Σελίδες

Τρίτη 29 Μαρτίου 2016

Φάρμακο χειρότερο από την ασθένεια...

Σε πρόσφατη παρέμβασή του, ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος παρουσίασε τη δική του κατανόηση της ελληνικής κρίσης, δικαιώνοντας τους δανειστές και ενοχοποιώντας τη χώρα-οφειλέτρια.

Σύμφωνα με αυτόν, τα Μνημόνια 1, 2, 3, που οι Ευρωπαίοι... εταίροι και πιστωτές επιβάλλουν στη χώρα μας κατά την τελευταία 6ετία δεν ευθύνονται για την πρωτοφανή κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας από το 2010 μέχρι σήμερα, ούτε για τη σημερινή παντελή έλλειψη ορατότητος ακόμη και για το άμεσο μέλλον, παρ’ όλο που ουδέν προβλέπεται σε αυτά για τη σταθεροποίηση ή την ανάκαμψη.


Ο ίδιος υποστήριξε ότι τα Μνημόνια δεν ήσαν ποτέ μέρος του προβλήματος, αλλά αντίθετα μέρος της λύσης του. Ισχυρίστηκε ότι η συρρικνωτική πολιτική ήταν μεν «δυσάρεστη», αλλά «αναγκαία» για τη θεραπεία των παθογενειών που είχαν συσσωρεύσει οι προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις, όπως και η ελληνική κοινωνία με την αξίωσή της να διατηρεί με δανεικά βιοτικό επίπεδο ανώτερο των δυνάμεών της.

Ο διοικητής προσέθεσε ότι για την 6ετή ελληνική κρίση δεν ευθύνονται ούτε οι ελληνικές τράπεζες, αφού η κρίση δεν πυροδοτήθηκε από αυτές, αλλά από το δημοσιονομικό αδιέξοδο που οδήγησε σε πτώση ολόκληρη την ελληνική οικονομία, με συνέπεια να πληγεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και μαζί με αυτήν οι τράπεζες.

Γοητευτικό το θεώρημα του διοικητή για τους δανειστές και διεισδυτικό για μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, στο μέτρο που έτσι ακριβώς χειραγωγείται και αυτο-μαστιγώνεται κατά την τελευταία επίδικη 6ετία. Ωστόσο, πολύ εύκολα το ερμηνευτικό σχήμα του διοικητή θα μπορούσε να ανατραπεί, κυρίως όσον αφορά την ευθύνη και ενοχοποίηση των θυμάτων που πληρώνουν τα σπασμένα για ατασθαλίες στις οποίες δεν μετείχαν ποτέ ούτε καν εκ του μακρόθεν.

Ο διοικητής παρασιωπά τη γνωστή έκθεση Ολιβιέ Μπλανσάρ, διευθυντή μελετών του ΔΝΤ, η οποία παραδέχεται ότι η βαθιά ύφεση της ελληνικής οικονομίας δεν οφείλεται τόσο στην υπερχρέωση της χώρας όσο στην υποεκτίμηση των υφεσιακών επιπτώσεων από τα σκληρά μέτρα λιτότητας των Μνημονίων.

Πράγματι, εάν η Ισπανία βγήκε σύντομα από την ύφεση, αυτό σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στο ότι αυτή η χώρα ποτέ δεν ετέθη υπό μνημονιακή επιτήρηση. Οσον αφορά τις Ιρλανδία, Πορτογαλία και Κύπρο, τα μνημονιακά προγράμματα ουδέποτε έφτασαν τη βιαιότητα, σκληρότητα και εκδικητικότητα των αντίστοιχων ελληνικών. Ενώ στο ελληνικό «χοιρίδιο» επιβλήθηκαν περικοπές μισθών και συντάξεων μέχρι 50%, στα υπόλοιπα 4 κράτη της ευρωπαϊκής περιφέρειας, αυτές δεν υπερέβησαν το 15%.

Στη διάρκεια της κρίσης στην ευρωπαϊκή περιφέρεια και ενώ οι ελληνικές συντάξεις μειώθηκαν κατά 50%, οι αντίστοιχες ισπανικές και πορτογαλικές όχι μόνο δεν μειώθηκαν, αλλά αντίθετα αυξήθηκαν κατά 15% με ομόφωνη απόφαση των κοινωνικών εταίρων, την οποία σεβάστηκαν οι αντίστοιχες συντηρητικές κυβερνήσεις. Εάν η ελληνική ύφεση παραμένει μέχρι σήμερα η βαθύτερη και η ανεργία η υψηλότερη από όλες τις άλλες, αυτό δεν οφείλεται τόσο στο αρχικό ύψος του χρέους όσο στην πιο αναποτελεσματική κακοδιαχείρισή του από τα τρία Μνημόνια.

