Σελίδες

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012

Σελήνιο και διατροφή

Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για τον ρόλο του σεληνίου στη διατροφή. Καθώς στην Ευρώπη παρατηρείται μια απότομη μείωση των προσλήψεων σεληνίου, έντονη ανησυχία εκφράζεται για το ότι οριακές ελλείψεις μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο εμφάνισης χρόνιων ασθενειών, όπως ο καρκίνος και οι καρδιοπάθειες. Τι μπορεί, όμως, να γίνει επ΄αυτού.



Ο ζωτικός ρόλος του σεληνίου στον οργανισμό

Το σελήνιο ενσωματώνεται στο σώμα σε έναν μεγάλο αριθμό ζωτικών πρωτεϊνών, που ονομάζονται σελήνιο-πρωτεΐνες (selenoproteins). Μέχρι τώρα έχουν προσδιοριστεί είκοσι πέντε τέτοιες πρωτεΐνες. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται:
i) υπεροξειδάσες (peroxidises), οι οποίες έχουν σημαντικές αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες και προστατεύουν τις μεμβράνες των κυττάρων από τις ελεύθερες ρίζες,
ii) αποϊωδιονάσες (deiodinases), οι οποίες συμμετέχουν στην παραγωγή δραστικής μορφής της θυρεοειδικής ορμόνης (active thyroid hormone) και
iii) πρωτεΐνες που συμμετέχουν στη δημιουργία και επιδιόρθωση του DNA.

Πηγές του σεληνίου

Το σελήνιο βρίσκεται στο έδαφος, συγκεντρώνεται στα φυτά και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, περνάει στην τροφική αλυσίδα. Το σελήνιο βρίσκεται στα περισσότερα τρόφιμα. Πολύ καλές πηγές σεληνίου αποτελούν τα καρύδια (κυρίως τα καρύδια Βραζιλίας), τα ψάρια, τα θαλασσινά, τα εντόσθια (νεφρά και συκώτι) και το κρέας. Τα δημητριακά, τα λαχανικά και άλλα φυτά περιέχουν σελήνιο, αλλά η ποσότητα που περιέχουν ποικίλλει ανάλογα με το έδαφος στο οποίο μεγαλώνουν. Το ευρωπαϊκό έδαφος είναι σχετικά φτωχό σε σελήνιο σε σχέση με άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα η Αμερική, ο Καναδάς και η Κίνα.

Μείωση των προσλήψεων

Η πρόσληψη του σεληνίου στη Βόρεια Ευρώπη έχει γενικά μειωθεί αρκετά τις τελευταίες δεκαετίες. Τη δεκαετία του ‘70, οι προσλήψεις ήταν περίπου 60-70 μg ημερησίως, ενώ σήμερα η πρόσληψη εκτιμάται μόνο σε 30 μg ημερησίως για τις γυναίκες και 40 μg αντίστοιχα για τους άντρες, ποσότητα που αντιστοιχεί στη μισή περίπου της συνιστώμενης ημερησίως.

Η αιτία της μείωσης πιστεύεται ότι έγκειται στη μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο εγχώριο και όχι στο εισαγόμενο σιτάρι από τον Καναδά ή την Αμερική, το οποίο περιέχει μέχρι και 50 φορές περισσότερο σελήνιο από το ευρωπαϊκό. Μεγάλο ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός ότι η Φινλανδία εισήγαγε το σελήνιο στα λιπάσματα της τη δεκαετία του ΄80 και τα επίπεδα έχουν αυξηθεί αντίστοιχα (βλέπε πίνακα).

Εξασθένηση της άμυνας του οργανισμού

Παρόλο που οι προσλήψεις σεληνίου βρίσκονται σε χαμηλά επίπεδα, δεν παρουσιάζονται εμφανή σημάδια έλλειψης στην Ευρώπη. Παρ’ όλα αυτά, προσλήψεις σεληνίου σε επίπεδα κατώτερα των επιθυμητών μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγής σελήνιο-πρωτεΐνων, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει την επιδιόρθωση του DNA, να εξασθενίσει τις ανοσολογικές και αντιφλεγμονώδεις αντιδράσεις του οργανισμού και να μειώσει την προστασία ενάντια σε ασθένειες, όπως ο καρκίνος και οι καρδιοπάθειες.

