τις περιπέτειες τοϋ μοναστηρίου του 'Αγίου Θεοδώρου, προστάτη άγιου των Κυθήρων πού είχε μονάσει και πεθάνει εκεί στο διάστημα της βασιλείας τοϋ Ρωμανοΰ Α' Λακαπηνοϋ.
Ό Χειλάς διαμαρτύρεται για τήν καταπάτηση της μοναστηριακής ιδιοκτησίας και ζητά άπο τους άρχοντες νά επέμβουν ώς δεφένστοροι, αποκαθιστώντας τα δικαιώματα τοΰ μοναστηρίου.
Το Χρονικον περί τοϋ εν Κυθήροις μοναστηρίου τοΰ 'Αγίου Θεοδώρου (Childs Chronicon monasterii S. Theodori in Cythera insula siti), δπως το τιτλοφόρησαν οι εκδότες του, οι γνωστοί μεσαιωνοδίφες τοϋ 19ου αι. Ί . Βελοΰδος και Κ. Hopf, παρόλο πού φαίνεται εκ πρώτης δψεως οτι διασώζει αποκλειστικά και μόνον το ιστορικό μιας κυθηραϊκής μονής, αποτελεί στην πραγματικότητα μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πηγή για τήν ιστορία τοΰ μικροΰ νησιοΰ των Κυθήρων, γιατί μας επιτρέπει να παρακολουθήσομε τή διαμόρφωση της κυθηραϊκής κοινωνίας σε μια εποχή πού οι 'ιστορικές μαρτυρίες απουσιάζουν καί να συλλάβομε, παράλληλα, τον ιδεολογικό προσανατολισμό τοΰ πληθυσμού αμέσως μετά τήν πτώση της βυζαντινής πρωτεύουσας.
Σύμφωνα με τήν αφήγηση τοΰ Χειλά2, στα μέσα περίπου τοΰ Μου αι., οι κάτοικοι τοΰ νησιοΰ είχαν αναθέσει το μοναστήρι πού τότε ήταν απορον και ανενέργητον σε κάποιον Πρωτοπαπά» δς καί Νοταράς ενομάζετο (sic), è όποιος εγκαταστάθηκε στην περιοχή μαζί με τήν οικογένεια του.
Σιγά-σιγά τα παιδιά του ενομεύθησαν... τα προαύλια τον Μοναστηρίου καί σώχωρα λεγόμενα, τα χωράφια... τα γύρωθεν τον ναον, άλλα, επειδή μάλωναν μεταξύ τους, ό γέροντας πατέρας τους, θέλων είρηνενσειν ταϋτα, εμέριζεν αυτά τοΰ καθ' ενός και έδιδε μοϊραν ενός εκάστου απ' αυτών. "Ετσι, μετά τον θάνατο τοϋ Νοταρά, τα χωράφια βρέθηκαν στα χέρια των εγγονών καί δισεγγόνο του, οι όποιοι τα εμφάνιζαν ως προικώα.
Το μοναστήρι μ' αυτόν τον τρόπο εγκαταλείφθηκε, γιατί όσοι μοναχοί πήγαιναν εκεί δια την άγάπην τοϋ 'Αγίου αναγκάζονταν να φεύγουν, άφοΰ δέν είχαν γη να καλλιεργήσουν.
Πέρασαν είκοσι χρόνια καί ήλθαν στο μοναστήρι δύο αδελφοί μοναχοί ό Θεόδουλος καί è Βαρλαάμ Χειλάς, πατέρας καί θείος τοΰ χρονογράφου, οι όποιοι υπάγουν εκεί... και κατοικούν χρόνους δώδεκα... Kαι αρχουνται έξωθεν καί γύροθεν τον ναοΰ καί ξεχωνεύουν κύκλοθεν και κτίζουν τεϊχον και περιορίζουν τον vaòv και φράσσουν τοϋτον... Και έφυτεύουν το αμπέλι... και άναστένουν δένδρα, συκαίας και αμυγδαλές...
'Αλλά στή διάρκεια της παραμονής των Χειλάδων στο μοναστήρι, έφτασε ό Γεώργιος Κυπαρισιώτης άπο τήν Κρήτη, μεταφέροντας γραφήν τοΰ Φραγγία Βενέριου (Βενιέρ) πού άνηκε στην οικογένεια των πρώην Λατίνων ηγεμόνων τοΰ νησιοΰ καί ήταν οίκοκνριος εις τον ναόν, σύμφωνα με τήν οποία το μοναστήρι οφείλε να δίδη κατά χρόνον κερϊν του Αύθέντη, τοϋ "Αρχοντος εκείνον, λίτρες δεκαέξ.