Επειτα από 6ετή εφαρμογή των μνημονιακών προγραμμάτων στη χώρα μας, το ελληνικό χρέος δεν μειώθηκε, αλλά αντίθετα εκτινάχθηκε ακόμη περισσότερο είτε ως ποσοστό του ΑΕΠ είτε σε απόλυτα μεγέθη. Παράλληλα, οι μημονιακές περικοπές εισοδημάτων και δημόσιων δαπανών, όπως και οι φοροεπιδρομές, συνεχίζουν να στραγγίζουν κάθε ρευστότητα κίνησης στην ελληνική αγορά, με αυτονόητη συνέπεια τη χωρίς επιστροφή εγκατάσταση της οικονομίας σε αυτοτροφοδοτούμενο πτωτικό φαύλο κύκλο.

Ούτε ευσταθεί η άποψη ότι δήθεν αιτία της ελληνικής ύφεσης είναι η άρνηση ή η καθυστέρηση της χώρας να υλοποιήσει τις «αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις». Στην πρόσφατη έκδοσή του, ο ΟΟΣΑ κατατάσσει τη χώρα μας πρωταθλήτρια στην υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων μεταξύ των 34 χωρών-μελών του.(1) Ωστόσο, αυτό που δεν ομολογείται από τον διεθνή οργανισμό ούτε από τον διοικητή, είναι ότι όταν οι μεταρρυθμίσεις εφαρμόζονται σε υφεσιακό πλαίσιο, το αποτέλεσμα θα είναι μοιραία ακόμη περισσότερο υφεσιακό.

Εάν η Ελλάδα είναι πρώτη στην Ευρώπη στις μεταρρυθμίσεις, αυτό εξηγεί και γιατί παραμένει τελευταία στην ανάκαμψη. Για να είναι ωφέλιμες οι μεταρρυθμίσεις απαιτείται να μη θίγουν την αναπτυξιακή δυναμική. Ενόσω αυτός ο κανόνας δεν τηρείται, η ανάκαμψη και σταθεροποίηση εξαφανίζονται ακόμη και από τα ραντάρ της ελληνικής οικονομίας. Εάν σήμερα η ΕΚΤ παραπονείται ότι μόνον 4% των προτεινόμενων μεταρρυθμίσεων υλοποιούνται στην ευρωζώνη, αυτό οφείλεται στο υφεσιακό κλίμα που επικρατεί στο σύνολό της και στη μέριμνα των κυβερνήσεων να μην το επιτείνουν.

Ο Γάλλος υπουργός Σαπέν ξεκαθάρισε ότι η χώρα του δεν προτίθεται να μειώσει περαιτέρω το δημόσιο έλλειμμα, αφού στις σημερινές συνθήκες αυτό θα συνεπαγόταν υψηλότερη ανεργία. Ολες οι χώρες καθυστερούν τις μεταρρυθμίσεις και μόνον η Ελλάδα τις επισπεύδει με τα γνωστά θλιβερά αποτελέσματα. Εάν η χώρα μας έπρεπε να λογοδοτήσει, θα όφειλε να εξηγήσει όχι γιατί δεν πραγματοποιεί τις μεταρρυθμίσεις, αλλά γιατί επιμένει να τις υλοποιεί σε απρόσφορο υφεσιακό πλαίσιο με αποτελέσματα όλο και πιο αρνητικά.

Στο διάστημα της τελευταίας κρίσιμης 6ετίας, εάν το δημοσιονομικό έλλειμμα μετετράπη σε πλεόνασμα, αυτό δεν οφείλεται στο ότι αυξήθηκαν τα δημόσια έσοδα, παρά τις σαρωτικές φοροεπιδρομές, αλλά κυρίως στο ότι περικόπηκαν άγρια οι δημόσιες δαπάνες και ιδίως οι κοινωνικές, είτε για μισθούς και συντάξεις του Δημοσίου είτε για εκπαίδευση και υγεία.

Οι κοινωνικές δαπάνες περικόπηκαν συνολικά κατά σχεδόν 30%, ενώ παράλληλα σε ολόκληρη την ευρωζώνη αυτές αυξάνονται για τη συγκράτηση της οικονομίας από την απειλή της κατάρρευσης. Οι κοινωνικές δαπάνες θεωρούνται στην Ευρώπη «αυτόματοι σταθεροποιητικοί μηχανισμοί» των οποίων η αύξηση περιορίζει την επέκταση της κρίσης και μόνο στη χώρα μας ενοχοποιούνται για τη δήθεν πυροδότησή της.

