Σελίδες

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2008

Η ΚΑΡΑΒΙΔΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑ !!!


Η ΚΩΛΟΧΤΥΠΑ ….ΦΑΝΤΑΣΜΑ

Αμάν πλέα, μπαΐλντισα, δεν ξέρω τι να κάνω,
θέλω κι’ εγώ σαν άνθρωπος να κάνω κάνα μπάνιο.
Μα όλο και κάποιος θα βρεθεί ΄πο τη γνωστή παρέα,
να δώσει εις τον αρμεγό μία γερή κλωτσέα.
Γιατί θα πρέπει να σας πω, πως είναι μία κλίκα,
που τσοι ‘χω πλέα μόνιμους, με ένσημα και ΙΚΑ.
Καλοί ‘ναι και οι έκτατοι και οι συμβασιούχοι,
πάντα, όμως οι μόνιμοι ειν’ οι προνομιούχοι!
Ένας π’ αυτούς τσοι μόνιμους θα μας απασχολήσει
κι’ ελπίζω καμιάν αύξηση μη ‘ρθει να μου ζητήσει.
Γιατί δουλεύει ο δύστυχος και Κυριακές κι’ αργίες,
στον τρίβολο για να γραφτεί κάνει υπερωρίες!
Τι ναν αυτό που με τραβά κι’ όλο τονε κουρδίζω;
Μην ειν’ το ύψος ,το μυαλό, η φάτσα; Δεν γνωρίζω.
Κείνο που ξέρω σίγουρα, και έχει σημασία,
είναι πως κάθε λόγος του εκπέμπει μια σοφία!
Π’ ανέ σε τσίξει κούτελο ή τηνε φας στη μάπα,
βλέπεις τον κόσμο ανάποδα, γράφεις σαράντα κάσα!.
Στο βάθος – βάθος ειν’ καλός, ποτέ κακό δεν κάνει,
κι’ ανε βαβλίζει που και που, καθόλου δε δαγκάνει.
Είναι μεγάλο όνομα, Φατσέας Παναγιώτης
κοινώς Νικολομάραγκος κι’ είναι και Φατσαδιώτης.
Ευτύς λοιπόν την αρχινώ τη νέα ιστορία,
που έβαλε τον φίλο μου σ’ αυτή τη φασαρία.
Ιούλης μήνας ήτανε, κείνο τ’ ωραίο βράδυ,
που κάτι φίλοι τα ‘πιναν στο πάνω το Λιβάδι.
Ήτανε όλοι τους παιδιά με εκλεκτές συστάσεις,
μόνο μη κάτσεις δίπλα τους, τα ρούχα σου μη χάσεις!
Είχανε κι’ εκλεχτό μεζέ, θαλασσινά κι’ απ’ όλα,
που τα απολαμβάνανε στο κλάμπ το Καραμπόλα.
Είχαν τον Νιώρο τον μικρό, που τσοι τροφοδοτούσε
κι’ ο Κώστας δίπλα έψηνε και ούζο εκερνούσε.
Από τον πάγο έβγανε κάτι καραβιδάρες
που τσι ριχναν στο κάρβουνο και στέναζαν οι σκάρες!.
Αφού όλα τα φάγανε, και τσι καβουρομάνες,
κι’ είχανε μείνει μοναχά καύκαλα και δαγκάνες,
νάσου και παρουσιάζεται κι’ ο Τάκης ξαναμμένος
πάντα καθυστερούμενος και παραπονεμένος.
Τη κλάψα ευτύς αρχίνιξε και είπε στο γιουρούσι,
γιατί δε με φωνάξατε και μένα στο τσιμπούσι;