Έθλίβησαν τότε οι δύο μοναχοί δια το πάχθος, ώς δτι εδούλωσε το άδούλωτον. Ό Κυπαρισιώτης, άφοΰ παρέμεινε ώς οικονόμος τοΰ ναοΰ, εμπιστεύτηκε, λίγο πριν πεθάνει, τήν ήγουμενία στον θειο τοΰ χρονογράφου. Ό νέος δμως ηγούμενος, μολονότι δίκαιος καί πνευματικός, δπως τον αποκαλεί ό άνηψιός του, εποίησε συντεκνίαν... και συμπεθερίαν με τους εγγονούς και δισέγγονους εκείνου τοϋ πρώτου Πρωτοπαπά τοϋ Νοταρά, με αποτέλεσμα αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο του ν' αναλάβει
οικονόμος ό δισέγγονος τοΰ Νοταρά, Βασίλειος, ό όποιος ουχ υπήρχε μοναχός, άλλα παπάς κοσμικός.
Ό τελευταίος, ακολουθώντας το παράδειγμα τοΰ προπάπου του, κάλεσε στο μοναστήρι δλη του τήν οικογένεια, καθώς καί τον παπά Μανόλη Εύδαιμονογιάννη, συμπέθερο τοΰ πρώην ηγουμένου Χειλά, καί εποίησε... το Μοναστήριον καταγώγιον οίκεϊον. Οι συγγενείς του είχαν τόσο πολύ αποθρασυνθεί, γράφει οργισμένος ό χρονογράφος, ώστε ή νύμφη του εκεί έγέννησε καί όκτωήμερος λεχώ ετρεχεν άδεώς μέσον τοϋ Μοναστηρίου, καί ουκ ησχύνετο καν. "Οταν, τέλος, μετά τον θάνατο τοΰ Νοταρά, ό συγγραφέας τοΰ Χρονικού θέλησε να εγκατασταθεί με άλλους μοναχούς στο μοναστήρι, βρήκε να το νέμονται γυναίκες, οι όποιες εμφανίζονταν ώς γονικάρχισσες καί κτητόρισσες, υποστηρίζοντας δτι τα κτήματα ήταν δικά τους, άφοΰ τους τα είχε προικίσει ό προπάπος τους.
'Αδυνατώντας να εκδιώξει τα γύναια αυτά πού λυμαίνονταν ώς πλαστοί κτήτορες τή μοναστηριακή περιουσία, ό Χειλάς αναγκάζεται να προσφύγει στους άρχοντες, παρακαλώντας τους να φροντίσουν γιά τα δικαιώματα τοΰ ορφανού καί αδικημένου μοναστηρίου.
Αυτό είναι σέ γενικές γραμμές το περιεχόμενο τοΰ Χρονικοΰ τοΰ Χειλά.
Ό συγγραφέας του. όπως εξακριβώνεται άπο τον έλεγχο σέ συγκεκριμένες ειδήσεις, γνώριζε τα ιστορικά γεγονότα πού σημάδεψαν τις τύχες της ιδιαίτερης πατρίδας του, επομένως το κείμενο πού μας άφησε αποτελεί αναμφισβήτητα αξιόπιστη πηγή. Ό Χειλάς, άλλωστε, δεν ήταν στερημένος παιδείας.
Ό 'ίδιος σημειώνει δτι σε ηλικία 14 περίπου χρονών ζοΰσε στο μοναστήρι καί εμάνθανε γράμματα. Το Χρονικό του, γραμμένο σέ τοπική διάλεκτο με λίγες σχετικά ιταλικές λέξεις {δεφεντεύω, ζυγανεύω, μπιτάρω κ.ά.)2, προδίδει άνθρωπο καλλιεργημένο με πλούσιο λεξιλόγιο, ό οποίος χειρίζεται με άνεση τον γραπτό λόγο. 'Αξίζει να αναφερθεί δτι οι ιδιωματικές καί ιδίως οι αθησαύριστες λέξεις πού χρησιμοποιεί ό Χειλάς (δπως λ.χ. ό αρχιτεκτονικός δρος σφενδονών αντί τοΰ γνωστοΰ σύνθετου ορού ενισχυτική ζώνη1) φαίνεται δτι είχαν ταλανίσει τον Κύριλλο Martini, Λατίνο 'ιερωμένο, δταν επιχείρησε νά μεταφράσει, το 1759, το κείμενο στή Βενετία.
