Γνωρίζω πολύ
καλά, αναπνέοντας την κιμωλία μέσα στις σχολικές αίθουσες 27 χρόνια ως
εκπαιδευτικός και άλλα 12 ως μαθητής, ότι πολλές φορές οι σχολικές
γιορτές για αυτή ή την άλλη εθνική επέτειο μόνο χασμουρητά προκαλούν σε
όσους, μαθητές και εκπαιδευτικούς, είναι υποχρεωμένοι να τις
παρακολουθήσουν.
Ίσως γιατί η κυρίαρχη πολιτική πριμοδοτεί την άγνοια του παρελθόντος καθώς γνωρίζει ότι με αυτόν τον τρόπο υπονομεύει κάθε δυνατότητα δράσης στο παρόν. Ίσως γιατί στο κλίμα της εποχής ευδοκιμεί η υποταγή σ' ένα παρόν που θεωρείται αυτονόητο και δεδομένο, ενώ συγχρόνως ξεριζώνονται ερωτήματα που μπορούν να αναποδογυρίσουν αυτή την εικόνα.
Ίσως και γιατί οι περισσότεροι δεν αντέχουμε να μας μιλάνε σε κάθε επέτειο για πατρίδα, αγώνες, θυσίες και «εθνική υπερηφάνεια», για «εθνική ανεξαρτησία και λαϊκή κυριαρχία» αυτοί που εκποιούν κομμάτι κομμάτι την ελληνική γη και αφανίζουν το λαό. Ίσως δεν αντέχουμε πια να μας μιλάνε σε κάθε επέτειο για «τα περήφανα νιάτα και τα τιμημένα γηρατειά» οι ίδιοι που καταδικάζουν τη νεολαία στην ανεργία και στη μετανάστευση, σε ένα μέλλον σκοτεινό και αβέβαιο, ενώ την ίδια στιγμή υπογράφουν τον γρήγορο θάνατο των πατεράδων και των μανάδων μας που βγήκαν στη σύνταξη.
Ίσως για κάποιους από αυτούς τους λόγους να κοιτάμε, δάσκαλοι και μαθητές, συχνά τα ρολόγια μας πότε θα τελειώσει κι αυτή η σχολική γιορτή. Κι όμως, οφείλω να σας πω ότι στην πρώτη επέτειο του ΟΧΙ, το 1941, στα πιο μαύρα χρόνια της φασιστικής κατοχής, χιλιάδες απλοί άνθρωποι, με κίνδυνο της ζωής τους ξεχύθηκαν στους δρόμους της σιδηρόφρακτης Αθήνας για να τιμήσουν την ίδια τους την ιστορία.
Γιατί αγαπητοί και αγαπητές μου αυτή η ιστορία μας ανήκει. Ανήκει στον εργαζόμενο λαό μας, αυτόν που παράγει με τα χέρια του και το μυαλό του τα μύρια αγαθά ενώ την ίδια ώρα γεύεται πείνα και ανασφάλεια. Ανήκει σε αυτούς που αγωνίζονται για την καθημερινή επιβίωση, σε αυτούς που δεν έχουν καμιά ελπίδα γιατί τέτοιοι τόλμησαν πριν από εβδομήντα χρόνια να πούνε ΟΧΙ στην σκλαβιά την ίδια ώρα που το σύνολο της άρχουσας τάξης, των πλουσίων, των κομμάτων που εξουσίαζαν, οι πολιτικοί πρόγονοι αυτών που σήμερα μιλάνε στις τηλεοράσεις για ανεξαρτησία και δημοκρατία, είτε έφευγαν στο εξωτερικό είτε συγκυβερνούσαν με τον κατακτητή στα μαύρα χρόνια 1940-1944.
Ήταν αυτοί που έγραφαν το 1941 για τη νύχτα που κατέβηκε η Σβάστικα από τον Μανώλη Γλέζο και τον Απόστολο Σάντα τα παρακάτω:
«Δεν είναι δυνατόν να ήσαν άνθρωποι με σώας τας φρένας αυτοί που υπεξαίρεσαν εν ώρα νυκτός την Γερμανικήν σημαίαν, η οποία εκυμάτιζεν, επί της Ακροπόλεως, παραπλεύρως της Εθνικής μας Σημαίας. Διότι μόνον παράφρονες ή όργανα ξένης προπαγάνδας ημπορούσαν να διαπράξουν μιαν τόσο επαίσχυντο πράξιν. Και είναι βέβαιον ότι, αν οι δράσται του εγκλήματός της περιήρχοντο εις χείρας του ελληνικού λαού, θα λυντσάροντο από αυτόν τον ίδιον ως εχθροί της πατρίδος μας».
(Eφημερίδα «Βραδυνή», 2.6.1941).
Να πούμε την αλήθεια!
Αγαπητοί φίλοι και φίλες την Ιστορία μας τη φόρτωσαν χρόνια τώρα με ψέματα ή μαλάματα και έκρυψαν το πρόσωπό της. Και είναι καιρός να αποκαλύψουμε το αληθινό της πρόσωπο. Εμείς οι δάσκαλοι πρώτοι από όλους οφείλουμε να αφήσουμε τα παραμύθια και να δώσουμε στον δράκο το πραγματικό του όνομα, να δείξουμε με το χέρι τους κακούς, να αποκαταστήσουμε την αλήθεια, να ξεσαβανώσουμε τους νεκρούς μας και να τους βάλουμε μπροστά οδηγούς στη δράση μας.
Να πούμε την αλήθεια. Αυτή που κρύβουν επιμελώς οι σύγχρονοι φαναριώτες, ο καλός κόσμος των σαλονιών, οι δούκες και οι βαρώνοι, το κηφηναριό με τα άσπρα κολάρα και οι δημοσιογράφοι της αυλής που θέλουν τον λαό μας, εμάς τους ίδιους να κοιμόμαστε βαθιά την ώρα που μας γδύνουν και μας γδέρνουν.
