Σελίδες

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

«Μη μάθουν τα παιδιά μας για τα συσσίτια»

Οι άνθρωποι που δεν ζουν στο σπίτι του κ. Γιάννη δεν ξέρουν τίποτε για όλ’ αυτά που θα διαβάσετε παρακάτω. Εκείνος μου το εξήγησε απ’ την αρχή: δεν μπορώ ούτε το επώνυμό του να γράψω, ούτε πού ακριβώς μένει, ούτε τα πραγματικά ονόματα των παιδιών του. Με αυτήν τη συμφωνία μιλήσαμε μ’ εκείνον και τη μεγάλη του κόρη, την Αγγελική, που βέβαια δεν τη λένε Αγγελική. 

Η μικρή, που πάει Α΄ Γυμνασίου, έτυχε να είναι σπίτι εκείνο το πρωί. Απ’ την αρχή της συζήτησης, όταν άκουσε να ρωτώ για μισθούς και χρήματα, το πρώτο που είπε ήταν «εμείς δεν είμαστε φτωχοί. Ετσι δεν είναι, μπαμπά;».

  
Πριν από την κρίση, ουδείς φανταζόταν πως μια οικογένεια Ελλήνων δύο χιλιόμετρα απ’ το Σύνταγμα ζει έτσι. Ομως, στο νέο σύμπαν του μνημονίου, η οικογένεια της Αγγελικής δεν είναι κάτι σπάνιο: 3 στα 10 νοικοκυριά στο κέντρο της Αθήνας περνούν τον χειμώνα χωρίς θέρμανση, κάποια ακόμη και χωρίς ζεστό νερό.

Μία στις πέντε οικογένειες έχει κλείσει το καλοριφέρ της πολυκατοικίας εδώ και πέντε χρόνια, μία στις τέσσερις παλεύει με τη ρύθμιση ληξιπρόθεσμων οφειλών για να διατηρήσει το ρεύμα στο σπίτι και μία στις πέντε έχει περάσει τις πιο δύσκολες μέρες της τρώγοντας στα συσσίτια της εκκλησίας ή του δήμου. Ολ’ αυτά, όμως, δεν παρηγορούν τον πατέρα της Αγγελικής και της Φωτεινής, τον Γιάννη. «Εγώ το παλεύω μία μέρα τη φορά», λέει. «Σήμερα έχουμε φαγητό, αλλά δεν έχουμε θέρμανση. Αύριο βλέπουμε».

Με δύο δουλειές
Βρισκόμαστε στην Κυψέλη, μερικούς δρόμους πέρα απ’ την Αγία Ζώνη. «Παλιά εδώ ήταν ωραία περιοχή», λέει ο Γιάννης. «Ο ιδιοκτήτης νομίζει πως είναι ακόμη, θέλει 270 ευρώ για 96 τετραγωνικά». Κι από εκεί, ξεκινά το μοίρασμα του μισθού του. «Που είναι 500 ευρώ τον μήνα, όσα βγάζω με δύο δουλειές». 

Ο Γιάννης τα πρωινά δουλεύει σερβιτόρος και δύο βράδια την εβδομάδα ντελίβερι. Είναι 42 ετών κι έχει σπουδάσει μηχανικός, αλλά «αυτά είναι ψιλά γράμματα». Με δυσκολία τον κάνω να πει πως έως το 2010 αναλάμβανε μελέτες σε τεχνικό γραφείο. «Και μετά;» τον ρωτάω. «Μετά δεν υπήρχαν μελέτες κι έκλεισε το γραφείο», λέει απλά.

Τόσο απλά, όσο η γυναίκα του, η Γεωργία, έχασε τη δουλειά της στο φροντιστήριο Αγγλικών. «Ηταν απ’ τις πιο νέες καθηγήτριες και την έδιωξαν πρώτη, το 2012». Στην αρχή έκανε μερικά ιδιαίτερα, μετά ούτε με 6 ευρώ την ώρα δεν μπορούσε να βρει μαθητές. «Πιο πολύ στοίχιζε να πάει στο σπίτι του μαθητή παρά να μείνει σπίτι να προσέχει τα παιδιά».

Η μικρή έχει πάει στο δίπλα δωμάτιο και ο Γιάννης κοιτάζει προς την πόρτα, να βεβαιωθεί πως δεν ακούει. «Κάθε πρωί η Γεωργία πάει στην Ομόνοια και φέρνει φαγητό απ’ τα συσσίτια», μου λέει. «Ευτυχώς μας το δίνουν σε πακέτο οι άνθρωποι, αλλά μην το πεις μπροστά στο παιδί. Το βάζουμε μέσα στην κατσαρόλα, να το σερβίρουμε κανονικά στο τραπέζι». 

Ο Γιάννης μού λέει πως όλα μοιάζουν με ατελείωτη παραφροσύνη όταν βρεθείς σε αυτή την κατάσταση ανέχειας. «Τις γιορτές που δεν είχαν τα παιδιά σχολείο στήναμε ολόκληρη παράσταση για να μην καταλάβουν πως η μαμά περπατάει τέσσερα χιλιόμετρα κάθε μέρα για να φέρει φαγητό. Μια μέρα την έπιασαν που γύριζε με τα τάπερ, και μετά με κοίταζαν περίεργα όταν τους έλεγα πως πήραμε φαγητό απ’ έξω επειδή είναι Χριστούγεννα».