Ή γλώσσα, σημειώνει ό Martini, non è dei tempi buoni, non dei tempi barbari- πολλές λέξεις, συνεχίζει, λείπουν άπο τα λεξικά καί μάλλον πρέπει νά είναι κρητικές.
"'Ας έξετάσομε όμως τις πληροφορίες εκείνες πού άμεσα ή έμμεσα μάς δίνει το κείμενο αυτό τόσο γιά τήν κοινωνική σύνθεση τοΰ νησιοΰ στον 15ο αϊ. δσο καί γιά τήν πολιτική ιδεολογία τοΰ συγγραφέα του. 0ι βαθμίδες της κυθηραϊκής κοινωνικής πυραμίδας προσδιορίζονται στο Χρονικό με σαφήνεια, μολονότι συχνά περιγράφονται με ύπεραπλουστευμένα σχήματα, δπως λ.χ. πάντες οι τούτου τοϋ νησιού άνθρωποι, μικροί τε καί μεγάλοι, άνδρες τε και γυναίκες, πρεσβύτεροι καί νεανίσκοι, ιερείς και μονάζοντες, άρχοντες καί αρχόμενοι.
Μετά τήν Αυθεντία, σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό τοΰ Χειλά, ή οποία αποτελείται άπο τους εκάστοτε εκπροσώπους της Βενετικής Πολιτείας, ακολουθούν ο'ι τοπάρχοι άρχοντες ή εξάρχοντες άπο μέρονς καί, τέλος, οι άνθρωποι τοϋ τόπον ή ό καθόλον λαός. Ώς τοπάρχους άρχοντες ό χρονογράφος εννοεί τα μέλη της οικογένειας Βενιέρ πού είχαν μετά τήν τέταρτη Σταυροφορία καταλάβει το νησί. Οι Βενιέρ, όπως γνωρίζομε, είχαν λάβει μέρος στην επανάσταση των φεουδαρχών της Κρήτης τοΰ 1363 εναντίον τής Γαληνότατης, με αποτέλεσμα οί Βενετοί μετά τήν καταστολή τοΰ κινήματος νά κηρύξουν έκπτωτη τήν οικογένεια, προσαρτώντας το νησί στον άμεσο ελεγχό τους.
'Αργότερα, ωστόσο, ή Βενετία αναγνώρισε ορισμένα άπο τα δικαιώματα των έκπτωτων ηγεμόνων των Κυθήρων, παραχωρώντας τους 13 άπο τους 24 κλήρους πού είχαν εκεί1.
Σέ έναν άπο τους κλήρους των Βενιέρ βρισκόταν καί το μοναστήρι τοΰ Άγιου Θεοδώρου, στο όποιο είχε επιβάλει, δπως ήδη αναφέρθηκε, φεουδαρχικό τέλος ό Φραγγίας Βενιέρ (1395-1424). 'Εκείνος γάρ, διευκρινίζει ό Χειλάς, εκράτει τότε μόνος το άπο μέρους τοϋ τόπον, το νϋν καί υπό τήν σήμερον υπό των Βενέρων άρχόμενον κατά μέρος.
Διακρίνοντας τους άρχοντες άπό τους αρχόμενους, ό συντάκτης τοΰ Χρονικού διαφοροποιεί, συγχρόνως, το ξένο άπο το ελληνικό στοιχείο, άφοΰ στους πρώτους συγκαταλέγει τους Λατίνους, ενώ στους δεύτερους τον ντόπιο πληθυσμό.
Μένει, τώρα, να δοΰμε πώς ήταν οργανωμένοι οι άνθρωποι τοϋ τόπου.
Σκόπιμο, όμως, είναι, πριν άπο κάθε προσπάθεια γιά τήν προσέγγιση τοΰ θέματος, νά σχολιάσομε τήν πληθυσμιακή δομή των Κυθήρων. Οι αριθμοί γιά τήν εποχή πού μιλάμε εΐναι εξαιρετικά χαμηλοί. "Εχομε με λίγα λόγια νά κάνομε με μια νησιωτική κοινότητα, ή οποία το 1470, μία δηλ. δεκαετία περίπου μετά τή συγγραφή τοΰ Χρονικού, άριθμοΰσε 500 μόνον κατοίκους.