Σελήνιο και καρκίνος

Ο ρόλος του σεληνίου στην ανάπτυξη του καρκίνου μελετήθηκε εκτενώς πρόσφατα. Παρόλο που υπάρχουν πιθανοί μηχανισμοί με τους οποίους οι σελήνιο-πρωτεΐνες θα μπορούσαν να μειώσουν την πιθανότητα ανάπτυξης καρκίνου (για παράδειγμα, εξουδετερώνοντας τις ελεύθερες ρίζες που προκαλούν βλάβες στο DNA), φάνηκε τελικά πως οι ενδείξεις για το ότι τα τρόφιμα που περιέχουν σελήνιο προστατεύουν τον άνθρωπο από τον κίνδυνο ανάπτυξης οποιασδήποτε μορφής καρκίνου, πλην του καρκίνου του προστάτη, είναι περιορισμένες.

Οι σελήνιο-πρωτεΐνες μπορεί να μειώσουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του προστάτη, επειδή συμμετέχουν στην παραγωγή της τεστοστερόνης, ορμόνης που αποτελεί σημαντικό ρυθμιστή, τόσο της φυσιολογικής όσο και της μη φυσιολογικής ανάπτυξής του.

Καρδιαγγειακές ασθένειες

Μια μετα-ανάλυση δεκατριών ερευνών παρατήρησης, οι οποίες μελέτησαν τον ρόλο του σεληνίου στις καρδιοπάθειες, βρήκε μια μέτρια, αρνητική συσχέτιση ανάμεσα σε δείκτες των επιπέδων σεληνίου στον οργανισμό και στον κίνδυνο εκδήλωσης καρδιοπάθειας. Ωστόσο, έρευνες σε πληθυσμούς με σημαντική έλλειψη σεληνίου, δεν ανέδειξαν επαρκή στοιχεία για τον καρδιοπροστατευτικό ρόλο του σεληνίου και οι μελέτες όπου γίνεται συμπληρωματική χορήγηση δεν καταλήγουν σε σαφή συμπεράσματα.

Ασφαλή όρια πρόσληψης σεληνίου

Στην Ευρώπη, ως ανώτατο ασφαλές όριο για την πρόσληψη σεληνίου ορίστηκε το 300 μg ημερησίως για τους ενήλικες, όριο το οποίο σταδιακά ελαττώνεται έως τα 60 μg ημερησίως για τα παιδιά ηλικίας 1-3 χρονών.

Η υπέρβαση των ορίων αυτών μπορεί, σε ήπιες περιπτώσεις, να προκαλέσει δερματικές βλάβες, τριχόπτωση και απώλειες ονύχων, ενώ η πρόσληψη μεγάλης δόσης σεληνίου για μεγάλο χρονικό διάστημα (πάνω από 900 μg ημερησίως) μπορεί να προκαλέσει νευρολογικές διαταραχές, όπως μούδιασμα, σπασμούς, ακόμα και παράλυση.

Υπερβολική πρόσληψη σεληνίου από το φαγητό είναι σπάνιο φαινόμενο, αλλά περιπτώσεις τοξικότητας έχουν αναφερθεί σε παιδιά στην Σουηδία, τα οποία κατανάλωσαν κατά λάθος υπερβολική ποσότητα ταμπλετών σεληνίου.

Οι μέτριες προσλήψεις είναι καλύτερες

Αν και τα επίπεδα πρόσληψης σεληνίου στην Ευρώπη έχουν μειωθεί, είναι ακόμα επαρκή για να προλάβουν εμφανή σημάδια ελλείψεων. Είναι, μάλιστα, τα επίπεδα αυτά παρόμοια με άλλων περιοχών ανά τον κόσμο (βλέπε πίνακα).

Τα επίπεδα σελήνιο- πρωτεϊνών φαίνεται να προσεγγίζουν τα ανώτατα όρια σχετικά εύκολα, όταν υπάρχει μια φυσιολογική διαιτητική πρόσληψη, ενώ δεν παρουσιάζουν περαιτέρω αύξηση με συμπληρωματική χορήγηση.

Η άποψη αυτή είναι σύμφωνη με μια πρόσφατη ανασκόπηση σχετικά με τα συμπληρώματα αντιοξειδωτικών ουσιών, η οποία έδειξε ότι δεν υπάρχουν ξεκάθαρα οφέλη από την επιπρόσθετη πρόσληψη σεληνίου από μη διατροφικές πηγές. Οι περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να εξασφαλίσουν επαρκείς προσλήψεις σεληνίου μέσω ποικιλίας στη διατροφή τους.


---------------------------
Πηγή: eufic.org
---------------------------