-Φίλοι δεν είσαστε εσείς! Είστε μοναχοφάοι,
που να σας πιάσει κόψιμο, νερό να σας επάει.
Οι μάγκες σαν τον είδανε πως είχε γίνει ‘βίδα’
Τούπαν : με είκοσι ευρώ σου ψήνει καραβίδα!
Ο Τάκης, εκειά κώλωσε, και μέτρα τσι συνθήκες,
πόσα σεντόνια βγαίνουνε και μαξιλαροθήκες.
Από τη μία λίμασε, τα ‘σφιγγε ‘πο την άλλη,
ώσπου το αποφάσισε να κάμει τη σπατάλη!
Τουν είπε: -ξέρω, έπεσα στα χέρια της μαφίας!
Κι’ έδωσε το ‘κοσάρικο με σπαραγμό καρδίας.
Ο Νιώρος, πήγε κι’ έφερε ευτύς τη καραβίδα,
που ‘ταν ακόμα ζωντανή και εις τη σκάρα πήδα!
‘Έτσι ο Τάκης άραξε στου τραπεζιού γωνία
Κι’ όπως συνήθως το ‘ριξε εις τη φιλοσοφία!
Όλοι με στόμα ορθάνοιχτο τον παρακολουθούνε!
(‘πο το πολύ χασμουρητό), για να εξηγηθούμε!
Ο Κώστας, πάλι, που ‘ψηνε, είδε πως θα αργήσει,
η καραβίδα να ψηθεί και θα χασομερήσει.
Έτσι αποφασίσανε, χρόνο, για να μη χάσουν,
ότι το οστρακόδερμο έπρεπε να το βράσουν,

Απ’ την αυλή το πήρανε και φύγαν μάνι-μάνι,
και στην κουζίνα μπήκανε να βράσει στο καζάνι!
Ο Τάκης που αγόρευε, βαθειά φιλοσοφία,
δεν είδε ότι ο μεζές άλλαξε κατοικία!
Κι’ αργότερα που στράφηκε στη ψησταριά, στη σκάρα,
ολόρθος επετάχτηκε κι’ έβγαλε μια φωνάρα!
Η κωλοχτύπα … τσίνισε ! αλήθεια σας το λέω,
ελάτε να προλάβουμε μην πάει ‘πο τροχαίο!
Το δρόμο, ευτύς έκλεισε σ’ όλα τα γιώτα χι,
μη του τηνέ πατήσουνε και….ξετσιλαρδιαστεί!
του φέρανε κι’ ένα φακό κι’ έψαχνε στα χαντάκια,
στσι σκιναρές απέναντι, και σ’ όλα τα σοκάκια.
Ένας παππούς, που πέρναγε, έκανε το σταυρό του,
σου λέει, τούτος λέλεψε, δεν θα ‘ναι για καλό του!
Κι’ όταν του είπε, πως μαθές κυνήγα καραβίδα,
ο γέρος του απάντησε, μήπως να ‘βρει τη βίδα,
που μάλλον θα την έχασε μέσα στην σκιναρέα
κι’ άσε σφυρίδες και ορφούς στο Γιάννη το Φατσέα!
Αφού η ώρα πέρασε, ο Νιόρος ασηκώθει,
γιατ’ είχε δρόμο μπόλικο, Αυλαίμωνα να σώσει.

Μα κάποιος, αθεόφοβος, του Τάκη του σφυρίζει,
αυτός θα στήνε βούτηξε! Και τώρα πάει να φύγει!
Τι ήτανε να του το πει! Ορμά τον σταματάει,
και του βουτά τη ζυγαριά κι’ οπίσω τον γυρνάει!
Ο Τάκης τσακωνότανε, του βάστα το τιμόνι,
κι’ η καραβίδα έφτασε με λάδι και λεμόνι!
Κι’ ώσπου να στρώσει το κουβέρ, πιάτο να φέρ’ η Άννα,
Του ‘χαν αφήσει μοναχά τη μία τη δαγκάνα!
Το τι επακολούθησε πώς να το περιγράψω;
Που να ‘βρω τρόπο να τα πω; Τα λόγια πως ν’ αλλάξω;
Διαβάζουνε κι’ ανήλικα στη τρυφερή ηλικία
κι’ ήταν πολύ ακατάλληλη αυτή η στιχομυθία!
Τάκη σου δίνω συμβουλή, καλή, ‘πο τσι παλαίες,
φυλλάου Παναγιώτη μου ‘πο τσι κακές παρέες.
Πάντως ευχές του δίνανε, τρώγοντας στην υγειά του
κι’ αυτός θα κλαίει αιώνια τα είκοσι ‘ευρά’ του!!
----------------------------------------------------

Ανδρέας Λουράντος «Κονταράτος»