Ό αριθμός αυτός θα αυξηθεί τόν επόμενο αιώνα σέ 2.000 ώς 4.000 άτομα καί θα φτάσει, σύμφωνα μέ τις ασφαλείς απογραφές πληθυσμού πού διαθέτουμε ιά τον 18ο αι., σέ 7.500 περίπου ψυχές κατά τά τελευταία χρόνια τής βενετοκρατίας. Οι περισσότεροι άπό τους 500 αυτούς κατοίκους, πού ζοΰσαν στα Κύθηρα τόν καιρό πού έγραφε ό Χειλάς, άνηκαν σέ πελοποννησιακές οικογένειες, οι όποιες εϊχαν εγκατασταθεί στο νησί κατά τις τελευταίες δεκαετίες τοΰ 10ου αί. Γιατί εϊναι γνωστό δτι τά Κύθηρα, μέ τήν αραβική κατάκτηση τής Κρήτης τόν 9ο αί. καί τις επιδρομές των κουρσάρων καί Σαρακηνών πού ακολούθησαν, είχαν εγκαταλειφθεί άπό τους κατοίκους τους, γιά νά έποικιστοΰν έναν περίπου αιώνα αργότερα, δταν μέ τήν ανάκτηση τής Κρήτης άπό τους Βυζαντινούς είχε επικρατήσει στα ελληνικά παράλια σχετική ηρεμία.
Οι νέοι οικιστές ήταν, κυρίως, Μονεμβασιώτες πού είχαν προωθηθεί έκεϊ άπό τή γειτονική πελοποννησιακή ακτή. 'Αργότερα, μέ τά έποικιστικά μέτρα πού έθεσαν σέ εφαρμογή οι Βενετοί άπό τόν 13ο αι., προστέθηκαν καί έποικοι άπό τή βενετοκρατούμενη Κρήτη. Άπό τους Μονεμβασιώτες, δμως, εκείνους πού είχαν πρώτοι εγκατασταθεί στό νησί καί αποτελούσαν τότε τήν άρχουσα τάξη, κατά τήν εποχή τοΰ Χειλά δεν εϊχαν απομείνει παρά λίγοι κι αυτοί ακόμη πού επιζούσαν δεν είχαν κοινωνική ή οικονομική δύναμη {καθώς φαίνονται καί ου φαίνονται μέχρι τήν σήμερον, ονόματι μεν ψιλώ και μόνον, πράγματι δε ουδέν το παράπαν).
'Αλλά, ενώ οι Μονεμβασιώτες άρχοντες είχαν μέ τή βενετική κατάκτηση περιέλθει σέ παρακμή, μια νέα κοινωνική τάξη αρχίζει νά διαμορφώνεται στό νησί άπό τόν 15ο αι., ή όποια θά αποκτήσει σιγά σιγά ισχύ καί θά αντικαταστήσει τήν προηγούμενη. Οι εκπρόσωποι της δέν ανήκουν αυτή τή φορά σέ παραδοσιακές αρχοντικές οικογένειες τής Πελοποννήσου, άλλα προέρχονται άπό τά λαϊκότερα κοινωνικά στοιχεία, ιδιαίτερα τους βιοτέχνες, πού είχαν αρχίσει ν' αναπτύσσονται ήδη άπό τόν 14ο αί. τόσο στή βυζαντινή Μονεμβασία δσο καί στή βενετοκρατούμενη Κρήτη.
Ή αναφορά τοΰ Χειλά στην οικογένεια Καλούτζη, ή οποία θά κυριαρχήσει γιά αιώνες στην κοινωνική καί οικονομική ζωή τών Κυθήρων, είναι άπό αυτή τήν άποψη διαφωτιστική. "Οταν εξέπεσεν, σημειώνει ό χρονογράφος, ή τρούλλα τής εκκλησίας... εκινδύνευσε νά χαλάση το Μοναστήριον.
Μαζεύτηκαν οι κάτοικοι, έκαναν έρανο μεταξύ τους {εμάζιοσαν τήν εξοδον) καί έστειλαν σακελλάριο στή Μονεμβασία μέ τόν σκοπό νά φέρει άπό κει μαστόρους, γιά να επισκευάσουν τόν ναό. "Ενας άπ' αυτούς ήταν καί ο τοϋ κυροϋ Παύλω Καλούτζη πάππος, ό όποιος άπ' εκείνους τους χρόνους εμπητάρισεν εις τούτον τον τόπον ώς μάστορας καλός. Μάστορας, επίσης, ήταν καί ό Γεώργιος Κυπαρισιώτης πού είχε έλθει άπό τήν Κρήτη ώς απεσταλμένος τοΰ Βενιέρ. Ό Χειλάς, μάλιστα, διασώζει στό Χρονικό του καί τά ονόματα των εργαλείων πού είχε φέρει μαζί του, τή βαρέα, τά σκαπέτια, τά φθιάρια, τις μανάρες, τά χαλκώματα καί τις σκλαβήνες.