Εξι μήνες χωρίς ρεύμα
Μου θυμίζει τον Ρομπέρτο Μπενίνι στην ταινία «Η ζωή είναι ωραία», όταν προσπαθούσε να πείσει τον γιο του του πως όλα πάνε καλά, ενώ και οι δύο ήταν κρατούμενοι σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. «Δεν έχω και τόσο ταλέντο όμως», απαντά. «Πριν από ένα μήνα έγινε διακοπή ρεύματος. 

Κοιταχτήκαμε με τη Γεωργία, και η μικρή μου κόρη άρχισε να κλαίει». Το 2013, το σπίτι του Γιάννη είχε μείνει έξι μήνες χωρίς ηλεκτρικό μέχρι να βρει λεφτά για τον διακανονισμό της ΔΕΗ. «Μπάνιο με κουβάδες, πλύσιμο σε σκάφη, κεριά για να βλέπουμε...» Υστερα απ’ αυτό, κάθε διακοπή ρεύματος είναι σοκ για την οικογένεια. Την τελευταία φορά που έπεσε σκοτάδι στο σπίτι, είχε καεί απλώς η ασφάλεια – το φως επανήλθε μόλις την άλλαξαν. Αλλά την επόμενη φορά;

Τον ρωτάω τι γίνεται με τη θέρμανση. «Απ’ το 2012 έχουμε κλείσει το καλοριφέρ στην πολυκατοικία», απαντά. Στην αρχή τσακώνονταν οι ένοικοι – οι πρώτοι που ζήτησαν να το κλείσουν ήταν οι Βορειοηπειρώτες στο δίπλα διαμέρισμα, και τότε οι υπόλοιποι αντέδρασαν. Σιγά σιγά, όμως, τα διαμερίσματα άδειαζαν και ξαναγέμιζαν με περαστικούς αλλοδαπούς. Κάθε χρονιά, όλο και πιο λίγοι αντιδρούσαν. Το 2012 τελικά, που η γυναίκα του Γιάννη έχασε τη δουλειά της, δεν αντιδρούσε κανένας.

«Είχαμε σόμπες, σκεφτήκαμε πως κάπως θα τα φέρουμε βόλτα. Εξι μήνες μετά που μας έκοψε το ρεύμα η ΔΕΗ, αγρίεψαν βέβαια τα πράγματα». Τα παιδιά πήγαιναν στο σπίτι του αδελφού του Γιάννη για να διαβάσουν τα απογεύματα και τα βράδια κοιμούνταν με όσες κουβέρτες υπήρχαν στο σπίτι. «Εκανα διακανονισμό τελικά, δανείστηκα λεφτά και μας συνέδεσαν το ρεύμα. Αλλά είναι σαν να μην υπάρχει διέξοδος. Χρωστάς παντού. Στο μηχανάκι έχω να κάνω σέρβις δύο χρόνια, σκίστηκε η σέλα και έβαλα μονωτική ταινία. Και στα μαγαζιά στη γειτονιά δεν πάω πια, “αν δεν μας εξοφλήσεις”, μου λένε “τέλος η πίστωση”».

Σε βλέπουν αλλιώς...
Η πόρτα ανοίγει και η Γεωργία μπαίνει μέσα. «Ολα εντάξει;» με ρωτάει ενώ πάει με μια πλαστική τσάντα προς την κουζίνα. Ο Γιάννης παρεμβαίνει. «Ναι, μην ανησυχείς, δεν θα γράψει ονόματα, ούτε τίποτε άλλο». «Ισως όμως κάποιος να ήθελε να σας βοηθήσει...» λέω αμήχανα. 
Ο Γιάννης κουνάει το κεφάλι. «Μη με παρεξηγείτε, δεν το κάνω από περηφάνια», λέει. «Αν ήξερα πως θα ζήσουν τα μικρά όπως πρέπει, εγώ θα την κατάπινα την περηφάνια μου». «Τότε γιατί;» τον ρωτάω. «Οι άνθρωποι σε βλέπουν αλλιώς μετά. Σκέψου να πήγαινες εσύ στο γραφείο σου και να ήξεραν πως πλένεσαι με κατσαρόλες, πως τρως απ’ τα συσσίτια και πως φοράς παπούτσια δυο νούμερα μεγαλύτερα, γιατί αυτά βρήκες». «Μα ίσως οι άνθρωποι να βοηθούσαν...» απαντάω. 
«Στην αρχή ναι», λέει ο Γιάννης. «Μέχρι να αισθανθούν πως είσαι πολύ βρώμικος ή πολύ ταλαίπωρος γι’ αυτούς. Στην αρχή, ναι, θα βοηθούσαν. Το θέμα είναι τι γίνεται στο τέλος».
--------------------------------------------------
Πηγή:Καθημερινή-Μαίρη Μαργωμένου
--------------------------------------------------