Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2008

ΣΤΑ¨ΧΝΑΡΙΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΠΑΡΟΣΑ


ΚΑΝΕΤΕ ΚΛΙΚ ΣΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΓΙΑ ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΜΕΓΕΘΟΣ

ΣΤΑ ‘ΧΝΑΡΙΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΡΟΣΣΑ
(ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΠΑΛΙΟΧΩΡΑ- ΦΑΡΑΓΓΙ)
Ανδρέας Λουράντος (Κονταράτος)

Παλιόχωρα, φαράγγι, Μπαρμαρόσσα, σφαγή, ερείπια.
Η έννοια αυτών των λέξεων συνθέτουν την εικόνα που έχει ο κάθε Κυθήριος βαθιά χαραγμένη μες στο μυαλό του για τη πόλη φάντασμα, την Παλιόχωρα!
Εγώ έπιασα το μολύβι για να γράψω λίγες γραμμές, όχι βέβαια για να αναφερθώ στα ιστορικά γεγονότα, πράγμα άλλωστε που δεν είμαι και ο κατάλληλος για να το κάμω, αλλά για να σας περιγράψω τη μοναδική εμπειρία που είχα ‘όταν μια όμορφη μέρα του Νοεμβρίου μαζί με άλλους δύο φίλους αποφασίσαμε να διασχίσουμε το φαράγγι από την Παλιόχωρα μέχρι κάτω την κακιά λαγκάδα στη θάλασσα.
Πολλοί από σας θα πείτε, ε καλά, περάσατε ένα λαγκάδι με τα πόδια και τι έγινε;
Ακριβώς το ίδιο έλεγα και ‘γω μέχρι να το δοκιμάσω, αλλά πιστέψτε με, η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική.
Το φαράγγι μοιάζει με άγρια κι απόκοσμη καλλονή που φυλάει καλά κρυμμένα τα κάλλη της έτοιμη ακόμη και να τιμωρήσει σκληρά όποιον θελήσει να εξερευνήσει το φιδίσιο κορμί της!.
Η ώρα της αναχώρησης είχε οριστεί για τις δέκα το πρωί. Ήταν μια μέρα ηλιόλουστη, μαγευτική! Από εκείνες που θέλεις να ‘χεις τη δύναμη να σταματήσεις το χρόνο και να τη γεύεσαι όσο θα ζεις.
Ήμαστε τρεις, δύο πρωτάρηδες, εγώ κι’ άλλος ένας, και ο «οδηγός μας», παλιός και έμπειρος με τον εξοπλισμό του και πολύ αγάπη για τη φύση.
Πήγαμε λοιπόν με το αυτοκίνητο μέχρι την Παλιόχωρα και μια και δυο ξεκινήσαμε για το φαράγγι.
Το μονοπάτι που οδηγεί στην κοίτη του λαγκαδιού είναι λίγο απότομο, ολόρθα κατηφόρα δηλαδή, αλλά βατό, έτσι το ξεκίνημα μας φάνηκε εύκολο κι’ ήμαστε όλο καλαμπούρια και πειράγματα. Η πρώτη έκπληξη όταν βρεθήκαμε καταλάγκαδα, ήρθε όταν αντικρίσαμε τ’ απομεινάρια από ένα τοίχο χτισμένο κατά μήκος του λαγκαδιού και σε ύψος δύο-τριών μέτρων που κατά τον οδηγό μας αποτελούσε αγωγό νερού από κάποια βρύση που βρισκόταν κάπου ψηλότερα. Απίστευτη η δύναμη του ανθρώπου! Σ’ ένα τόσο απρόσιτο μέρος, σ’ αυτό το ύψος, να έχουν αγκαλιάσει κυριολεκτικά τον ανώμαλο γκρεμό για εκατοντάδες μέτρα με τοίχο με κονίαμα! Προσπάθησα να ζωντανέψω την εικόνα! Τους μαστόρους, τους πουργούς, το πάθος και το μεράκι τους για καλύτερη ζωή.