Τά νέα αυτά λαϊκά στοιχεία πού πότε άπό τή Μονεμβασία καί πότε άπό τήν Κρήτη είχαν φτάσει αρχικά στό νησί γιά νά εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των κατοίκων καί τελικά εϊχαν εγκατασταθεί εκεί, μετασχηματίστηκαν κοινωνικά καί κατέληξαν νά αποτελέσουν τον πρώτο πυρήνα τής αστικής τάξης τών Κυθήρων. Καί είναι χαρακτηριστικό τό γεγονός δτι τά μέλη τής κοινωνικής αυτής τάξης, τά όποια κατέλαβαν τή θέση πού είχαν παλαιότερα οι βυζαντινοί άρχοντες άπό τή Μονεμβασία, πολύ αργότερα, τό 1572, ώς fidelissimi sudditi e cittadini di questo luoco θά ζητήσουν άπό τόν Γενικό Προνοητή τής Κρήτης τήν αναγνώριση τοΰ τοπικοΰ συμβουλίου τους μέ τήν καθιέρωση κλειστού άριθμοΰ μελών, γιά νά μή μποροΰν νά εισχωρούν σ' αυτό άτομα κατώτερων κοινωνικών τάξεων.
Έτσι, ή κυθηραϊκή κοινωνία, άτυπη στην αρχή κι ανάμεικτη άπό διάφορα έποικιστικά στοιχεία, αναγκασμένη νά αναπτυχθεί μέσα σ' ενα χώρο φτωχό, άγονο καί περιορισμένο, δανείζεται ή, καλύτερα, τροφοδοτείται μέ κοινωνικά στοιχεία τών γειτονικών της κέντρων πού θά τή βοηθήσουν νά διαμορφώσει τή δική της φυσιογνωμία. Καθώς τά πιο κοντινά της κέντρα, άπό τά όποια, άλλωστε, εξαρτάται κατά καιρούς διοικητικά, είναι ή Κρήτη καί ή Μονεμβασία, δπου τά λαϊκότερα κοινωνικά στρώματα έχουν ήδη επιτύχει ενεργό συμμετοχή στην οικονομική ζωή τοΰ τόπου τους, προσεταιρίζεται κατ' ανάγκην λαϊκά στοιχεία.
Τά τελευταία εξελίσσονται βαθμιαία σέ αστικά καί επειδή δεν έχουν ν' αντιμετωπίσουν αντίδραση άπό ισχυρότερη τάξη, άφοΰ οι ευγενείς απουσιάζουν, επιβάλλονται καί συγκροτούν τήν πρώτη τάξη τής κοινωνικής διαστρωμάτωσης τών Κυθήρων, τήν τάξη τών cittadini, τών potenti τοΰ νησιοΰ.
Ας σημειωθεί δτι ή τάξη αυτή περιέλαβε καί τους απογόνους τών νόθων παιδιών τών Λατίνων φεουδαρχών.
Σέ αντίθεση μέ τήν έμμεση μαρτυρία τοΰ Χειλά γιά τή γένεση τής τάξης τών αστών, οι όποιοι δέν είχαν ακόμη στα χρόνια του εντελώς διαφοροποιηθεί, οι ειδήσεις πού παρέχει τό Χρονικό του γιά τή θέση τοΰ κλήρου είναι άμεσες καί συγκεκριμένες. Μέ βάση τό 'ιστορικό τοΰ μοναστηρίου τοΰ 'Αγίου Θεοδώρου, οι ιερωμένοι, κοσμικοί καί μοναχοί, ζοΰσαν καλλιεργώντας τή γή πού άνηκε στην εκκλησία.
