Δεν καταργούνται οι απαιτήσεις των δανειοληπτών που δεν υπήχθησαν στις ευνοϊκές διατάξεις του Ν. 2789/2000 για τα πανωτόκια και μπορούν να διεκδικήσουν δικαστικά τα επιπλέον ποσά που εισέπραξαν οι Τράπεζες, αποφάνθηκε ο Άρειος Πάγος με την υπ΄ αριθμ. 21/2011 απόφασή του.
Οι αρεοπαγίτες υποστηρίζουν ότι αυτό προκύπτει από το πνεύμα του Ν. 2789/2000, αλλά και από τη νομοθετική σκοπιμότητα της όλης ρύθμισης για τα πανωτόκια.
Ο επίμαχος νόμος, συνεχίζει η δικαστική απόφαση, «αποβλέπει στην ευεργετική εισαγωγή ορίου στην επιβάρυνση των δανειοληπτών με κάθε είδους τόκους από νόμιμη αιτία, οι οποίοι μέχρι την εισαγωγή του νόμου 2789/2000 είχαν επαυξήσει το χρέος τους».
Παράλληλα, υπογραμμίζουν οι δικαστές ο Ν. 2789/2000 δεν αποσκοπεί στην «περιαγωγή των δανειοληπτών σε δυσμενέστερη θέση, με την κατάργηση αξιώσεων τους προς αναζήτηση ποσών εισπραχθέντων από τα πιστωτικά ιδρύματα αδικαιολογήτως», δηλαδή καθ΄ υπέρβαση των αρχικά οφειλομένων ποσών, πριν την έναρξη ισχύος εφαρμογής του άρθρου 30 του Ν. 2789/2000.
Το δικαστήριο το απασχόλησε περίπτωση δανειοδότησης σεισμόπληκτης στο Λουτράκι Κορινθίας η οποία το 1982 είχε λάβει δάνειο ύψους 3,4 εκατομμυρίων δραχμών. Το 1991 αν και είχε εξοφλήσει το δάνειο αναγκάστηκε για να μην βγει στον πλειστηριασμό το ακίνητό της να πληρώσει επιπλέον τόκους τόκων (πανωτόκια) 9,2 εκατομμύρια δραχμές.
Στη συνέχεια η δανειολήπτρια αξίωσε από την Τράπεζα να της επιστραφούν τα παρανόμως εισπραχθέντα πανωτόκια, ως αδικαιολογήτως εισπραχθέν ποσό και να της καταβληθεί αποζημίωση για την ζημιά που δέχθηκε (συνολικά αξίωσε 12,9 εκατομμύρια δραχμές).
Το Εφετείο έκρινε ότι ο Ν. 2789/2000 αποκλείει τη αναζήτηση των καταβληθέντων για οποιαδήποτε αιτία, καθώς η άρνηση της Τράπεζας να επιστρέψει τα παράνομα πανωτόκια είναι σύννομη στηριζόμενη στο άρθρο 30 του επίμαχου νόμου.
Όμως, οι αρεοπαγίτες αναίρεσαν την εφετειακή απόφαση.
---------------------
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
---------------------