Σελίδες

Σάββατο 30 Ιουλίου 2016

Λόγια ενός μεθύστακα

Πριν με ρίξετε στον Καιάδα της χρεοκοπίας  δημαγωγοί Γκαίμπελς της εξουσίας ήμουνα ένα ευτυχισμένο ανθρωπάκι. Ξύπναγα το πρωί με τις πρώτες ηλιαχτίδες που φιλούσαν τη γη, χαιρόμουν τον αέρα που γιόμιζε με ήχους χαράς, θαύμαζα την επιδρομή που ‘καναν τα σύννεφα στον ουρανό και μιλούσα με τα μπουρμπούνια  που απολάμβαναν τους περιπάτους στα δέντρα του κήπου μου.

          
Ήμουν τυλωμένος, έγραφα στίχους, έπαιζα με τη φυσαρμόνικα τραγούδια και γέμιζα την ψυχή μου και των συνανθρώπων μου με δοξαστικά για τη ζωή, την άνοιξη, τη θάλασσα, τη μέρα, το καλό φαϊ, το κρασί, την όμορφη γυναίκα, το παιδί, τη δουλειά, για όλα  εκείνα που τα κάνατε και την κοπάνισαν κι έπεσε μαύρο στη ζωή μας.
          
Και τώρα άφραγκος, έγινα μεθύστακας, πίνω για να ξεχάσω από πρωίας μέχρι νυκτερινής, ποτήρια κατεβάζω για να απονεκρωθώ να πάψω να θυμάμαι και να πονώ.

Ύβρεις εκχύνω, κατάρες και αναθέματα για ψύλλου πήδημα, με τη συμβία και τους φίλους μου διαπληκτίζομαι και αισχρολογώ. Ενίοτε διημερεύω στο κρασοπουλειό, στουπί στον ελαιώνα τριγυρνώ, μέσα στις αγριλιές και τις ευώδεις μυρσίνες και ιτιές κοιμάμαι, σε γέρικους κορμούς φωλιάζω και διαμένω.  Κι όσο είμαι μεθύστακας εγώ, εσείς τρώτε τον άμπακα, πίνετε του σκασμού, τη ζωή σας και τη ζωή μου να μοιάζει κάνετε όσο η μέρα και η νύχτα.
          
Χωρίσατε την Ελλάδα σε δυο κομμάτια, σε δυο φέτες τροϊκανές. Τη μια αλειμμένη με βούτυρο και μαρμελάδα που τρώνε οι ευπατρίδες της τιμής, την άλλη αλειμμένη με σκατό που τρώνε  δέκα εκατομμύρια  πεινασμένοι Έλληνες κολίγοι.  Τι να σας πω! Να  σας φτύσω δεν μπορώ η ευγένεια με συγκρατεί!  Πού θα φτάσει αυτό, να πληρώνουμε σερί; Τα σκουλήκια που τρώνε την Ελλάδα φάγανε και τα πορτοφόλια μας. Με τι οβολό να σας πληρώσουμε;  
          
Η πατρίς μοιάζει με πεσμένη γυναίκα και εσείς από πάνω της  τη βιάζετε,  νηστικοί εμείς  μετράμε τις πληγές μας και  κοιτάμε. Κι εγώ πίνω, πίνω για να ξεχνώ πως δεν έχω ψωμί, χιτώνα να ντυθώ, φάρμακο να καταπιώ, πίνω να ξεχνώ πως είμαι χρεωμένος, πως το αίμα μου ρουφά ένα κράτος μπόγιας, μια αρχή χαρτομούτσουνη και μια δράκα διεθνών και ντόπιων απατεώνων. Πίνω, μεθώ και περιμένω πότε ο μνησιπήμων πόνος θα φύγει από τις αποσκευές μου για να κόψω το κρασί και άνθρωπος να γίνω.
------------------------------------------------------------------------------------------
Πηγή:  ellinikoxronografima.blogspot.gr-Παναγιώτης  Αντωνόπουλος 
------------------------------------------------------------------------------------------