Τό μοναστήρι κατέβαλλε ετήσιο τέλος στους Λατίνους φεουδάρχες, παρόλο πού δλη του ή περιουσία άριθμοΰσε μερικές μόνο συκιές κι αμυγδαλιές, κάποτε καί κάποιο αμπέλι. Ή ένδεια, δμως, τών κατοίκων γινόταν πολλές φορές ή αιτία καταπατήσεων τών μοναστηριακών κτημάτων, μέ αποτέλεσμα νά αναφύονται έριδες ανάμεσα στους κληρικούς καί τους λαϊκούς γιά τή διεκδίκηση τής κυριότητας τής καλλιεργούμενης γής. Οι 'ιερωμένοι, εκτός άπό γεωργοί, ήταν συχνά καί τεχνίτες, δπως δηλώνει ή περίπτωση τοΰ Βασιλείου Νοταρά, ό όποιος έ'λαβε μέρος στις οικοδομικές εργασίες γιά τήν έπαναστέγαση τής εκκλησίας πού έσταζε. "
"Ας καταγραφεί, επίσης, εδώ ή πληροφορία γιά τις διάφορες ζητεΐες (τήν εξοδον τών άνθρώπων τοϋ τόπου) πού οργάνωνε κατά καιρούς τό μοναστήρι, γιά ν' αντιμετωπίσει τά έξοδα τών επισκευών τοΰ ναοΰ. Κι ακόμη ή μαρτυρία γιά τήν οικολογική διάρθρωση τοΰ νησιοΰ μέ τή δημιουργία γύρω άπο τό μοναστήρι οικιστικού χώρου πού τόν κατοικούσαν αρχικά οι οικογένειες τών ιερέων, οι όποιες ήταν συνήθως πολυάριθμες.
"Ομως, εκτός άπό τήν κατάθεση τοΰ Χειλά γιά τόν κοινωνικό περίγυρο τής εποχής του, ή όποια διασώζεται στην έκθεση προς τους Βενιέρ, τό γεγονός δτι ή χρονική στιγμή τής συγγραφής αυτής τής πηγής συμπίπτει μέ τά πρώτα χρόνια πού ακολούθησαν τήν άλωση τής Κωνσταντινούπολης άπό τους Τούρκους μας επιβάλλει νά προβοΰμε καί σέ κάποιες άλλες ιστορικές ζητήσεις πού έχουν σχέση τόσο μέ τόν χρόνο όσο καί μέ τόν χώρο, όπου γράφτηκε τό κυθηραϊκό Χρονικό.
Ό Χειλάς γνώριζε ότι ή Πόλη τών Πόλεων είχε οριστικά χαθεί, δπως δέν αποκλείεται, επίσης, νά γνώριζε δτι στή διπλανή Κρήτη ένα επαναστατικό κίνημα μέ αρχηγό τόν Σήφη Βλαστό είχε οργανωθεί αμέσως μετά τήν πτώση τής βυζαντινής πρωτεύουσας σέ μια χιμαιρική απόπειρα γιά τήν αποτίναξη τοΰ βενετικοΰ ζυγοΰ. Άλλα γιά τόν Κυθήριο ιερωμένο, πού τά αισθήματα του πρέπει νά αντανακλούν καί τά αισθήματα τών ολιγάριθμων συμπατριωτών του, ή Κωνσταντινούπολη αποτελούσε εδώ καί δυόμισι αιώνες μιαν απλή ανάμνηση.
Εύλογο, λοιπόν, είναι ή απώλεια της, αν κρίνομε άπό τήν απουσία αναφορών α αυτήν, νά αντιμετωπίστηκε μέ σχετική αδιαφορία. Άπό τήν άλλη, πάλι, μεριά ή βενετική κυριαρχία αντιπροσώπευε τήν ασφάλεια, ή οποία ήταν απαραίτητη γιά τήν επιβίωση τών κατοίκων τοΰ μικρού νησιοΰ του, πού εύκολα κινδύνευε νά γίνει λεία εχθρικών επιδρομών.
"Οταν οί Βενιέρ κατέλαβαν τά Κύθηρα, γράφει ό Χειλάς, ή χρόνια ανασφάλεια πού επικρατούσε στό νησί, απομονωμένο δπως ήταν απέναντι στις βραχώδεις ακτές τοΰ Μαλέα, έξακολουθοΰσε ακόμη νά υπάρχει καί οι ντόπιοι εφοβοϋντο το καθ" ήμέραν1.
Μετά ταϋτα, συνεχίζει, επεσκέψατο ημάς ό Θεός... καί εξανέτειλεν ή νπέρλαμπρος Αυθεντία ημών, ή θεοφρούρητος, το Κουμούνιον, λέγω, τής Βενετίας... και εκράτησε τής χειρός ημών τής δεξιάς, καί εστησεν επί πέτραν στερεάν τους πόδας ημών, και κατεύθυνε τά διαβήματα ημών εις όδον ευθείαν... καί επήραν ανεσιν οι ολίγοι άνθρωποι εκείνοι και ήρξαντο κατά μικράν αίσθάνεσθαι άνέσεως, ήπλωσαν πάντες καί έπιασαν τον τόπον τούτον... και πάλιν και κάστρα και ναούς εποίουν.