Οι ελληνικές τράπεζες δεν προκάλεσαν την κρίση, αλλά αντίθετα είναι θύματά της; Θα πρέπει να σημειωθεί ότι 45% του δημόσιου χρέους της χώρας αποτελεί ευρωπαϊκό χρήμα που χρεώθηκε στο ελληνικό κράτος, αλλά με τελικό αποδέκτη τις τράπεζες. Εάν στην Ελλάδα εφαρμοζόταν η αρχή του διαχωρισμού του τραπεζικού χρέους από το δημόσιο, όπως συμβαίνει στην Ισπανία, με επιμονή της συντηρητικής κυβέρνησης Ραχόι, τότε το τελευταίο δεν θα ήταν 185% του ελληνικού ΑΕΠ, αλλά μόνον 95%.

Ομως, δεν είναι μόνον ότι οι τράπεζες διασώζονται με επιβάρυνση του ελληνικού δημόσιου χρέους. Είναι ακόμη οι «διασώσεις» των τραπεζών με δισεκατομμύρια κρατικού χρήματος ήδη από την εποχή του Αλογοσκούφη (2009), με τη μορφή των διαδοχικών «ανακεφαλαιοποιήσεων».

Εκτός από αυτή του 2009, έχουν ακολουθήσει τρεις ακόμη, στις οποίες εκτός από το ευρωπαϊκό, χρήμα που χρεώνεται στο ελληνικό κράτος, μετέχει κατά μέγα μέρος και ελληνικό χρήμα, είτε αυτό προέρχεται απευθείας από το Δημόσιο είτε από τους ιδιώτες που προσφέρονται για αγορές νέων μετοχών. Σε κάθε περίπτωση, το χρήμα που τοποθετείται στις νέες τραπεζικές μετοχές μοιραία μεταγγίζεται εις βάρος της ελληνικής αγοράς, με αποτέλεσμα κάθε ανακεφαλαιοποίηση να επιφέρει περαιτέρω συρρίκνωση στην ήδη ανεπαρκή ρευστότητα κίνησης της ελληνικής οικονομίας.

Η άποψη ότι η ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού πυλώνα σταθεροποιεί την ελληνική οικονομία δεν ευσταθεί, ιδίως από τη στιγμή που οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί δεν ανταποδίδουν το χρήμα που τους προσφέρεται και μάλιστα υπό το επιχείρημα ότι δεν χρηματοδοτούν χρεοκοπημένες οικονομίες.

Ωστόσο, εάν οι ελληνικές επιχειρήσεις βρίσκονται σήμερα σε πορεία χρεοκοπίας, αυτό οφείλεται στο ότι η αγορά «στεγνώνει», λόγω των διαρκών μεταγγίσεων ρευστότητας από τις αγορές προς τις τράπεζες. Εάν υπάρχει κάτι το θλιβερό σε αυτή την αυτοτροφοδοτούμενη πτωτική διαδικασία προς την κόλαση, αυτό σίγουρα δεν είναι ότι οι τράπεζες είναι θύματα και η οικονομία θύτης. Ιδίως από τη στιγμή που η τελευταία φτάνει σήμερα να πνέει τα λοίσθια, ενώ οι πρώτες έχουν ήδη θωρακίσει τους ισολογισμούς τους και με τις πρόσθετες εγγυήσεις του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος.

Ενόσω συνεχίζονται οι αφαιμάξεις της οικονομίας υπέρ των τραπεζών, δεν θα μπορούν να λειτουργούν ούτε αυτές. Χρειάζεται υψηλός βαθμός διαστροφής για να υποστηρίζει κάποιος ότι η σταθερότητα της οικονομίας εξαρτάται από αυτή των τραπεζών. Στην πραγματικότητα, το αντίθετο ισχύει: η σταθερότητα των τραπεζών εξαρτάται από αυτή της οικονομίας.

Με την αντιστροφή του συσχετισμού που συμβαίνει στη χώρα μας, οι λέξεις συγκαλύπτουν τα πράγματα και αντί οποιασδήποτε σταθεροποίησης, οι καταρρεύσεις διαδέχονται η μια την άλλη, η κάθε μια συμπαρασύρει τις υπόλοιπες. Οι μεταγγίσεις αίματος επιτυγχάνουν, αλλά ενόσω πραγματοποιούνται εις βάρος του, ο ασθενής βυθίζεται σε όλο και βαθύτερο κώμα.

(1) Βλ OECD, Going For Growth, Παρίσι, Φεβρουάριος 2016.
----------------------------------------------------------------------------------
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών-Κώστας Βεργόπουλος
-----------------------------------------------------------------------------------