Σελίδες

Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

Προξενιό στα Λογοθετιάνικα.

Καβάλα στους γαϊδάρους ξεκίνησαν ο μπάρμπα-Θοδωρής με τον γιό του τον Μανώλη, παληκάρι γεροδεμένο της παντρειάς, τρεις ώρες δρόμο για τα Λογοθετιάνικα, για το μεγάλο οικογενειακό γεγονός, το προξενιό του Μανώλη.

Στο δρόμο του’λεγε: «Γιέ μου, μην ανησυχείς, θα δούμε την κοπέλα και ανάλογα θα αποφασίσουμε. Την παινεύουν μωρέ, για δουλευταρού, προκομένη και καπάτσα».

Και προχωρώντας στον δρόμο σιγοτραγουδώντας τον καραβίτικο σκοπό, σταματούσε τον σκοπό και για να αποδιώξει τον δισταγμό του γιού του από την σκέψη της παντρειάς, του΄λεγε: «Για τις χάρες της κόρης, την ομορφιά της, την καπατσοσύνη της» και συμπλήρωνε τα παινέματά της με την φράση «όπως λέει και ο προξενητής, μπουκιά και συγχώριο. Ο προξενητής πολύ την παινεύει, γιέ μου, ανυφαντού και γαϊτανοπλέχτρα την ανεβάζει, όμορφη και καλοκαρδούσα την κατεβάζει και παίρνει και προίκα λιόφυτο στην Παλιόχωρα και αμπέλι στους κάμπους και όλο της τον ρουχισμό και τα μπακίρια του νοικοκυριού με την κασέλα τίγκα από ρουχισμό, κατά που λέει ο προξενητής».

Και ύστερα από λίγο που κόντευαν να φτάσουν στο χωριό, σκεφτόταν το προξενιό και άρχισε να δίνει βάση στα λόγια του προξενητή και να πιστεύει πως τούτη η νύφη ήταν η καλύτερη για τον γιό του, από όλες που του προξένευαν και στρέφοντας προς τον γιό του ,του ξαναέλεγε: «Καλή είναι μωρέ Μανώλη! Καλή σου λέω! Ξέρω εγώ την μάνα της, που έτυχε να την δω στο πανηγύρι του Άγιου Θόδωρου».

Σαν έφτασαν στην άκρη του χωριού, ο προξενητής τους περίμενε για να πάνε όλοι μαζί. Προχωρώντας στο στενοσόκακο του χωριού, συναντούν μια κοπέλα, απεριποίητη, ασουλούπωτη, ξεμάλλιαστη, που έσερνε βιαστικά και θυμωμένα τα ζώα της και εκείνα μεντώνανε(θύμωναν) και αντιστέκονταν στο τράβηγμα με τα σχοινιά, θέλοντας να βουτούν και από καμιά μπουκιά χόρτο από τις άκρες του δρόμου.

«Μην είναι μωρέ αυτηδά;», ρώτησε ο νέος.
« Όχι!! Όχι!! Απάντησε ο προξενητής ταραγμένος. Η υποψήφια νύφη είναι όμορφη και κυπαρισσοστυλάτη!», ενώ μέσα του είχαν φυτρώσει ένα σωρό αμφιβολίες για το αποτέλεσμα στην χριστιανική του προσπάθεια.

Σαν μπήκαν μέσα στο σπίτι, τους οδήγησε η νοικοκυρά στην σάλα, ένεκα που ο λόγος της επίσκεψης ήταν σοβαρός. Η οικοδέσποινα τους κέρασε ρακί με σύκα και σταφίδες, ο δε προξενητής ακόμη ταραγμένος, ορμήνεψε την μάνα να φροντίσει να στολίσει την κόρη γιατί ο γαμπρός που την είδε στον δρόμο να λαλεί(φωνάζει) τα μαρτύα(ζώα) δεν του αρεσκήθηκε.

Μετά τα σερβιρίσματα και το κουβεντολόϊ γύρω από την σοδειά του λιομαζώματος και τα οργώματα, πρόβαλε από την κάμερα η κόρη πλυμένη, παπουτσωμένη, στολισμένη και ο προξενητής που πήρε θάρρος από την παρουσία της κόρης είπε:

Και ο νέος από την ντροπή του, ούτε σήκωσε τα μάτια του να την κοιτάξει παρά έσκυβε ακόμη περισσότερο.
«Αυτηδά είναι μωρέ Μανώλη» και τον ρώτησε: « Σ΄αρέσει;….σ΄αρέσει;»

«Ιδέστηνε μωρέ, μη λέεις ύστερα πως δεν σ΄αρέσει» του έλεγε ο προξενητής και ο νέος σκύβοντας το κεφάλι του λέει:

«Αφού ξέρει ο πατέρας μου την μάνα της από το πανηγύρι του Άγιου Θόδωρου που την είδε, καλή΄ναι, καλή ΄ναι."

Και το προξενειό τελείωσε.
---------------------------------------------------------------------------------------
"Κυθηραϊκα,λαογραφικά, γλωσσικά"Ιωάννη Κασιμάτη,διδάσκαλου απο το αρχείο της βιβλιοθήκης του Κ.Ι.Π.Α.- Επιμέλεια-Απόδοση Τίνα Ταμβάκη
---------------------------------------------------------------------------------------