Άν ή έκθεση τοΰ χρονογράφου απευθυνόταν προς τις βενετικές αρχές, θά μποροΰσε, ίσως, νά ερμηνεύσει κανείς τόν ΰμνο τοΰτο προς τή Βενετική Πολιτεία ώς κολακεία απέναντι στους κρατοΰντες, μέ σκοπό νά επιτύχει ό συντάκτης θετικά γιά τό συμφέρον τοΰ μοναστηρίου αποτελέσματα. Άλλα ή έκθεση προοριζόταν νά διαβαστεί άπό τους Βενιέρ καί οχι άπό τους εκπροσώπους τής Γαληνότατης, δεδομένου δτι εκείνοι ήταν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι για τήν τύχη τοΰ μοναστηρίου πού άνηκε στή δικαιοδοσία τους καί συνεπώς εκείνοι όφειλαν νά είναι καί οι υπερασπιστές του.
Άρα, ό Χειλάς, εκφράζοντας τά φιλοβενετικά του αισθήματα, διαπνέεται πραγματικά άπ' αυτά, άφοΰ δέν έχει λόγο νά υποκρίνεται. Δέν περιορίζεται, άλλωστε, στην εξύμνηση της Βενετίας, άλλα, προχωρώντας ακόμη πιό πέρα καί παραβλέποντας τή χαμένη αυτονομία τής πατρίδας του, συλλαμβάνει τις ιστορικές ανάγκες τοΰ καιροΰ του. Ή Βενετία είναι, σύμφωνα μέ τόν Χειλά, τό μόνο χριστιανικό κράτος πού εϊναι 'ικανόν αναλάβει τις υποχρεώσεις του απέναντι στή χριστιανοσύνη, ή οποία πλήττεται άπό τους άπιστους Τούρκους.
Στή θέση δηλαδή τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας πού έχει καταλυθεί è Κυθήριος χρονογράφος τοποθετεί τή Βενετία.
Αυτό τό νόημα έχει, προφανώς, ή φράση, τήν οποία θέτει ώς κατακλείδα τοΰ εγκωμίου του προς τή Βενετική Πολιτεία: και κατακυριεύομεν τών άθεων Τούρκων, ώσπερ καί πρώην προγενέστεροι καί ευτυχεϊς βασιλείς και ευλαβέστατοι τή χάριτι καί βοήθεια τής παντοδυνάμου Τριάδος, μέχρι τον νϋν και άμποτε καί εΙς τους αιώνας τών αίώνοιν.
Μεταβιβάζοντας μ' αυτόν τόν τρόπο τόν ρόλο τών βυζαντινών αυτοκρατόρων στην πόλη τοΰ Αγίου Μάρκου, θεωρεί αυτόματα τήν τελευταία ώς κληρονόμο τοΰ Βυζαντίου. Ή ιδεολογική αυτή τοποθέτηση απηχεί τό κοινό αίσθημα πού έπικρατοΰσε σέ Ινα μεγάλο ποσοστό τών ελληνικών πληθυσμών, οι όποιοι είχαν μετά τήν τέταρτη Σταυροφορία υπαχθεί στή βενετική κυριαρχία.
Ή στάση, βέβαια, αυτή προϋποθέτει ότι μέ τή λατινική κατάκτηση δέν είχε δημιουργηθεί ιδιαίτερη ένταση ανάμεσα στό ντόπιο καί στό ξένο στοιχεϊο. Στα Κύθηρα, πράγματι, οχι μόνο δέν παρατηρείται σύγκρουση μεταξύ Ελλήνων καί .Λατίνων, άλλα ή διεργασία τής προσέγγισης κατακτητών καί κατακτημένων, ολιγάριθμων καί άπό τις δύο πλευρές, τήν οποία είχε εγκαινιάσει ή συμφιλιωτική πολιτική τών Βενιέρ, είχε προοδευτικά οδηγήσει σέ έλληνολατινική συνύπαρξη.