Από τον καιρό εκείνο, την εποχή των παππούδων και των πατεράδων μας πέρασαν 72 χρόνια. Σήμερα, δεν κατεβάζουν πια την ελληνική σημαία από την Ακρόπολη, μόνο κάτι απλήρωτους συμβασιούχους του υπουργείου Πολιτισμού ψεκάζουν σαν τα κουνούπια οι δυνάμεις καταστολής, χτυπώντας και σέρνοντάς τους σαν τα σκυλιά.
Σήμερα, δεν πουλά κανείς το σπίτι του για ένα τσουβάλι σιτάρι στους μαυραγορίτες, αλλά του το κατάσχει η τράπεζα για λίγα ευρώ. Σήμερα, δεν μας πολεμάν οι Γερμανοί με τανκς και στούκας, απλώς, μας πουλάν τα παλιοσιδερικά τους, έτσι που καταχρεωμένοι δεν μπορούμε να σηκώσουμε κεφάλι.
Σήμερα, δεν κλέβουν τη σοδιά μας, αλλά μας επιβάλλουν πρόστιμα, αν παράγουμε έστω κι ένα κιλό παραπάνω απ' το πλαφόν που έχει καθοριστεί στις Βρυξέλλες. Χιλιάδες οι άνεργοι, η βιομηχανία και η μεταποίηση πέφτει σαν τραπουλόχαρτο και οικονομικά τζάκια, αφού ξεζούμισαν τον εργάτη, το μετανάστη, τον ελαστικό τετραωρίτη μεταφέρουν σαν ύαινες που οσμίζονται το αίμα τα εργοστάσιά "τους” στις διπλανές χώρες των ακόμη πιο φτηνών χεριών.
Η δική μας πατρίδα
Να το καταλάβουμε. Η μια πατρίδα μας ταξιδεύει στα ελβετικά σαλέ, παίρνει μίζες από τις Siemens, αγοράζει κάμερες που φωτογραφίζουν τον λαό, έχει εφεύρει δεκάδες τρόπους για να θωρακίζει το «είναι» και το «αντέχειν» της από τον εσωτερικό εχθρό της. Η άλλη πατρίδα τρέχει για το μεροκάματα, ζει με 300 ευρώ, πεθαίνει στην ανεργία και στην αλλότρια εργασία, αναγκάζεται να πληρώνει τις θηλιές των τραπεζών που βλέπουν τα αμύθητα κέρδη τους να αυξάνονται.
Αυτές οι δύο πατρίδες συγκρούονται. Άτυπα και φανερά. Υπόγεια και στους δρόμους. Άλλοτε δυνατά κι άλλοτε αδύναμα. Αλλά συγκρούονται. Ο ένας κόσμος δεν έχει τίποτε κοινό με τον άλλον. Στη Ρώμη, το χειρότερο μαρτύριο ήταν όταν έδεναν ένα υγιές κορμί με ένα σαπισμένο ώσπου να σαπίσει και αυτό. Οφείλουμε να κόψουμε τον ομφάλιο λώρο γιατί αν συνηθίσουμε το κακό, θα του μοιάσουμε!
Κι όποιος, χωμένος στις συστάδες των θάμνων που τον περιβάλλουν, χάνει το δάσος από το οπτικό του πεδίο, δεν έχει παρά να υποβληθεί στη βάσανο να κάνει λίγο πίσω ή λίγο μπρος και να δει τα πράγματα όπως έχουν, όπως φτιάχτηκαν κι όπως προοιωνίζονται για αύριο. Δύσκολα πράγματα, αλλά απολύτως αναγκαία.
Ε, λοιπόν να το καταλάβουν: η δική μας πατρίδα δεν είναι οι εντολές των τοκογλύφων! Η δική μας πατρίδα δεν είναι οι κυβερνητικοί εντολοδόχοι της οικονομικής ολιγαρχίας και της τρόικας που κάνοντας την ανομία «νόμο», ψήφισαν και επικύρωσαν τους προσυμφωνημένους όρους των ξένων κηδεμόνων.
Η δική μας πατρίδα δεν είναι αυτοί που το λίπος γουργουρίζει ακόμη και στη φωνή τους την ίδια στιγμή που ο γιατρός διέγνωσε υποσιτισμό των μαθητών μας. Η δική μας πατρίδα δεν είναι αυτοί που φέρνουν τα κοινωνικά δικαιώματα στο απόσπασμα, την ελληνική οικονομία ανέκκλητα στη χρεωκοπία και τη χώρα στη νεοαποικιακή υποδούλωση και λεηλασία.
Όταν η άλλη πλευρά, οπλισμένη με τη θεοσοφία της αγοράς, σφυρηλατεί νέες χειροπέδες, όταν ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες περιφέρουν τις άθλιες πολιτικές τους ως αναστάσιμες, όταν το κράτος και η βία σφίγγουν για μια ακόμη φορά τα δεσμά του Προμηθέα...
Τότε επιβάλλεται ο κόσμος της εργασίας να κάνει τους δικούς του ισολογισμούς, να καθαρίσει τα μάτια του από τις χρόνιες τσίμπλες, να «ξορκίσει» την παραλυσία και να τραβήξει τις σωστές διαχωριστικές γραμμές, ενάντια στους «πουρκουάδες», τους ριψάσπιδες και τα σκιάχτρα που φυτεύονται δίπλα του.
-----------------------------------------
Πηγή: ΑΥΓΗ-Το Χρήστου Κατσικα
-----------------------------------------