Σχεδόν το κατάφερα! Σαν να τους είδα και τους άκουσα! Μα η οπτασία μου διαλύθηκε με μιας καθώς άκουσα τους άλλους να μου φωνάζουν: (θα ‘ρθεις ή θα μείνεις εκειά;) Έτρεξα γρήγορα και τους έφτασα.
Η διαδρομή στην αρχή είναι σχετικά εύκολη, θέλει κατάλληλα παπούτσια, καλό θα είναι να ‘ναι στεγνή μέρα χωρίς υγρασία διότι τα βράχια είναι λία και γλιστρούν πάρα πολύ . Το γλίστρημα είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος σ’ αυτή τη διαδρομή. Κίνδυνος που μπορεί να είναι θανάσιμος διότι οι μικρογκρεμοί που πρέπει να κατέβει κανείς, γύρω στους δεκαπέντε συνολικά, είναι αρκετά ψηλοί και γεμάτοι βράχια στη βάση τους.
Ξαφνικά λοιπόν, εκεί που ήμαστε μες την καλή χαρά, βγάζαμε φωτογραφίες και πειράζαμε ο ένας τον άλλο, μας κόπηκαν τα γέλια . Διότι μέχρι εκείνη τη στιγμή, κουτσά στραβά και με μεγάλη προσοχή είχαμε περάσει 3-4 κακοτοπίες , αλλά τώρα είχαμε φτάσει στο χείλος ενός γκρεμού που έπρεπε να κατεβούμε και φοβόμαστε ακόμη και να πλησιάσουμε για να κοιτάξουμε κάτω! Είχε φτάσει η ώρα να χρησιμοποιήσουμε τον εξοπλισμό. Ευτυχώς κάποιοι άλλοι έχουν καρφώσει στα βράχια ειδικούς ορειβατικούς κρίκους που μπορείς να περάσεις τα σχοινιά σου και να κρεμαστείς για να κατέβεις, άλλη λύση δεν υπάρχει, ούτε καν να γυρίσεις πίσω δεν μπορείς ! διότι οι άλλοι μικρότεροι γκρεμοί που έχεις ήδη περάσει, είναι αδύνατον να τους ανέβεις προς τα πάνω!.
Πρέπει λοιπόν θέλεις δεν θέλεις να εμπιστευτείς τους κρίκους. Ρώτησα τον αρχηγό αν είναι καλά στερεωμένοι, ναι, μου απάντησε, και που το ξέρεις; Του λέω, ε το ξέρω, μου απάντησε. Μωρέ, σκεπτόμουνα ‘πο μέσα μου, εσύ το ξέρεις, οι κρίκοι το ξέρουνε; Τέλος πάντων του είπα να κατεβεί πρώτος, από ευγένεια, με καταλαβαίνετε πιστεύω.
Βίρα- μαϊνα κατεβήκαμε ένας-ένας, όλα πήγαν καλά και συνεχίσαμε τη μαγευτική μας πορεία.
Ειλικρινά δεν υπάρχουν λέξεις να περιγράψουν την ομορφιά αυτού του τοπίου!
Κάθετος γκρεμός, σαν κομμένος με μαχαίρι εκατό και πλέον μέτρα ύψος, δεξιά κι’ αριστερά πάνω απ’ τα κεφάλια μας! Και το πιο σπουδαίο! Ενώ είναι σκέτος βράχος, στο μεγαλύτερο μέρος του είναι σκεπασμένος με μια απαλή, σε ανοιχτόχρωμο πράσινο, βλάστηση! Εκεί πάνω στον ξερό βράχο! Χωρίς ίχνος χώματος.
Αλήθεια τι έχουμε δίπλα στα πόδια μας και πολλές φορές τρέχουμε στην άλλη άκρη της Ελλάδας ή και έξω απ’ αυτήν ψάχνοντας τις ομορφιές του κόσμου!
Θα μου πείς πόσοι μπορούν να το επισκεφτούν; Η απάντηση είναι, πάρα πολύ λίγοι, και ο λόγος είναι το ότι δεν έχει υπάρξει μέριμνα για τη δημιουργία ασφαλούς πρόσβασης.