Ή μαρτυρία τοΰ Χειλά γιά τους δεσμούς πού είχαν αναπτυχθεί ανάμεσα στον θειο του, ηγούμενο τοΰ μοναστηρίου άπό τά τέλη τής δεύτερης δεκαετίας τοΰ 15ου αι., καί τόν μισέρ Μπλάζιο (Biagio) Βενιέρ (1424-1449), διάδοχο τοΰ Φραγγία, εϊναι ενδεικτική τής ειρηνικής αυτής συμβίωσης.
Ηλθε, γράφει ό συντάκτης τοΰ Χρονικοΰ, ό μισέρ Μπλάζιο στό νησί, ήκονσε περί τοϋ άγιου Θεοδώρου τήν εύλάβειαν καί τά λεγόμενα Θαύματα, επειδή ήταν φιλοκλήσιος και φιλομόναχος- καί επήγεν εκεί εις προσκύνησα' τοϋ 'Αγίου. Συνάντησε τόν ηγούμενο, εγνωρίσθησαν, σννεκάθισαν, συνομίλησαν, γέροντες όντες καί οι όνο, ήγαπήθησαν εις υπερβολήν και οι δύο σφόδρα. Φαίνεται, μάλιστα, δτι ό Λατίνος ηγεμόνας δέν άργησε νά υποστεί τήν επίδραση πού άσκοΰσε στους κατοίκους ή λατρεία τοΰ τοπικοΰ άγιου, γιατί, συνεχίζει ό χρονογράφος, αποφάσισε ν' απαλλάξει τό μοναστήρι άπό τό τέλος, δταν ό "Αγιος Θεόδωρος εν νυκτερινή φαντασία ιοφθη τω άρχοντι κυρώ Βλασίω εν τή Βενετία, φοβερώς επισκήπτουσα και φόβον εμποιοϋσα αυτώ περί τούτου.
Εύκολα, λοιπόν, καί μόνον άπό τήν απλοϊκή περιγραφή αύτοΰ τοΰ περιστατικού, μπορεί κανείς νά κατανοήσει δτι οι Λατίνοι κυρίαρχοι τοΰ νησιοΰ δέν αντιμετωπίστηκαν άπό τόν ντόπιο πληθυσμό ώς κατακτητές καί δτι ή λατινική κατάκτηση δέν ήταν παρά μια ειρηνική αλλαγή καθεστώτος.
Στή διάρκεια τής βυζαντινής περιόδου, εξάλλου, τά Κύθηρα αποτελούσαν μια παραμελημένη καί ασήμαντη επαρχία πού τή διοικούσαν, οχι πάντα χωρίς βιαιότητα, εκπρόσωποι τοΰ βυζαντινοΰ αυτοκράτορα. Χαρακτηριστικό είναι τό επεισόδιο τοΰ οίκτροΰ θανάτου πού βρήκε, στα τέλη πιθανότατα τοΰ 12ου αι., ό βυζαντινός διοικητής τοΰ νησιοΰ στή διάρκεια επαναστατικού κινήματος τών κατοίκων, οι όποιοι αγανακτισμένοι άπό τις αυθαιρεσίες του τόν σκότωσαν μέ λιθοβολισμό.
'Ερμηνεύαμε, έτσι, γιατί δέν αντιδρά τό ελληνικό στοιχείο, δταν οι Λατίνοι κατακτούν τό νησί κι ακόμη γιατί, δταν πέφτει ή Κωνσταντινούπολη στα χέρια τών Τούρκων, ή νησιωτική αυτή κοινότητα αισθάνεται ασφαλής κάτω άπό τήν προστατευτική εξουσία τής πολιτείας τοΰ Αγίου Μάρκου, έτοιμης ν' αντιμετωπίσει τόν εξωτερικό εχθρό πού απειλεί όλο τόν χριστιανικό κόσμο.
Τό Χρονικό τοΰ Χειλά, αν τό δοΰμε μέσα άπό αυτό τό πρίσμα, γραμμένο άπό έναν ταπεινό μοναχό, ό όποιος ζει στα χρόνια πού σημάδεψαν τήν ιστορική καμπή τοΰ ελληνισμού, είναι, κατά τή γνώμη μου, μία ιδιαίτερα χρήσιμη πηγή γιά τή μελέτη τής συμπεριφοράς καί τών ιδεολογικών έκδηλώσεων τοΰ λατινοκρατούμενου έλληνικοΰ πληθυσμού απέναντι στή μεταβαλλόμενη πραγματικότητα τής εποχής του.
-------------------------------
ΧΡΥΣΑ Λ. ΜΑΛΤΕΖΟΥ
-------------------------------