Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 14-9-2014




                    
   ΕΛΛΗΝΙΚΗ   ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
          ΙΕΡΑ  ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΚΥΘΗΡΩΝ & ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΩΝ
                                               
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
14-9-2014

ΓΡΑΠΤΟΝ ΘΕΙΟΝ ΚΗΡΥΓΜΑ
Ὁ λόγος τοῦ Σταυροῦ, τό θεμέλιο τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας.

«Ὁ λόγος γὰρ ὁ τοῦ σταυροῦ, τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί, τοῖς δὲ σῳζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστι» (Πρός Κορινθίους Α’, 1,18).

Τό κήρυγμα τῆς Σταυρικῆς θυσίας τοῦ Κυρίου μας, γιά κείνους πού χάνουν τήν ἀλήθεια μπερδεμένοι στόν ὀρθολογισμό τους, φαίνεται μωρία, ἀφελής πίστη, ἀ-νοησία.
Γι’ αὐτούς πού –προσανατολισμένοι στόν Ἐσταυρωμένο – σώζονται, τό ἴδιο κήρυγμα εἶναι δύναμη ἐκ Θεοῦ.
Ἡ σοφία ἡ ἀνθρώπινη ἔχει στενή προοπτική. Τόσο ἐπειδή τό ἀντικείμενό της εἶναι ἡ κτίση (καί ὄχι ὁ Κτίστης), ὅσο καί ἐπειδή στηρίζεται ἀποκλειστικά στό ἀνθρώπινο μυαλό.
Τόσο, ὅμως, ἡ κτιστή φύση γύρω μας, ὅσο καί ὁ ἀνθρώπινος νοῦς –κτιστός κι αὐτός- εἶναι πεπερασμένα, δηλαδή ἀνεπαρκοῦν νά ἐξηγήσουν ὁτιδήποτε βρίσκεται πέραν τῶν ὁρατῶν καί αἰσθητῶν πραγμάτων. Γι’ αὐτό καί ἀδυνατοῦν νά ἐξηγήσουν τό νόημα τῆς ζωῆς μας, τήν προσδοκία τῆς ἀθανασίας, τήν πορεία μας πέραν τοῦ τάφου.
Γιά τούς σοφούς τοῦ κόσμου τό κήρυγμα τοῦ Σταυροῦ -κήρυγμα ἀνυπέρβλητης ἀγάπης- εἶναι χωρίς νόημα: μωρό.
Οἱ Ἕλληνες εἶχαν φθάσει στά ὑπέρτατα ἐπίπεδα τῆς ἀνθρώπινης διανόησης. Καί παρ’ ὅτι ἤλπιζαν σέ κάποιον ἀπεσταλμένον ἀπό τόν Θεό, παρ’ ὅτι ἀφιέρωσαν καί βωμό στόν «ἄγνωστο Θεό», δέν μπόρεσαν νά δεχθοῦν τήν εἴδηση τῆς θεϊκῆς συγκατάβασης, τῆς σωτηριώδους Θυσίας τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Τούς φάνηκαν ἀνόητα τά γεγονότα τοῦ Γολγοθᾶ : ἦταν τάχα ἀνάγκη ὁ παντοδύναμος Θεός νά ταπεινωθεῖ καί νά σταυρωθεῖ; Ὁ Σταυρός τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης, ἦταν γιά ‘κείνους ἀκατανόητο. Καί φυσικά ἦσαν ἀνύποπτοι τῆς Ἀγάπης. Ἡ ἴδια ἡ λέξη σπάνια ὑπῆρχε στό πλούσιο λεξιλόγιο τῆς ὑπέροχης Γλώσσας τους∙ συνήθως ἀπουσίαζε ἐκκωφαντικά.
Γι’ αὐτό καί Θεός «ταπεινούμενος δι’ εὐσπλαχνίαν», δέν χωροῦσε στόν νοῦ τους.
Ἔτσι, ὅταν ὁ Παῦλος στόν Ἄρειο Πάγο μίλησε γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἄρχισαν νά τόν περιγελοῦν. Βέβαιοι στόν ὀρθολογισμό τους, πώς δέν ἀνασταίνονται οἱ νεκροί τοῦ εἶπαν περιφρονητικά : «Καλά, θά σ’ ἀκούσουμε καί αὔριο!».
Κι ὅμως ἐκεῖνο τό Ἀθηναϊκό δεῖλι, δυό – τρεῖς ἀνθρώπινες ψυχές εἶχαν πιστέψει τόν Παῦλο, ξεπερνώντας τήν στεῖρα ἀνθρώπινη σοφία : Ὁ Διονύσιος, ἡ Δάμαρις, …
Ἡ μικρή Ἐκκλησία τῆς Ἀθήνας εἶχε ἱδρυθεῖ!
π.Π.Μαρ.