Νομίζω ότι οι αρχές του τόπου θα πρέπει να το δουν πολύ σοβαρά καθώς τέτοια δώρα η φύση δεν τα έχει δώσει σε πολλούς. Θα μπορούσε λοιπόν, με λίγα σχετικά χρήματα, το φαράγγι της Παλιόχωρας να γίνει ένας πρώτης τάξεως πόλος έλξης για κάθε είδους επισκέπτες.
Ας γυρίσουμε όμως στο οδοιπορικό μας που όσο πλησιάζαμε προς το τέλος γινόταν όλο και πιο δύσκολο. Σε μερικά σημεία χρησιμοποιήσαμε μικρούς ξερούς κορμούς δέντρων για να κατέβουμε στα χαμηλότερα επίπεδα και βέβαια τα σχοινιά μας ήταν απαραίτητα όλο και πιο συχνά.
Αφού λοιπόν πλησιάζαμε προς το τέλος και είχαμε περάσει με επιτυχία όλες τις «ΠΙΣΤΕΣ» , για να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα των νέων παιδιών, που ζουν παρόμοιες περιπέτειες καθισμένα αναπαυτικά μπροστά στους υπολογιστές τους, μας περίμενε μια έκπληξη! Ενώ δεν είχε βρέξει για μεγάλο χρονικό διάστημα και το λαγκάδι ήταν ξερό, ξαφνικά βρεθήκαμε σε μια μακρόστενη λιμνούλα που ήταν αδύνατο να την περάσουμε χωρίς να μπούμε στο νερό σε βάθος εβδομήντα εκατοστών περίπου. Συγκινήθηκα όταν είδα το φίλο μου να βγάζει ρούχα (εκτός το σώβρακο) και παπούτσια και να προσφέρεται να μας περάσει στην πλάτη του! Πρώτα φορτώθηκε εμένα και ενώ σιγοτραγουδούσα το «ΞΕΚΙΝΑΕΙ ΜΙΑ ΨΑΡΟΠΟΥΛΑ» αυτός άρχισε να τρεκλίζει ώσπου με πέταξε με τα ρούχα στο νερό!! Μέσα μου δεν θέλω να πιστέψω ότι το έκανε επίτηδες, αλλά τότε πως εξηγείται, όταν μετά από λίγο, τον οδηγό μας, που όσο να ‘ναι τον ντρεπότανε λιγάκι, να τον περάσει μια χαρά; Τέλος πάντων, το ‘χω σημειώσει!
Μετά από λίγο και έπειτα από τρεισήμισι ώρες αξέχαστης εμπειρίας, φτάσαμε κάτω στη λίμνη στη κακιά Λαγκάδα. Μια μικρή λιμνοθάλασσα λίγο μέσα απ’ την παραλία. Εκεί το θέαμα ήταν απαίσιο! Ενώ σε όλη τη διαδρομή το φαράγγι ήταν πεντακάθαρο και πουθενά δεν συναντήσαμε σημάδι ανθρώπινης ρύπανσης,
Μόλις φθάσαμε στη λίμνη αντικρίσαμε μιαν αληθινή χαβούζα με ένα πράσινο και βρώμικο, γεμάτο σκουπίδια νερό. Εκεί ξυπνήσαμε ανώμαλα, το αληθινό όνειρο που είχαμε μόλις δει, πνίγηκε στο σκουπιδόβαλτο της κακιάς Λαγκάδας!.
Εδώ, προς αποφυγή παρεξηγήσεως, θα πρέπει να πω ότι τα σκουπίδια αυτά έρχονται από την θάλασσα και καμία σχέση δεν έχουν με τους κατοίκους ή τους επισκέπτες του νησιού.
Για την επιστροφή, μας περίμενε ο «καλός Φαλίντας» (κάτι σαν καλός Σαμαρείτης δηλαδή) και μας μετέφερε με το αυτοκίνητό του πίσω στην αφετηρία μας. Κατάκοπους μα και γεμάτους με τη γλυκιά αίσθηση του κατακτητή!!.-